Friday 21 December 2018

Arwind: The dragonboy

The scars of the sky turned red
and the forest leaves arose
as the pale autumn chased the birds
towards the path that I once chose-
                     
Windy murmurs kneel before my bones
and with reverence commenced to recite
a story of fallacy and bloody playful stones
of the leaving and the grieving of daylight-

While the telling interfered with my insight
hollowing the words towards my fable origin
a creature appeared through an unforeseen light
leaded by a childhood's moral sin-

He was half of a boy and half of a dragon
and somehow made me feel half of myself
as if a part of me were a missing wagon
as if I were never meant to be an elf-

Overwhelmed I stood and stared
at the wholeness of the fable boy
and painfully half-hearted I dared
to dream of the dream I never meant to destroy-

He strongly reminded me of a child
which fused both of my mental worlds into one
the one cold-blooded and angry and wild
and the other playful and hopeful and young-

Losing my clarity before his blurry vision
I remembered why my continence was ever bleeding
as he reminded me of my afflictive self-treason
This boy - which had only visited my day of dreaming-

My eyes were staring 'though I were asleep
trying to breathe into the logic that withers
like the time when my fragile brains were weak
to outsmart the red waves and myrtile green feathers-

Those said waves and feathers of my life untrue
define the fable exile of my half-human heart
and on my skin appeared words the autumn wind blew:
"A lonesome mind with a lonesome heart will depart"-

Half of a royal-purple eyed boy
with hair of green and skin of reptile
but legs with beast edges and claws to enjoy
the furious haunting of life's chest febrile-

His hands - hands of a child awake
with ivory jewellery and an inelegant youth
Hands that you dare to shake
but eyes that are most possible to shake you-

He had wings of light green and dark brown
like an old tree enwrapped by some toxic flower -
- this kind of love which balances on a sugar crown
which in return for its embrace shall slowly melt your power-


Wings of poison ivy love and mating
an ancient nature creature dareful with a spirit undone
Wing of a dragon but face of innocence haunting
he stood there as a fairy but not a vulnerable one-

Fragile he seemed at heart but rough at the edges of spirit
- a strong spirit but far from sanity and logic he seemed - 
Even the aggressiveness of an orphan beast would fear it
A miracle of both pureness and treachery indeed-

And I felt so unlucky to be half and conciously alone
What was the purpose of having the heartbeat of an elf?

Only half of what I were before I were born
What is a true perception of one's self?-

Cutting my thought into pieces of skin
the mud spread its coldness through my naked feet;

"I is half of what I thought I had always been
divided by two and split into parts incomplete"-

And then I remembered the blind lilac deer
the one of my dizzy summer days
I always thought that he looked half too but far from fear
What were missing of him that drove others into the haze?

What was he looking for in the middle of the ancient forest?
In the middle of the storytelling of my murmuring mind?

How could a blind deer stare with eyes so honest?
Could his melodic heart of parts ever be so selflessly kind?


As the thinking of the deer interfered with my murmurs
the dragonboy vanished dropping its candy crown
The sound of the falling echoed chaotic rumors
whilst the autumn forest cried and humble leaves fell down-

And with the boy's leaving appeared a fairy skinned
which touched the pointy crown and on my forehead bled

words that ached; "Even though I stopped chasing the wind
it still wisely whispers inside my carefree head."-


- veldaerya



Saturday 24 November 2018

μιλώ για μοναξιά

                                                                                                                      photo: καρτέ

Μιλώ για μοναξιά.
Όχι γιατί μου λείπουν οι φίλοι, έχω φίλους καλούς που αγαπώ.
Έχω ένα σκύλο που μοιάζει με λύκο, έχω βιβλία πολλά και το μυαλό μου.
Μέσα στο μυαλό μου έχω κάτι κόσμους που φτιάχνω με το δεξί μου χέρι όταν γράφω.
Γι' αυτό κι ο ώμος μου απ' τα δεξιά πονάει αρκετά συχνά.
Λυγίζει απ' την συσσώρευση των παραμυθιών μου.
Που είναι αόρατα, ελαφριά και διάφανα.
Όπως και οι ιδέες.
Διάφανες κι ασήκωτες, τρυπάνε τα χέρια μου όταν πάω να τις πιάσω.
Τις κυνηγώ με γυμνά πόδια απάνω σε καρφιά.
Απάνω στις πινέζες που χρησιμοποιούν για να στολίσουν σε πίνακες παιδικές φωτογραφίες.
Με τρυπάνε σαν να μην έχει σημασία η ύλη, αλλά η ανάμνηση.
Η καρδιά και η αλήθεια στο στομάχι που κάνει σπείρες.
Άραγε παρατηρεί κανείς όταν περπατώ πως η καρδιά μου έχει μετατοπιστεί στο στομάχι;
Δεν την κατάπια, μετατοπίστηκε από το πολύ βάρος.
Την βάρυνα αρκετά κι ήταν ασήκωτη.
Νομίζω πως φαίνεται όταν περπατώ, για αυτό κι αναρωτιέμαι αν το 'δε κανείς.
Πως έχω μια καρδιά στο στομάχι.
Ανακατεύομαι.
Εκεί που δεν πρέπει ν'ανακατευτώ.
Γιατί αν ανακατευτώ αρκετά, αρχίζω να μιλώ για μοναξιά.
Και τότε ξερνάω ψέματα και τοξικές φιλίες.
Όπως και να 'χει, στους κόσμους αυτούς έχω πολλά πλάσματα κι ανθρώπους.
Δεν μιλώ για μοναξιά επειδή είμαι μόνη.


Μιλώ για μοναξιά επειδή απουσιάζω.
Και ποιος θα το 'λεγε, πως θα απουσίαζα εγώ.
Εγώ, η διαυγής, η εγωκεντρική, η ακέραια.
Εγώ που έχω κάνει την αστάθεια σταθερότητα.
Εγώ που έλεγα πως δεν έχω άλλο μισό και πως έχω γεννηθεί ολάκερη.
Εγώ;

Απουσιάζω γιατί το μυαλό μου είναι ο κόσμος όλος.
Τα ποτάμια είναι το νευρικό μου σύστημα, το χώμα είναι το μυαλό μου.
Τα βουνά είναι οι όγκοι παραλογισμών και ο ουρανός το κρανίο μου.
Τόσο εύθραυστο και αμφιλεγόμενο.
Τόσο μη συγκεκριμένο.
Τα σύννεφα είναι οι μικρές μου αμφισβητήσεις μες στη μέρα.
Και τα έντομα, τα ζουζούνια, είναι οι παρεμβολές παράνοιας που έχει απομείνει από γονίδια.
Έχει απομείνει και θα απομένει πάντοτε, μιας και εγώ ουδεμία σχέση είχα ή θα έχω ποτέ με ουσίες και φάρμακα.
Γεννήθηκα και θα πεθάνω με την λογική και την τρέλα που έθρεψαν τα παιδικά μου χρόνια.
Η αλήθεια και η χημεία στο σώμα μου δεν πάνε μαζί.
Για αυτό αν σύμφωνα με το νόμο τρελαθώ, μόνο την αλήθεια ξέρω πως θα λέω.
Και αυτό μου αρκεί για να μην βρομίσει το μυαλό μου παραπάνω.
Θέλω να βλέπω καθαρά όσα μου έχει κάνει η κοινωνική αυτή πραγματικότητα.
Για να θυμάμαι ακόμη κι όταν τρελαθώ ποιοι στέκονται απέναντί μου.
Όμως ξέρω πως μαζί μου, πλάι μου ή κάπως διαγώνια, θα στέκονται κι άλλοι.
Για αυτό και δεν είναι αυτός ο λόγος που απουσιάζω.
Και που μιλώ για μοναξιά.

Μιλώ για μοναξιά επειδή οι άνθρωποι είναι οι σκέψεις μου.
Είναι οι αόρατες πινέζες μέσα στον εγκέφαλό μου.
Που καταπατούν τα βουνά, μολύνουν τα ποτάμια και χαρακώνουν με σημαίες το χώμα.
Ψεκάζοντας τα έντομα, τα οποία είναι εξαιρετικά ανθεκτικά.
Τόσο, που δεν τα σκοτώνουν, τα κάνουν να ωρύονται.
Να τσιγκλίζονται, να θερμαίνονται, να πανικοβάλλονται από οργή κι αβεβαιότητα.
Και τότε αρχίζουν τη μία να τρέχουν πάνω κάτω σε όλο τον εγκέφαλο.
Την άλλη να συσσωρεύονται στη μια πλευρά του.
Και να προσθέτουν βάρος στον δεξί ώμο.
Ή και να αφαιρούν.
Και τότε κάπως πρέπει είτε να βρέξει για να κρυφτούν μες στο χώμα.
Είτε να ρίξει κεραυνούς και να τα φθείρει.
Είτε να βγει ο ήλιος να ησυχάσουν.
Πάντως σε όλες τις περιπτώσεις είτε παραμένουν-
-είτε προκαλούνται καταστροφές-
-είτε προσθαφαιρούν βάρος-
-είτε ηρεμούν τον πανικό τους-
-σε όλες τις περιπτώσεις βρίσκονται πάντα εκεί και υπάρχουν.
Γιατί η αλήθεια είναι πως έχουν τόσο εξοικειωθεί με τον εγκέφαλό μου-
-που τον νομίζουν πια για σπίτι.
Κι εγώ έχω τόσο συνηθίσει τη συγκατοίκηση-
-που δεν με βλέπω ολάκερη πια χωρίς αυτά.

Μιλώ όμως για μοναξιά.
Επειδή οι άνθρωποι που είναι οι σκέψεις μου, δεν είναι σκέψεις αλληλένδετες.
Είναι ξέχωροι, διάσπαρτοι, διχασμένοι, εχθρικοί.
Απατούν, εκμεταλλεύονται, υποτιμούν, εξουσιάζουν.
Ο ένας τον άλλο, ο ένας τους πολλούς, πολλοί έναν.
Υψώνουν τον εαυτό τους πάνω από τα μυαλά των άλλων.
Φτιάχνουν κορνίζες με τις αξίες τους και υπογράφουν χαρτιά που τις επιβεβαιώνουν.
Κάνουν λίστες με αυτούς που θέλουν να πληγώσουν.
Αφαιρούν δικαιώματα, λογοκρίνουν, πλάθουν κατηγορίες κοινωνικής αποδοχής.
Σκάβουν μεγάλους λάκκους και μαύρες τρύπες με περιθώρια.
Και θάβουν μέσα ό,τι δεν χωράει στις λίστες και τα χαρτιά τους.
Πουλάνε κι αγοράζουν θερμή ζωντανή ύλη.
Δεν είμαι εγώ σκοτεινή, ούτε τα κείμενά μου.
Εκείνοι είναι.
Μου καρφώνουν πινέζες στο μυαλό μου-
Γίνονται σκέψεις αντιφατικές και εχθρικές και ανίκανες να συνυπάρξουν μέσα μου.
Κάνουν τα κύτταρα του εγκεφάλου μου αποξενωμένα το ένα απ' τ'άλλο.
Με διαχωρίζουν, με τεμαχίζουν, με περιπλέκουν, ανακατεύουν τα κομμάτια μου.
Με ανακατεύουν.
Για αυτό μιλώ για μοναξιά.

Όχι επειδή είμαι μόνη.
Αλλά επειδή υπάρχουν άνθρωποι που το προτιμούν να είμαι.
Που θέλουν τις σκέψεις μου να ξέρουν ότι είναι.
Να τις κάνουν να μου λένε πως κι εγώ είμαι.
Και να μην μπορώ να δεθώ, να δώσω τα χέρια μου να βοηθήσουν.
Να αγαπήσω, να εμπιστευτώ, να αντιδράσω.
Και πάνω απ' όλα, μιλώ για μοναξιά επειδή είμαι κι εγώ άνθρωπος.
Ένας άνθρωπος που έχει πειστεί πως ο κόσμος είναι το μυαλό του.
Και κυρίως για αυτήν την τοξική πεποίθηση, αισθανόταν ενοχή.
Διότι αν ο κόσμος είναι το μυαλό μου και οι άνθρωποι δρουν έτσι-
-τότε αυτό δεν θα σήμαινε πως εγώ τους οδηγώ;

Μιλώ για μοναξιά επειδή ο εγωκεντρισμός μου είναι κάτι επικίνδυνο.
Σκοτεινό και κρύο.
Δομημένος και κατασκευασμένος αυστηρά από συστατικά μιας αυτιστικής κοινωνίας.
Κάτι που μυρίζει ασθένεια και παλεύω να θεραπεύσω.
Όμως αυτή είναι δική μου δουλειά, για εμένα.
Αυτό που έχω να κάνω τώρα, με αυτό που ήδη έχω-
-είναι να στρέψω τον εγωκεντρισμό μου ενάντια σε αυτό που τον τρέφει.
Να μετατρέψω την παθητική ενοχή σε κάτι ενεργητικό που θα δρα από τους ίδιους πυρήνες.
Που θα ανασαίνει με τα ίδια πνευμόνια παραγόντων κι αιτιών.
Να κάνω την ενοχή  ε υ θ ύ ν η.

Αφού είμαι ένοχη και τέτοια νιώθω, το χρωστάω στο μυαλό μου να επανορθώσω.
Με τη διαφορά ότι σε αντίθεση με τους ενόχους της οθόνης και των εφημερίδων-
-και όσων κρατούν μικρόφωνα και υπογράφουν χαρτιά-
-εγώ κάθε άλλο παρά να αθωωθώ επιθυμώ.

                                                                                                                                         -veldaerya

Friday 5 October 2018

υγρασία στην ζάχαρη

   Να, αυτό μου συμβαίνει. Ξαπλώνω τη νύχτα στο κρεβάτι και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν μπορώ να με πάρει ο ύπνος. Γι' αυτό το πρωί είμαι σαν να μην υπάρχω. Και λένε να πάρεις σίδηρο και να πάρεις βιταμίνες και το ένα και το άλλο. Καθείς σε ξεπετάει με ό,τι μαλακία του κατεβαίνει στο κεφάλι. Σχεδόν δεν ακούνε άμα λες δεν κοιμάμαι. Ναι, δεν κοιμάμαι. Κλείνω δηλαδή τα μάτια μου, βλέπω εικόνες και τέτοια, δεν ονειρεύομαι όμως, απλά ξέρεις, αυτά τα σενάρια που κάνεις καμιά φορά ασυνείδητα. Ότι κλωτσάει λέει κάποιος στον δρόμο ένα σκυλί και πάω εγώ και τον βρίζω. Και βριζόμαστε και τσακωνόμαστε και πιανόμαστε στα χέρια. Ή πως γίνεται λέει τώρα σεισμός μεγάλος και πέφτει το ταβάνι απάνω μου και ξυπνάω μετά από μισή ώρα ζαλισμένη. Μέσα στα ερείπια και τις σκόνες. Και κάνω να φύγω και είναι το πόδι μου εγκλωβισμένο και δεν μπορώ. Μένω εκεί παγιδευμένη για ώρες χωρίς νερό, χωρίς τίποτα, το κινητό μου από σήμα τίποτα, και με βρίσκουνε τελικά οι πυροσβέστες αλλά έχει λέει μείνει τόσες ώρες το πόδι μου χωρίς να αιματώνεται που θα χει πάθει γάγγραινα και αν μου το απεγκλωβίσουνε θα πάει σ' όλο το σώμα και θα πεθάνω. Οπότε πρέπει να μου το κόψουνε. Αλλά όλα αυτά δεν είναι όνειρα, κατάλαβες; Είναι, πώς το λένε, σαν να ονειροπολώ, αφηρημένη. Απλά το κάνω με τα μάτια κλειστά, αλλά χωρίς να κοιμάμαι, αλήθεια. Είμαι βέβαια έτσι εγώ, ονειροπολώ συνεχώς, και μ' ανοιχτά και με κλειστά μάτια. Μια φορά, φαντάσου -αυτό μου είχε φέρει μεγάλη ντροπή- ήμουν στα ΕΛΤΑ και καθόμουν και σκεφτόμουν κάτι, μιαν ιστορία, θλιβερή ιστορία. Κάποιος είχε πεθάνει, κάτι τέτοιο. Κι έβαλα τα κλάμματα, εκεί, καταμεσής του κόσμου, να με κοιτάνε όλοι να κλαίω χωρίς κάποιον προφανή λόγο. Ντράπηκα πολύ, σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν με πειράζει που γελάς, κι εγώ γελάω πια..
    Έναν καιρό το έψαχνα πολύ αυτό με τον ύπνο, αυτό που σου λέω. Και προσπαθούσα λέει να το ξεπεράσω και τα ρέστα. Έκανα τότε κάτι, τέλος πάντων, άσε, κάτι -με σ'χωρείς- μαλακίες, μου τις είχε πει κάποτε ένας γιατρός. Και κάτι άλλες μου τις είχανε πει φίλοι. Να ξαπλώνεις λέει μπρούμυτα και να συγκεντρώνεσαι στον ήχο της καρδιάς που χτυπάει και θα νανουριστείς. Κολοκύθια, εγώ άμα το κάνω αυτό ανατριχιάζω, με πιάνει κι ένα άγχος πως θα σταματήσει και θα πεθάνω. Μια παράνοια, δηλαδή. Άλλος τρόπος είναι λέει να κάτσεις να σκεφτείς κάτι όμορφο. Και κάθομαι εγώ και πλάθω ιστορίες και τα λοιπά, παραλίες, απόγευμα, θάλασσα, μωβ, άμμος, παρέα, και τα ρέστα, κάνω εικόνα μια φάλαινα να κολυμπάει, έτσι γαλήνια όπως κολυμπάνε, σε αυτόν τον πολύ ξεχωριστό χρόνο, τον δικό τους· πάντα μ' άρεσε αυτή η εικόνα· ή ξέρω 'γω σκέφτομαι την αγάπη· αυτό είναι πολύ εύκολο· δεν την σκέφτομαι ακριβώς δηλαδή, την θυμάμαι· και μπορεί να θυμάμαι αγάπη που αισθάνθηκα την ίδια μέρα ή αγάπη που αισθάνθηκα πριν τέσσερα χρόνια, αλλά αγάπη. Σκέφτομαι χέρια, ωραία χέρια που χάιδεψα ή που με χαιδέψανε, ή καμιά φορά -αυτό είναι τ' αγαπημένο μου- φαντάζομαι αυτό το μεγάλο σπίτι που ονειρευόμουν πάντοτε να μείνω. Ένα σπίτι να χωράει όλους κι όλες που αγαπάω. Με έναν μεγάλο κήπο, και μια όμορφη ξύλινη σκάλα, κι αυτή τη βεράντα στον πάνω όροφο που θα κάνουμε την παρέα μας τα καλοκαίρια. 
   Απλά, πάντα μ' αυτά τα πράματα με πιάνει μια νοσταλγία.. Κατάλαβες. Νοσταλγία είτε γι' αυτά που δεν έζησα -κι ίσως δεν ζήσω- είτε γι' αυτά που έζησα και περάσανε. Οπότε, μετά, λίγο-πολύ, πώς να σ' το πω. Μου 'ρχεται κι αρχίζω και διηγούμαι στον εαυτό μου την ζωή μου. Ασυναίσθητα. Λες και δεν την ξέρω. Και με πιάνει τότε μια φλυαρία. Δεν φαντάζεσαι. Θυμάσαι τότε που, και τα ρέστα. Τότε που ήτανε Αύγουστος, νύχτα, και περπατούσαμε στο μόλο και γλίστρησε ο Θοδωρής και έπεσε στη θάλασσα και τον βάλαμε να σκαρφαλώσει και θα τον τραβούσαμε λέει έξω αλλά τι να κάνεις που μας τράβηξε κι εμάς κάτω κι βρεθήκαμ' όλοι μες στο νερό· ή τότε που είχα λέει πάρει τα τσιγάρα της μάνας μου και τα 'χα βαφτίσει μέσα σ' ένα ποτήρι και της τα 'χα αφημένα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, τάχαμου για να κόψει το κάπνισμα· ή τότε που ήταν άνοιξη και καθόμασταν όλες στο μπαλκόνι και μαζί με τη συζήτηση μας πήραν και τα κλάμματα κι ούτε που ξέραμε γιατί· ή εκείνη τη φωτογραφία στο άλμπουμ, που είμαι λέει στο σπίτι της γιαγιάς και κάθομαι στον καναπέ και το μαξιλάρι δίπλα μου είναι όσο το μπόι μου.. Τέτοια σκέφτομαι, κι είτε βάζω τα γέλια είτε βάζω τα κλάμματα, καμιά φορά και τα δυο μαζί. Καμιά φορά από χαρά που τα 'ζησά γελάω, καμιά φορά κλαίω επειδή περάσανε. Ή τ' ανάποδο. Και πιάνω τον χρόνο, σαν να 'τανε τσέπη, και τον γυρνάω τα μέσα έξω, να δω πού, πώς. Άμα έφταιξα πουθενά, άμα πλήγωσα κάποιον, και πώς. Τ' άσχημα λόγια που μου 'χουνε πει, και τι θα 'πρεπε να 'χα απαντήσει και δεν το 'κανα. Χίλια πράματα που θα 'πρεπε να 'χα κάνει και δεν έκανα. Τις ευκαιρίες που είχα και τις έχασα. Κάθε φορά ψάχνω τα ίδια ,και κάθε φορά πάει ξημέρωμα για να θυμηθώ πως δεν έχει πια τίποτα νέο ν' ανακαλύψω. Και μπορεί τότε με το μαξιλάρι βρεμένο ακόμα ν' ανάψω το πορτατίφ και ν' αρχίσω να ψάχνω στο σταυρόλεξο την πρωτεύουσα της Αρμενίας, εφτά γράμματα, τάχαμου να ξεχαστώ, και τα ρέστα. Κι ύστερα να σηκωθώ, να πάω ως το ψυγείο και ν' αρπάξω καμιά σοκολάτα, τέτοια πράγματα. Ντοπαμίνη για αρχάριους, ένα τέτοιο πράγμα. Τι να σου πω. Κι ύστερα να γυρίσω στο κρεβάτι μου, με τα δόντια μου ζαχαρωμένα και το κεφάλι μου δυο φορές το βάρος μου και τα μάτια μου σχεδόν κλειστά, και πάλι να ξαπλώσω, και να περιμένω..
   Έχω αλλάξει πολλά σπίτια εγώ, και σαν οικογένεια είχαμε αλλάξει πολλά σπίτια. Αφού μέχρι τα δεκατρία μέναμε στο νησί. Και μετά στην Αθήνα. Στην Αθήνα νοικιάζαμε, στο νησί ήταν δικό μας το σπίτι, αλλά το πουλήσαμε. Τέλος πάντων. Μ' αρέσει κιόλας ν' αλλάζω σπίτια, ν' αλλάζω γειτονιές, είναι σαν να 'χω ζήσει πολλές ζωές επειδή έχω ζήσει τόσα σπίτια. Σπίτια που παλιά μένανε άλλοι, κι όλο και κάτι έχουνε αφήσει από λάθος τους. Θ' ανοίξεις δηλαδή ένα συρτάρι ξεχασμένο και θα βρεις μέσα παιδικά αυτοκόλλητα τριών ετών. Ή άμα κοιτάξεις καλά καλά στο γραφείο θα δεις πως κάποιος είχε χαράξει μια φράση, και κάποιος άλλος προσπάθησε να τη σβήσει. Αυτά πάντα με ενθουσιάζανε. Τα σημάδια πως κάποιοι άλλοι, με τις δικές τους ξεχωριστές ιστορίες, ζούσανε την ζωή τους εδώ. Όπως την ζούμε εμείς τώρα. Μια φορά, είχα βρει, μαγκωμένη ανάμεσα σε δυο συρτάρια της κουζίνας, μια λίστα σούπερ μάρκετ. Φοβερό; Εμένα με είχε εκπλήξει. Τέλος πάντων, σε κουράζω..  
   Α, σε αυτό το σπίτι, αυτό που είχα βρει τη λίστα σούπερ μάρκετ, ζούσα μόνη. Ήταν όταν θέλησα να αυτονομηθώ, βρήκα δουλειά στην Αθήνα -δεν σπούδασα ποτέ μου- και νοίκιασα μια γκαρσονιέρα μοναχή μου. Κοσιπέντε τετραγωνικά. Τότε λοιπόν είχα πάλι αϋπνίες, ίσως να ήταν η πρώτη φορά που με πιάνανε έτσι. Συνήθως ξάπλωνα, περνούσε όλη η νύχτα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, κάτι όνειρα γεμάτα άγχος, και μετά, κοίτα να δεις. Με το που ξημέρωνε, έφευγε κάποιος, πήγαινε στη δουλειά του ο άθρωπος ή δεξερωγώ, πάντως τον άκουγα να κατεβαίνει κάθε ξημέρωμα την ίδια ώρα τις σκάλες. Κι αυτό το πράμα, αυτός ο ήχος, που τον είχα τόσο πολύ συνδέσει με το τέλος αυτού του βασάνου, με χαλάρωνε πάντα. Ένα πράμα, πώς να σ'το πω, σαν εξιλέωση, ήταν το μήνυμα του τέλους αυτού του αργού βασανισμού της νύχτας. Μαζί μ' αυτά τα βήματα στα σκαλοπάτια άρχιζε όλη η πόλη να ξυπνάει, κι αυτό μου 'δινε μιαν ασφάλεια· ένιωθα ασφαλής ν' ακούω τον κόσμο γύρω μου να υπάρχει· μου καθησύχαζε μιαν, ας πούμε, μοναξιά· ένιωθα πως δεν κοιμόμουν μόνη· όπως όταν ήμουνα παιδί κι είχα εφιάλτες κι έβαζα τη μάνα μου να 'χει την τηλεόραση αναμμένη και να μην κοιμάται ως να με πάρει ο ύπνος. Είχα -στο παλιό το σπίτι- αυτό το παράθυρο που έβλεπε στο φωταγωγό, από 'κει τ' άκουγες όλα. Τον διπλανό να πλένει τα δόντια του, την από πάνω που έβλεπε ειδήσεις κι έτρωγε πρωινό, τον Μιχαλάκη στον τρίτο που δεν ξυπνούσε με τίποτα να πάει στο σχολείο. Κι έτσι νανουριζόμουνα και με 'παιρνε, επιτέλους, ο ύπνος. Κοιμόμουνα λοιπόν ξημερώματα και ξυπνούσα πια μεσημέρι. Αλλ' αυτό δεν πείραζε, δηλαδή, δεν με ένοιαξε ποτέ να ξυπνάω αργά, κι η δουλειά μου άλλωστε ξεκινούσε στις πέντε το απόγευμα πάντοτε. Ήμουν τότε βλέπεις σερβιτόρα σε ένα καφέ μπαρ. Πάντα τέτοιες δουλειές έκανα. Είχα υπάρξει κάποτε και υπάλληλος σε ένα πρακτορείο τυχερών παιχνιδιών. Ήταν ξεκούραστα εκεί, καμιά σχέση με την ορθοστασία της σερβιτόρας, αλλά ντρεπόμουν πολύ. Οι άντρες με έκαναν να ντρέπομαι πολύ. Και σαν σερβιτόρα μου μιλούσαν καμιά φορά πρόστυχα, αλλά τους απέφευγα, κι είχα πάντα το αφεντικό μου που τους έβαζε στην θέση τους, ήταν μια καλή γυναίκα. Όλο μου έλεγε έχω κόρη στην ηλικία σου και καταλαβαίνω, και τα ρέστα. Ενώ στο πρακτορείο ήμουν μόνη, κι όταν είχα παραπονεθεί στο αφεντικό για τις προστυχιές μου είχε πει κάτι του τύπου, αυτοί είναι οι πελάτες μας. Τι να κάνουμε. Αυτό βέβαια δεν ισχύει, δεν ήταν όλοι οι πελάτες έτσι, αλίμονο. Όλων των λογιών οι άνθρωποι έρχονταν στο πρακτορείο. 
   Φλυαρώ όμως, με συγχωρείς. Ήθελα να σου πω για το μοναδικό σκυλί που είχα ποτέ μου. Θέλω να σου την πω αυτήν την ιστορία. Δεν την έχω ξαναπεί. Λοιπόν, τότε μέναμε στο νησί ακόμη. Εγώ ήμουν στο δημοτικό, ίσως στην τρίτη, ίσως στην τετάρτη τάξη. Το σπίτι μας λοιπόν, είχε μια μεγάλη αυλή, έβγαινες έξω κι έβλεπες κατευθείαν στη θάλασσα. Είχαμε κι ένα μποστάνι, φυτεύαμε και τρώγαμε απ' αυτά ό,τι μπορούσαμε. Λοιπόν, μια μέρα ήρθε ο αδερφός μου μ' ένα κουτάβι τόσο δα στα χέρια, ίσα που χωρούσε στις παλάμες του. Το είχανε βρει μαζί μ' άλλα δυο κουτάβια, δίπλα στη μάνα τους, που ήτανε νεκρή. Στην πίσω αυλή του σχολείου. Πήρε λοιπόν καθείς απ' τους φίλους του από ένα και το πήγανε στη μάνα τους. Το κρατήσαμε. Έπρεπε να το δεις να κοιμάται, ήταν τόσο γαληνεμένος που μας είχε. Με τον αδερφό μου ήμασταν ξετρελαμένοι. Παίζαμε όλη μέρα και το μεσημέρι ξαπλώναμε όλοι μαζί στο γρασίδι και κοιμόμασταν. Μικρά παιδιά, αιστανόμασταν σαν αγέλη, όλοι μαζί. Κατεβαίναμε στην παραλία και παίζαμε όλοι μαζί στη θάλασσα, τον παίρναμε μαζί μας όπου κι αν πηγαίναμε, και το βράδυ νιώθαμε ασφαλείς που μας έκανε παρέα όταν γυρνούσαμε σπίτι. Ήτανε όμως ανήσυχο σκυλί, και τη νύχτα ειδικά που τον αφήναμε μόνο στην αυλή -γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε ποτέ του τα σκυλιά γενικά, άσε μες στο σπίτι- πήγαινε και κατέστρεφε το μποστάνι. Κι ένα πρωί ξυπνάει ο πατέρας μου και βγαίνει έξω κι είναι όλο το μποστάνι χάλια. Τα πάντα. Ήταν που δεν τα 'θελε τα σκυλιά, κι ήτανε κι ο κόπος του -δεν τον δικαιολογώ, απλά σου λέω.. Καθόλου δεν τον δικαιολογώ. Τέλος πάντων, δεν θέλω να σου πω τι έγινε. Ούτε να τη θυμάμαι θέλω αυτή την ημέρα. Με ταράζει πολύ. Θα σου πω μόνο ότι το πήραμε στην αγκαλιά μας το σκυλί με τον αδερφό μου, και τρέχαμε να βρούμε το γιατρό, αλλά δεν τον προλάβαμε. Γυρίσαμε στο σπίτι με τα ρούχα μας μες στα αίματα. Κι ο πατέρας μας μάς είδε και δεν είπε λέξη. Τίποτα. Αυτό δεν του το συγχώρησα ποτέ, για καιρό δεν θέλαμε να τον βλέπουμε μπροστά μας. Ούτε 'γω ούτε ο αδερφός μου.  
   Α, για να δεις που ξημερώνει πάλι. Τι σ' τα γραψα όλ' αυτά τώρα δεν ξέρω. Μου 'πανε θα βοηθήσει. Άμα κάτσεις να τα γράψεις, λέει. Τι να γράψω.. Μου είπανε, συγκεκριμένα, πως άμα δεν κοιμάσαι παναπεί πως κάτι σε βασανίζει. Κι άμα αρχίζεις να γράφεις έτσι ελεύθερα στο τέλος θα βγει μόνο του. Όπως μια γυναίκα - θα σου πω. Αυτήν εγώ δεν την ήξερα καλά, αλλά είχε τύχει μια φορά να συζητήσουμε βαθιά. Είχε τότε ένα παιδί, δύο χρονών. Μου είπε λοιπόν πως αυτή έπασχε από επιλόχειο. Μετά που γέννησε. Ξέρεις τι είναι αυτό; Κάποιες γυναίκες μετά τη γέννα παθαίνουν κατάθλιψη. Αυτό είναι. Είναι συχνό. Τέλος πάντων, αυτή λοιπόν γέννησε κι ύστερα δεν ήθελε να δει το μωρό της. Καθόλου. Κι άμα το 'βλεπε έβαζε κατευθείαν τα κλάμματα και έκλεινε τα μάτια και φώναζε πάρτε το από μπροστά μου. Αυτό δεν ξέρω άμα είναι αλήθεια ή άμα υπερβάλλει, αλλά αυτό μου είπε. Τέλος πάντων. Δεν ήθελε όμως να μιλήσει σε κανένα, ούτε στον ψυχολόγο, γιατί ντρεπότανε πολύ γι' αυτά που σκεφτόταν και δεν ήθελε να δει το μωρό της. Ένιωθε πως ήτανε κακός άθρωπος. Πάει λοιπόν ένα πρωί ένας γιατρός και τη σηκώνει, και τη βάζει στο μπάνιο. Της δίνει το κλειδί, και της λέει, κλειδώσου μέσα, κοίτα τον εαυτό σου στον καθρέφτη και πες τα όλα. Πες τι σου συμβαίνει. Πες τι νιώθεις, χωρίς να ντραπείς, δεν θα σε κρίνει κανένας. Κάτι τέτοιο. Κι αυτή το έκανε κι ύστερα θεραπεύτηκε. Αυτό μάλλον εννοούσανε να κάνω κι εγώ. Να κάτσω να τα γράψω ως να μου φύγουν. Αλλ' εγώ δεν έχω τίποτα συγκεκριμένο στο νου μου. Ίσως. Μόνο φλυαρίες.. Κι ύστερα, μπαμπά; Ύστερα, κολοκυθόπιτα. 




Saturday 1 September 2018

Αν ήμουν συναίσθημα θα ήμουν

Μόνοι με ό,τι καταφέραμε να αποδεχτούμε.
Μόνοι με όσα πιστέψαμε ότι είναι αληθινά
Αληθινά να μένουν και όταν εμείς νιώθουμε ψέμα
Είναι αφέλεια και παραμύθα να πιστέψεις στον έρωτα ως αλήθεια;

Ο κόσμος μου κλείνει και ανοίγει, ανά περιόδους, στιγμές
Δεν ψάχνω να γεμίσω χώρο
Ότι μπαίνει, μπαίνει επειδή ταιριάζει φυσικά
Μερικές φορές δεν υπάρχει βέβαια καθόλου κενό
Ή τέλος πάντων έχω μπλοκάρει τις εισόδους
και αναγκαστικά και τις εξόδους

Τώρα έχω όλους εσάς μέσα στον κόσμο του κορμιού μου
Δεν πρόκειται να σας διώξω
Δεν θα υποκύψω στους δαίμονες που θέλουν το μέρος για την πάρτη τους και μόνο
Αλλά αυτό είναι αγάπη κυρίως,
και όποιος έρωτας κρύβεται πίσω από την μεγάλη ομπρέλα της
δικαιολογείται

Ο έρωτας όμως ως αφετηρία;
Δικαιολογείται... η μαγεία;
Πύλες του μυστηρίου παντού γύρω μας
Όχι, ο έρωτας δεν είναι το κλειδί
Ούτως ή άλλως, πολλή φασαρία γίνεται για τα κλειδιά
Οι πόρτες ανοίγουν με πολλούς τρόπους
Παραβιάζονται, σπάνε
Ο έρωτας είναι τα γυαλιά, που σε κάνουν να βλέπεις τις εισόδους
και να αισθάνεσαι τα φανταστικά ενδεχόμενα που κρύβονται πίσω από αυτές
Μετά από αυτές
Χώρος, χρόνος
Το ίδιο και το αυτό
Το ένα και το άλλο
Τι σημασία έχει άλλωστε, όταν το μόνο που σκέφτεσαι είναι τα βάθη
Βάθη πέρα απ'το χώρο
Βάθη πέρα από... τις πρώτες στρώσεις

Θέλει όμως το μυστήριο να το ανακαλύψεις;
Τα όμορφα πράγματα λένε, δεν ζητούν προσοχή
Υπάρχουν όμως χωρίς παρατηρητή;
Και περισσότερο, έχουν συνείδηση της ύπαρξής τους, αν δεν γνωρίζουν ότι κάποιος τα βλέπει;

Και, τέλος, μέχρι ποιο βάθος φτάνει κανείς;
Ποιός παράγοντας ορίζει το όριο;
Αν έχεις πάρει καλή ανάσα πριν βουτήξεις;
Δεν το πιστεύω, η αναπνοή είναι η πηγή
Χωρίς αυτήν, ό,τι αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις παραμένει νεκρό
Σκέτη άψυχη ύλη
Μόλις αρχίσεις να ανασαίνεις, τα πάντα ζωντανεύουν
Ο σκοτεινός διάδρομος γίνεται ανοιχτός ουρανός

Όσο ανασαίνεις, προχωράς

( Το όριο για την ώρα )

 Lyra

Monday 20 August 2018

διαστημόπλοιο "ζήτα τόνος τριάντα τρία"

Τα πόδια μου βουλιάζουν στα βαλτώδη νερά της προσδοκίας.
Δεν έχω πια φόβο παραδοχής για το ότι πατάω στον αέρα με τα χέρια.
Τα πόδια μου δείχνουν το έδαφος και μοιάζω να πορεύομαι με τον κόσμο.
Αλλά η βαρύτητα στο μυαλό μου έχει μετατοπίσει το σώμα μου.
Κυλώ ανάμεσα στα όντα και τα παρόντα και τα παρελθόντα-
-και όλο το βάρος του σώματός μου το αισθάνομαι στις παλάμες των χεριών μου.
Που δείχνουν τον ουρανό και τα αστέρια και τα σύννεφα.
Περπατώ με τα χέρια ψηλά και το βάδισμα προκύπτει απ' τον αντίχειρα.
Έχω γυρίσει τον κόσμο ανάποδα και εκείνος εμένα.
Τα πόδια μου είναι ελαφριά και ανέμελα καθώς ανεμίζουν στο έδαφος.
Περιμένω το διαστημόπλοιο της συγχώρεσης για τη φύση μου-
-να έρθει να με πάρει μακριά απ' την ενοχή της μοναχικότητας.

Η μοναξιά μου είναι κάτι ασταθές.
Δεν τη βρίσκω ανάμεσα στους ανθρώπους, ούτε και μαζί μ' εμένα.
Είναι κάπου ανάμεσα σε αυτές τις δύο διαστάσεις.
Στη μέση-και μου 'λεγες πως είμαι των άκρων.
Ίσως και να είμαι των άκρων, μιας και τη μια περπατώ με τα χέρια στον άνεμο-
και την άλλη με τα πόδια στη συγκατάβαση.
Σταμάτησα να φοβάμαι το μη πραγματικό τη στιγμή που το ένιωσα σα σπίτι.
Η θερμότητα και η ασφάλεια έχει μετατοπιστεί στο όνειρο.
Το ασυνείδητο είναι το σπίτι μου.
Με καλωσορίζει και μου δίνει μνήμες για επιβράβευση.
Νιώθω ασφάλεια στην ανάμνηση της παιδικότητας.
Είμαι ελεύθερη να φυλακιστώ όποτε εγώ το επιθυμήσω-
-και τόσες φορές που σας είπα να με αφήσετε, πια το κάνατε.
Και καλά κάνατε.
Μεταπηδώ από νεύρωση σε νεύρωση.
Κι από σπόνδυλο σε σπόνδυλο.
Ζω μέσα στο σώμα μου.
Γλιστράω στις αρτηρίες και κάνω τραμπολίνο στα πνευμόνια.
Η καρδιά μου είναι το πιο φιλόξενο δεντρόσπιτο.
Μυρίζει πρωινές μυρωδιές φούρνου και βρεγμένο χορτάρι.
Το δέρμα μου έχει βουνά και λόφους απόκρημνους.
Μια φορά είχα χτυπήσει κάνοντας τσουλήθρα στη γλώσσα μου.
Κι από τότε ξεκίνησα να έχω σημάδια λιγάκι πιο μόνιμα.
Κάνω βουτιά στο βάλτο με τα αιμοσφαίρια και τα γαργαλώ για να γελούν-
-έχουν το παιδικό μου γέλιο.
Έτσι, ψυχρό, υγρό, εξωγήινο, αλλά με το χρώμα της θέρμης και του πάθους.
Να ξεγελά πως η ζωή υπάρχει.
Πως υπάρχει με ζήλο, ζωηράδα και κάτι άλλο από ζήτα.
Να, σαν αυτό το "ζήτα" που σου είχα πει μια μέρα που έριξα το εγώ μου απ' το μπαλκόνι.
"Ζήτα μου".
Ή σαν το "Ζ" που ζωγράφισε η Ζωή μια μέρα στο χάρτη.
Και είπε "να, αυτή θα είναι η ζωή μας, αυτή η διαδρομή."
Ένα "ζήτα" που απλωνόταν από την Γροιλανδία στην Ιαπωνία-
-κι έπειτα στην Ανγκόλα έως την Αυστραλία.
"Η διαδρομή μας πριν χαθούμε".
Και τώρα που χαράξαμε το επόμενο όνειρο αρχίσαμε να ελπίζουμε.
Να κρατηθούμε ενωμένοι έως τότε - λιγάκι ακόμα δηλαδή.

Καλά όλα αυτά.
Και η αγάπη και η συντροφιά και όσα νομίζουμε ότι κατακτούμε.
Αλλά εγώ θα ξεχαστώ γιατί, όσο βαδίζουμε μαζί-
-εσείς αφήνετε ίχνη στο έδαφος κι εγώ με τις παλάμες μου στον άνεμο.
Κι είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ στις πορείες και τις διαδρομές.
Γιατί η ύπαρξη ανιχνεύεται με προδιαγραφές.
Νομίζω και πως δεν ήρθα εδώ για να υπάρξω.
Αλλά για να βρίσκω πάντα τρόπο να ονειρεύομαι και να ξεφεύγω.
Να ψάχνω το σπίτι μου, να γυρίσω πίσω στο σπίτι.
Που έχει γεύση ανάμνησης και νοσταλγίας και φαντασίωσης.
Να περιμένω το διαστημόπλοιο Ζ'33.
Προσπαθώντας απελπισμένα να βρω για εκείνο ένα χώρο να προσγειωθεί.

Αλλά πώς προσγειώνεται κανείς στο έδαφος όταν δεν ακολουθεί τη βαρύτητα;

-veldaerya

Wednesday 23 May 2018

Πορεία

Καθισμένος λοιπόν στις όχθες του ποταμού, κοιτούσε τις πληγές στα πόδια του. Είχε μερικές μελανιές, αλλά κυρίως τα καλάμια του ήταν γεμάτα γρατζουνιές, άλλες ελαφρές σαν κάποιο κλαδί τον χάιδευψε αυταρχικά, και άλλες βαθύτερες, όταν εξαντλούσε την υπομονή των φυτών. Και τα γόνατά του είχαν πληγές; αυτές θυμόταν πως είχαν γίνει, μια-μια. Θυμόταν δυο-τρία γερά πεσίματα που είχε ρίξει και είχε προσγειωθεί με το βάρος στα γόνατα. Πάντα έβρισκε μεγάλη ομορφιά στα σημάδια που έμεναν στο σώμα από την έντονη επαφή με τη ζωή ( πολύ ρομαντικό; τι να κάνουμε, έτσι έβλεπε μερικά πράγματα τούτου του κόσμου ).

Όμως κάτι του καθόταν παράξενα τώρα που εξέταζε το κορμί του. Είχε στ' αλήθεια εκθέσει τον εαυτό του στα στοιχεία της ζωής και της φύσης, μα τα χέρια του είχαν εμφανώς λιγότερες πληγές. Άρχισε να ψιλαφίζει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, και βρήκε μάλλον ένα αγκαθάκι στο άκρο του παράμεσου, το πίεσε καταλάθος και τον έτσουξε. 

Αυτή η ξαφνική αίσθηση του έφερε απρόσμενες μνήμες. Μήνες πριν, καθόταν σε ένα καφενείο σε μια μικρή πόλη της Αμερικής, έξω στο πλακόστρωτο. Είχε μόλις αρχίσει να ψιχαλίζει, κι εκείνος χάζευε μια γυναίκα που καθόταν σ' ένα παγκάκι απέναντι. Κρατούσε στο ένα χέρι μια βελόνα με κλωστή και προσπαθούσε, όχι πολύ επιτυχημένα αλλά με μεγάλη προσήλωση, να ράψει μια κυπαρισσί ζακέτα που είχε σκιστεί σε ένα σημείο. 
Κάποια στιγμή, μέσα στην προσπάθειά της, έβαλε παραπάνω δύναμη και η βελόνα καρφώθηκε στον μέσο της. Η γυναίκα έφερε το δάχτυλό της στο στόμα και το πιπίλισε. 

Εντάξει, η αλήθεια είναι πως δεν το είχε όντως πιπιλίσει, απλά είχε ρουφήξει το αίμα. Αλλά στο μυαλό του εκείνη της η κίνηση συνδύασε ένα παιδικό συνήθειο με μια ώριμη αμεσότητα αντιμετώπισης της κατάστασης. Του είχε εμπνεύσει μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά, ο τρόπος με τον οποίο τόσο γρήγορα αντέδρασε κ περιέθαλψε τον εαυτό της, χρησιμοποιώντας χωρίς καμία αναστολή εκείνο το παιδικό συνήθειο.

Θέλησε για μια παρορμητική στιγμή να κατευθυνθεί προς εκείνη τη γυναίκα και να ζητήσει τη συμβουλή της, να πέσει στα γόνατά της και να δεχτεί την αυστηρή φροντίδα της, όπως μονάχα μια γυναίκα που έχει μάθει να πειθαρχεί τις σκέψεις της και να κινείται παράλληλα με τα συναισθήματά της μπορεί να προσφέρει.

Εκείνη η ανάμνηση φάνταζε αιώνες μακρινή τώρα, που βρισκόταν μόνος σ' έναν τόπο σιωπηλό και άγριο. Σαν μιαν άλλης ζωής εμπειρίες, μιας ζωής όπου είχε το περιθώριο να κάνει λάθη και να μην τα πληρώσει ακριβά. Η φύση όμως δεν αφήνει τόσο χώρο; είναι άμεση στις απαντήσεις της.

Με το τσούξιμο λοιπόν στο δάχτυλο, σηκώθηκε ίσιος και ορθωτός και κοίταξε ψηλά τον ουρανό. Ήταν σούρουπο και ο ουρανός ψηλά είχε ήδη σκοτεινιασει. Μπροστά του όμως, στην απέναντι όχθη του ποταμού, προς εκείνη τη μεριά που είχε σκοπό να κατευθυνθεί, άκουγες ακόμη τα χαζογελάκια του ήλιου. Όσο πλησίαζες τον ορίζοντα, τόσο το μπλε έδινε τη θέση του στο πράσινο. Έχετε δει ποτέ το πράσινο τ' ουρανού; Λες και βγαίνει τις ώρες μονάχα που κάτι μεγάλο μέλλεται να αλλάξει, τις στιγμές που κάτι πεθαίνει και η κραυγή της γέννησής του νέου ηχεί στον κόσμο για πρώτη φορά. Χρώμα άπιαστο, δεν μπορείς να το συλλάβεις και κρατάει για πνοές ανθρώπινες λιγοστές.

Αντικρίζοντας το σπάνιο εκείνο χρώμα, οι αρτηρίες του γέμισαν με τη σιγουριά που σου δίνει η πίστη στη ζωή. Θυμήθηκε πως δεν ήταν μόνος. Δεν τον έμελλε πια αν δεν ήταν τώρα εκείνος ο άντρας που είχε την άνεση να κάνει σκέψεις για τις κρυμμένες επιθυμίες του για μητρική φροντίδα. Όχι, οι επιθυμίες αυτές δεν χάνονται ποτέ απ' τους ανθρώπους. Αλλά δεν σκεφτόταν αυτό τώρα. Γιατί η πράσινη απόχρωση ήταν για τώρα η μητέρα του. 

Η καρδιά του είχε φουσκώσει σαν μπαλόνι και κάθε χτύπος της τράνταζε όλο του το κορμί και μαζί και τη Γη που τον στήριζε. Με κάθε τράνταχμα, τα μάτια του φόρτωναν όλο και περισσότερα δάκρυα. Όταν πια ξεχείλισε το πρώτο, πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε στον Ποταμό. Τα νερά του πάγωσαν τα πάντα. Τα άκρα του πονούσαν απίστευτα, η καρδιά του έπαιζε τζαζ, τα δάκρυα παρόλα αυτά κυλούσαν συγχρονισμένα με τη ροή των νερών, αν και στο πρόσωπό του παρέμενε η ίδια αποφασισμένη έκφραση.

Ο ποταμός δεν ήταν πλατύς, και τα νερά, αν και είχαν ταχύτητα, δεν τον καθυστέρησαν ιδιαίτερα, απλά τον παρέσυραν πέντε - έξι μέτρα πιο δεξιά. Ο πυθμένας όμως ήταν καλυμμένος με μια λασπωμένη άμμο, και τα γυμνά του πέλματα φοβόντουσαν για το τι είδους ζωή μπορεί να συναντούσαν.

Παρόλα αυτά, εφτά λεπτά αργότερα βρισκόταν στην απεναντινή πλευρά και στράγγιζε τα ρούχα του. Η υγρασία και η περασμένη ώρα βέβαια δεν θα τον άφηναν να ξαναζεσταθεί απόψε. Ο χείμμαρος των δακρύων του είχε σταματήσει, και οι τελευταίες στάλες χάιδευαν τα μάγουλά του. Με τα μπλαβισμένα του χέρια, τα σκούπισε απαλά. Το δέρμα των χεριών του ήταν τρυφερό σαν μελωμένο κρέας. Του ήθραν στο νου τα ροδάκινα που έτρωγε μικρός στα μέσα του καλοκαιριού, αφού πρώτα τα έπαιζε σαν μπαλάκια στα χέρια του μέχρι να κάνουν σημάδια, σαν μελανιές.
Και λες και για μια στιγμή, πως φάνηκε ευγνώμων που τα χέρια του ήταν έτσι μαλακά, και μπόρεσαν να δώσουν ένα γλυκό τέλος στο κλάμα του. Η στιγμή εκείνη όμως πέρασε και, γυρνώντας απότομα προς την κατεύθυνση που θα προχωρούσε, πίεσε με δύναμη το αγκάθι στο δάχτυλό του.

Lyra

Sunday 6 May 2018

μαγκιά, κλανιά, και κώλος φινιστρίνι

 Κυριακή. Κοντή γιορτή, όχι. Κυριακή σκέτη. Κυριακή έξι του Μάη, και στους δρόμους επικρατεί σιγή, μιας και στον ουρανό επικρατεί συννεφιά. Ενώ κανονικά, καταλαβαίνετε, μία αριθμητική πράξη είναι, Κυριακή (Κ) συν Μάης (Μ) συν Άνοιξη (Α) ίσον Εκδρομούλα (Ε)*. Με τ' αμάξι. Στην εξοχή. Ο κόσμος λοιπόν σήμερα δεν ξεχύθηκε ούτε στις παραλίες, ούτε στα δασάκια, ούτε στα χωριά. Άρα, και η βενζίνη παρέμεινε συσσωρευμένη στα γεμάτες δεξαμενές των βενζινάδικων. Και η εργαζόμενη στο πρατήριο -εγώ- παρέμεινε στην λευκή πλαστική καρέκλα της επί ώρες, με την υγρασία να έχει για τα καλά εισχωρήσει στο κοκκαλάκι της, και την φόρμα της δουλειάς να κολλάει απάνω της σαν δεύτερο δέρμα. Λόγω υγρασίας. 
  Το βενζινάδικο που δουλεύω είναι ένα απ' αυτά τα μεγάλα, πάνω στις εθνικές οδούς, αρκετά μακριά από την πόλη και αρκετά κοντά στην επαρχία ώστε από απλό πρατήριο να εξελιχθεί σε βενζινάδικο-πληντύριο-βουλκανιζατέρ-σούπερ μάρκετ-καφετέρια-αποχωρητήριον-σαντουιτσάδικο-κρεπερί ταυτόχρονα. Οπότε φαντάζεστε ότι είμαστε πολλοί. Εμείς οι εργαζόμενοι με τα κόκκινα καπελάκια μας που γράφουν πάνω Shell. Και τις φόρμες εργασίας για δεύτερο δέρμα. Κι αυτό το πράμα ε, χειμώνα-καλοκαίρι την ίδια μαλακία. Μακρύ παντελόνι, μακό μπλουζάκι πιο χοντρό κι από γούνα εσκιμώου (ευτυχώς κοντομάνικο), καπελάκι κόκκινο, κι άγιος ο θεός. Και ξεχωρίζουμε μεταξύ μας απ' τα χρώματα. Οι βενζινάδες κόκκινα, οι του πληντυρίου μαύρα, οι καφετζήδες λαχανί, και πάει λέγοντας. Αλλά το καπελάκι, καπελάκι. Εκτός τους καφετζήδες που αντί για Shell το καπέλο τους φέρει επιγραφή Snack Coffee Bar Η ΩΡΑΙΑ ΟΔΟΣ. Ω, ναι.
  Κάθομαι εγώ λοιπόν πάνω στην πλαστική μου την καρέκλα, την λευκή, και έχω την απόλυτη ησυχία μου για ένα σαρανταπεντάλεπτο τουλάχιστον. Αμάξια περνάνε, αλλά δεν σταματάνε ούτε για αέρα κοπανιστό (στα λάστιχα), που λέει ο λόγος. Είμαι μόνη μου στο πόστο μου, το βουλκανιζατέρ είναι κλειστό σήμερα, στο σούπερ μάρκετ δουλεύει ο Μήτσος ο ανιψιός του αφεντικού -που δεν είναι ότι δεν τον συμπαθεί κανένας, αλλά δεν τον συμπαθεί κανένας- που κουβαλάει το πισί του κάθε πρωί για να λιώνει στις σειρές, και στο Snack Coffee Bar Η ΩΡΑΙΑ ΟΔΟΣ βαριέται το γνωστό τιμάκι τριών εργαζομένων (βλ. παρακάτω). Όλοι τους απασχολούνται με πράγματα αντίστοιχου τύπου με εμένα, όπως οι βρωμίτσες στα νύχια ή το πόσο φανταστικό είναι που -23 τουλάχιστον χρόνια μετά- δεν μπορούμε να φτάσουμε να γλύψουμε τον ίδιο μας τον αγκώνα (λες και δεν το ξέραμε). Βέβαια, ντάξει. Δεν θέλω να γκρινιάζω επειδή βαριέμαι, έτσι; Μακάρι να 'τανε κάθε μέρα έτσι. Κανονικά, θέλω να πω, είναι και σεζόν τώρα, κανονικά τρελαινόμαστε 'δω πέρα. Τέλος πάντων. Αφού λοιπόν έχει περάσει ένα γιγάντιο κύμα αντικοινωνικότητας από πάνω μου και με 'χει ξεβράσει κάπου ανοιχτά του Βαριέμοβιλ, αποφασίζω να πάω να κάτσω στο σνακ μπαρ μαζί με τα παιδιά. Κι όταν λέμε τα παιδιά, εννοούμε: την Λίζα την καφετζού, μια 25χρονη επαρχιώτισσα που -όπως κι εγώ- δουλεύει θερινή σεζόν, τον Άκη τον ταμία, ο τριαντάρης που γι' αλλού πήγαινε κι αλλού κατέληξε (όπως όλοι, μάλλον) και την Μιράντα την μπισκότα, η -γύρω στα 27- κοπέλα για όλες τις δουλειές (λίγο-πολύ). Εντάξει, διασκεδαστικό τιμ.

  "Είναι οι ξεχασμένες πατρίδες" μου λέει ο Άκης, με το που πατάω το πόδι μου στην περιοχή τους. "Αλησμόνητες" απαντάω εγώ στο σταυρόλεξο του Άκη. "Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό είναι" προσθέτω, για να υποσχεθώ την εγκυρότητα του λόγου μου. Ο Άκης μετράει τις λέξεις. "Ταιριάζει" μου επιβεβαιώνει. "Όσα ξέρει ο Κωσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς" μουρμουρίζει μετά, με μία ανεπαίσθητη κίνηση των φρυδιών προς τα πάνω. Α, ναι. Ο Άκης είναι αυτός ο τύπος. Που λέει συνέχεια παροιμίες, οι οποίες μπορεί να μην σημαίνουν μεν τίποτα, αλλά δεν πειράζει, γιατί ο ρόλος τους δεν ήταν εξ' αρχής αυτός, αλλά να γεμίσουν την βαριά σιωπή. "Ποιος Κωσταντής;" ρωτάω εγώ, με την ξαφνική περιπαιχτική μου διάθεση. "Ο Πιστιόλης" μας ενημερώνει η Μιράντα, που όπως και να το κάνουμε είναι αριστερή και ψαγμένη, και το δηλώνει ανεπιφύλακτα. "Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε" δηλώνω κι εγώ με την σειρά μου, έτσι, να 'χαμε να λέγαμε. "Λοιπόν, ένα γκαφέ;"
  Ώσπερ και εγένετο. Αλλά, μέχρι να ετοιμαστεί ο φρέντος ο καπουτσίνος μου, να σου το. Το αμάξι. Ο πελάτης. Αυτός ο τολμηρός. Ο θαρραλεος. Ο ένας. Ο κανένας. Ο αυχένας. Ενοικιαζόμενο, λευκό, μάλλον απ' τα πιο φθηνά του είδους του, μέσα 5 φοιτηταί σε έξαλλη κατάσταση. Πέντε φοιτηταί, πέντε ζευγάρια γυαλιά ηλίου φορεμένα παρ' ότι δεν έχει ακριβώς ήλιο (σαρανταπέντε Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση, μας λέει ο Άκης), τέσσερα χέρια κρεμασμένα από τα παράθυρα, πέντε χαζοχαρούμενα χαμόγελα σε τιμή ευκαιρίας, και εκκωφαντικαί μουσικαί εκ του ηχητικού συστήματος. Αχ, η γριά όταν χαιρότανε, τα νιάτα της θυμότανε. Που θα 'λεγε κι ο Άκης. Στρίβει το αμάξι στον παράδρομο, το πλησιάζω κι εγώ όσο πιο ανέκφραστα γίνεται, καλημέρα, καλησπέρα. Όλα υποκειμενικά σ' αυτήν την ζωή. Τριάντα ευρώ παρακαλώ, δεν έχω φίλε μου. Γέλιο από όλο μου το κοινό. Απίστευτο πώς μπορείς να εντυπωσιάσεις τη νεολαία. Τσουκ τσουκ η βενζίνη, ντλιν ντλιν τα φράγκα, ζιπ ζιπ η απόδειξη, καλό ταξίδι, καλή συνέχεια. Συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, εκκίνηση. Όπα. Φρένο. Από το αμαξίδιο ακούγεται μία πνιχτή κραυγή για καφέ. Κρυφακούω, εντάξει, εννοείται. Γενικά, έτσι, για την παρένθεση, εδώ πέρα, στο βενζινάδικο, βλέπεις τα πάντα. Κι άμα θες, καταλαβαίνεις και τα πάντα. Σχεδόν. Δηλαδή, μεγάλα αμάξια για μικρές οικογένειες και μικρά αμάξια για μεγάλες, ακριβά αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια και ολοσκόνιστα αγροτικά μ' έναν γέρο και δύο κατσίκες, πιτσιρικάδες που κλέψανε το αμάξι του πατέρα τους για να κατέβουνε στην πόλη αργά τη νύχτα, όλα από 'δω περνάνε. Δεν έχουν άλλη επιλογή. Οπότε, έχει την πλάκα του να τους παρακολουθείς να υπάρχουνε, έτσι; Έτσι. Λοιπόν, τι έλεγα. Για τας φοιτητάς. Τσακώνονται για το ποιος θα πάει. Να πάμε όλοι, προτείνει ο ειρηνιστής (προφανώς αυτός που κάθεται στη μέση). Να πας εσύ, του αντιπροτείνει η βασίλισσα της Αγγλίας/πρίγκιπας Κάρολος(προφανώς αυτός που κάθεται μπροστά). Να ρίξουμε κλήρο, ρίχνει πρόταση κάποιος που δεν ακούει κανένας (προφανώς αυτός που έκατσε στην πλευρά με το παράθυρο με την λιγότερη θέα). Λοιπόν, τι καφέδες θέλετε; παίρνει την πρωτοβουλία ο οδηγός, που βαρέθηκε να τους ακούει. 
  Ο οδηγός κατέβηκε, πήγε στην καφετέρια, και εν τέλει κατέβηκαν όλοι, γιατί θα περίμεναν ώρα για τους καφέδες και ήθελαν να ξεμουδιάσουν. 
  Ξαναγυρνάω κι εγώ στο καφέ. Σημαντικότερα: ξαναγυρνάω στον φρέντο καπουτσίνο μου. Παρατηρώ. Τα γνωστά. Η Μιράντα καμάκι, η Λίζα καλαμάκι (καφέδες, και καλά, το πιάσατε) και ο Άκης σταυρόλεξο. Αι φοιτηταί (και αι φοιτήτριαι τελικά, δεν είχα δει καλά) πάνε με τη σειρά, ένας ένας, στο ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟΝ. "Μαζί με τον βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα" είπε επιτέλους κάτι εύστοχο ο Άκης.

  Αυτά. Καφέδες, οκέι, και κάνα σάντουιτς -νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, ευχαριστούμε Άκη- σακούλα θέλετε, όχι, ευχαριστούμε, καλό ταξίδι, καλή συνέχεια. Επιβίβαση, συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, κι έφυγον εκ του παραδρόμου και εισχώρησον εις την εθνικήν οδό.
  Μετά, σιωπή.


  Τρεις η ώρα. Έχω γυρίσει στην αγαπητή μου πλαστική καρέκλα. Δεν θέλω να μιλάμε απ' το facebook το βράδυ, θέλω να κάνουμ' έρωτα μωρό μου στο σκοτάδι, σκέφτομαι για κάποιο λόγο. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και ένα. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και δύο. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και τρία. Στις τέσσερις σχολάω. 
  Είκοσι αμάξια έχω εξυπηρετήσει όλα κι όλα. Δεκαεννιά επαρχιώτικα, γνωστά, και ένα το ενοικιαζόμενο με το φοιτηταριάτο. Πανηγύρι είναι σήμερα η φάση. 
  Όπα. Τι είναι αυτό που μπαίνει μάνα μου. Τι χλιδή είναι αυτή. Τι στυλ. Τι γυαλιστερό χρώμα. Τι φιμέ τζάμι. Τι εξάτμιση. Τι λάστιχα. Τι ανάρτηση. Ω, ναι. Ένα απ' αυτά τα σπάνια. Τα τζιπ. Τα μεγάλα. Τα τιτάνια. Τα πλούσια. Δεν υπερβάλλω, έτσι, θα δείτε. Δεν μιλάω για ένα απλό τζιπ ενός κλασικού αστού. Μιλάω για κάτι καλύτερο, κάτι μεγαλειώδες. Πλησιάζω. Καλησπέρα, καλησπέρα. Το φιμέ τζάμι κατεβαίνει ως τη μέση. Κοιτάζω. Άδειο κατά τ' άλλα. Μόνο η οδηγός -μια ξανθιά σαραντάρα- και τα τσιγάρα της. Και η καπνίλα. Να το γεμίσουμε, μου λέει. Βεβαίως.  Κατεβαίνει. Πωπω, μάνα μου, ένα ψώνιο. Γυαλί ηλίου που την κάνει μύγα, μαλλί ξανθό βαμμένο σε Ρώσικες αποχρώσεις, δώδεκα πόντοι τακούνι, κι άλλοι δώδεκα πόντοι μέικ απ. Και κάτι νύχια, μαλάκα μου, δολοφονικά όπλα. Ένα τσακ σου κάνει με το νύχι και σου κόβει το λαιμό. Βάζεις και στοίχημα ότι ολόκληρη η εξωτερική της εμφάνιση (μαλλιά-ρούχα-εσώρουχα-νύχια-παπούτσια-τσάντα) κοστίζουν συνολικά περίπου όσο δέκα μηνιάτικα δικά σου. Να μην μιλήσουμε για το αμάξι, που κοστίζει μάλλον περισσότερο από όλα τα μεροκάματα που έβγαλες στην μέχρι τώρα ζωή σου, συν το ένα σου νεφρό. Στέκεται μπροστά μου, την κοιτάζω, με κοιτάζει. Δεν βγάζει τα μυγογυαλιά της. Τα χείλη της είναι συμπιεσμένα σε μία γραμμή πιο ευθεία και από.. ξέρω 'γω, κάτι πολύ ευθύγραμμο. "Το καφέ;" με ρωτάει. Σαν να 'μαι δουλικό ένα πράμα. Αναρωτιέμαι αν το δηλητήριο που βγαίνει από το στόμα της είναι συλλεκτικό. Να πα' να πάρω καμιά φιάλη να το μαζέψω, ρε αδερφέ. Καλά, και τι ρωτάει κιόλας. Λες και δεν βλέπεις. Της δείχνω προς την ΩΡΑΙΑ ΟΔΟ χωρίς να μιλήσω. "Τι χαρμάνι έχει;" με ρωτάει μετά. Α, καλά. Καταπίνω μερικά λογοπαίγνια, και της λέω, με φωνή Google translate: "Εξαιρετική προσωπική επιλογή της διευθύνσεως, το χαρμάνι μας έρχεται κατευθείαν από τα δενδρίλια της Κούβας". Ορίστε, ολόκληρη παράσταση. Δεν με ευχαριστεί. Φεύγει. Τέλεια. Στο διάολο. Το μπιτόνι της σχεδόν άδειο, θα κάνει να γεμίσει, ου. Καλά, τι ρωτάς τι χαρμάνι έχει μωρή. Στο καφέ στην άκρη του κόσμου. Τι ζωή θα κάνει δηλαδή αυτή ρε φίλε. Δηλαδή.. Τι θα τα κάνει όλα αυτά τα λεφτά. Ρούχα; Τσάντες σανέλ; Μονοήμερα ταξίδια στο Παρίσι; Και πού σκατά πάει από 'δω; Στην κωλοεπαρχία; Σε καμιά βίλλα; Μόνη της; Μπορεί. Καλά. Έχει αφήσει και τα κλειδιά στη μηχανή. Θα μπορούσα να το κλέψω. Το αμάξι. Έτσι απλά, να φύγω, να την αφήσω 'δω πέρα, πλάκα θα 'χε. Να μην έχει πώς να φύγει. Και να πάθει υστερία και ν' αρχίσει να φωνάζει κι έτσι όπως φωνάζει ν' αρχίσει να τρέμει και τελικά να ραγίσει σε χίλια κομματάκια και να σπάσει, γιατί είναι γυάλινη, αυτό είναι, και από μέσα της να βγει ένα ογκώδες τέρας με σώμα σαν, πώς να το πω, σαν μύξα, το σώμα της είναι από μύξα, το πραγματικό της σώμα, δεν έχει πόδια χέρια τίποτα, μόνο ένα σώμα είναι, και πάνω πάνω δύο μάτια και ένα στόμα, χωρίς λαιμό, που σέρνεται και αφήνει πίσω του μύξες, και μπορεί και λέει μόνο ΓΚΟΥΑΑΑΑΑ και τέτοια. 
  Μπορεί να σας φαίνεται λίγο υπερβολικό το μίσος μου, αλλά χέστηκα. Εσείς δεν ήσασταν εκεί, δεν την είδατε. Δεν ξέρετε. Δεν την μισώ απλά επειδή έχει λεφτά. Τη μισώ κυρίως γιατί νομίζει ότι επειδή έχει λεφτά, είναι κάτι. Κάποια. Ότι μπορεί να μου μιλάει μ' αυτή τη μούρη. Επειδή εγώ, σε αντίθεση μ' αυτήν, φοράω αυτήν την κωλοφόρμα που κολλάει πάνω μου. Είπαμε, σαν δεύτερο δέρμα. Και άμα σε αφήσω εγώ χωρίς τα λεφτά σου, εδώ, στο κωλοβενζινάδικο στην άκρη του κόσμου, χωρίς τίποτα, μόνο με τις δωδεκάποντες τις γόβες της και το δωδεκάποντο μέικ απ της, θα σου πω εγώ, μωρή. Αμέ.
  Φωνές ακούγονται από το καφέ. Κοιτάζω. Είναι η ξανθιά η μαλακισμένη. Και φωνάζει. Γιατί; Α, έχει λερωθεί. Α, η Λίζα της έχυσε πάνω της τον καφέ. Ω, ρε πούστη μου. Και ξέρεις ποια είμαι 'γω και δεν ντρέπεσαι και θα απολυθείς μετά από αυτό. Καλά, πάμε καλά; Φωνές. Όλο φωνές. Πού είναι ο προϊστάμενος και τα ρέστα. Και μες στις φωνές ο Άκης που δηλώνει "Καλά, κι εσύ, δεν σου 'χουνε πει να μην πατάς το φίδι στην ουρά;" και τέτοια. Γέμισε και το ντεπόζιτο. Η Λίζα κλαίει, τι φάση. Η Ξανθιά Μαλακισμένη έρχεται στο αμάξι. Κάνω την αδιάφορη. Δεν μου μιλάει. Ανοίγει το πορτ μπαγκάζ -δύο βαλίτσες με διακριτική επιγραφή CHANEL- βγάζει μια αλλαξιά, αφήνει το πορτοφόλι της και πηγαίνει στην τουαλέτα. Τι είπα; Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. 
  Λοιπόν. 
   Το έκανα πολύ φυσιολογικά. 


  Σαν να ήταν, ξέρω 'γω, το αμάξι μου. 
  Μπήκα μέσα, έκατσα στην θέση του οδηγού. Πωπω, τρομερή αίσθηση. Λες κι είναι ο κώλος μου βασιλικός. Έστρωσα το κάθισμα στα μέτρα μου, σαν να είχα όλο το χρόνο μπροστά μου. Συμπλέκτης πατημένος, νεκρό. Έβαλα μπροστά. Πρώτη. Γκάζι. Αφήνεις συμπλέκτη. Γκάζι. Κι άλλο γκάζι. Και άντε. Και γεια σας.
  Λωρίδα επιταχύνσεως. Συμπλέκτης-δευτέρα. Συμπλέκτης-τρίτη. Τετάρτη. Πέμπτη. Παρασκευές και Σάββατα κλειστά. Μαλάκα μου. Έχει και έκτη ταχύτητα. Οκέι, έκτη. Ωραία. Οκέι. Αυτό είναι το αμάξι μου. Είναι μία απόλυτα φυσιολογική μέρα. Που πάω. Κάπου. Με το αμάξι μου. Μαλάκα τι έκανα. Έχω παγώσει. Λοιπόν. Ενθουσιασμός; Όχι. Για τρία δευτερόλεπτα. Σοκ; Ναι. Για πολλή ώρα. Πάγος. Παγωμάρα. Ντεντ. Μπλου σκριν. Κυριακή έξι Μαίου και πάω κάπου με το πανάκριβο αμάξι μου. Απόλυτα φυσιολογικό. Απλά οδηγάω. Κρίση πανικού; Όχι, όχι κρίση πανικού, όχι πανικός, τώρα θέλουμε λογική, ψυχραιμία, θέλουμε σχέδιο. Μαλάκα μου, έκλεψα ένα αμάξι. Ένα πανάκριβο αμάξι. Φάτσα κάρτα. Αυθόρμητα. Χωρίς κανένα σχέδιο. Ξέρουν ότι το έκανα εγώ. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Υπάρχει; Ξέρω 'γω; Να το παρατήσω κάπου και να αρχίσω να τρέχω. Μέχρι πού; Να πάρω τα λεφτά της και να ξοριστώ στην Βενεζουέλα. Έλα, σταμάτα, σοβαρέψου. Μαλάκα, δεν γίνεται, δεν υπάρχει τρόπος. Οκέι, απλά θα συνεχίσω να οδηγάω. Ξέρω 'γω. Σε φάση. Άλλωστε. 
  Ω, μαλάκα μου, τι έκανα. 

  ..Και άλλες τέτοιες συνομιλίες με τον εαυτό μου, που αν κάτσω να τις γράψω όλες, θα βαρεθείτε να διαβάζετε και θα φύγετε. Και είναι κρίμα γιατί έχει αστείο τέλος. Προοικονομία, ε; Λοιπόν. Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι. Οδηγάω εδώ και μισή ώρα μόνο. Κι αν κελαηδεί η οχιά, δεν είναι καρδερίνα. Λέω παροιμίες, κατεβατές, σαν προσευχή ένα πράμα, για να μην σκέφτομαι. Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα. Λοιπόν. Πάμε και βλέπουμε. Αυτό είναι το σχέδιο. Αυτό αποφάσισα. Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψομενε. Εν τω μεταξύ, σκέφτομαι τώρα, τη σκέφτομαι δηλαδή, τη μαλακισμένη, να κάθεται μες στην τσίτα στο βενζινάδικο, ούτε τον καφέ της δεν έχει να πληρώσει. Ούτε τον καφέ της. Μπορεί να την κρατήσουνε να καθαρίζει την τουαλέτα για σήμερα, να ξεπληρώσει τον καφέ της. Γελάω. Η μαλακισμένη. Ελπίζω να νιώθει αβοήθητη. Ελπίζω να νιώθει σκατά, σκατά, σκατά. Ελπίζω να νιώθει ανασφαλής. Σαν κατσαρίδα κάτω από σαγιονάρα. Έτσι να νιώθει. 
  Δεν θέλω να σταματήσω να οδηγάω ποτέ. Πραγματικά. Θέλω να μου μείνει βενζίνη για πάντα. Για πάντα. Και να μην τελειώσει αυτός ο αυτοκινητόδρομος ποτέ. Να χέζομαι πάνω μου, να κατουριέμαι πάνω μου, και να τρώω τα σκατά μου για να επιβιώνω, χέστηκα, αρκεί να μην κουνήσω απ' την θέση μου, να μην σταματήσω να οδηγάω, και ας μην κοιμάμαι ποτέ, να μην ξανακοιμηθώ. Την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, γεια σου ρε Άκη, όπου και να 'σαι. Στο βενζινάδικο δηλαδή. Έχετε πάρει ήδη τους μπάτσους; Μακάρι να 'ξερα. Πάω με 130. Ε, κλέψαμε που κλέψαμε, να μην γιολάρουμε λίγο ακόμα; Δεν με νοιάζει τίποτα, πείτε μου απλά αν ένιωσε αυτή η μαλακισμένη σαν κατσαρίδα. Και θα βάλω και ραδιόφωνο. Και θα νιώσω σαν τις ταινίες. Grand theft auto. Αυτό είμαι. Βόλιουμ όσο πιο δυνατά πάει. Να πα να γαμηθείτε όλοι. Αυτό. Παροιμία πρέπει να το κάνουμε. Που να με πάρει. Τα έχω παίξει τελείως. Τι ανδρεναλίνη είναι αυτή. 
  Και τι σειρήνα. Τι σειρηνάρα είναι αυτή μάνα μου. Πωπω. Σκατά. Σκατά, Μανώλη. Ποιος είναι ο Μανώλης; Κανένας, απλά ακούστηκε σαν παροιμία. Οκέι. Είναι πίσω μου. Οκέι. Έρχονται. Εμ βέβαια. Άμα έχεις φράγκα έχεις και δύναμη. Και οι μπάτσοι σκάνε κατευθείαν. Γιατί σου ανήκουνε κι αυτοί κατά βάθος, που να με πάρει. Λοιπόν. Μπορώ να οδηγάω για πάντα. Μπορώ να πέσω πάνω τους και να πεθάνουμε όλοι. Εντάξει. Όχι. Δεν μπορώ. Δεν με ψήνει να πεθάνω. Με ψήνει απλά να ζήσω αξιοπρεπώς. Δεν ξέρω γιατί την έκανα αυτή τη μαλακία. Και τώρα έχω πίσω μου - σκατά, σκατά, και δίπλα μου, σκατά. Μπάτσους. Και θα με χώσουνε μέσα. Ρε μαλάκες. Έπρεπε να το 'χα σκεφτεί. Σκατά, σκατά, πανικός. Πανικός. Ιδρώτας. Τρέμουλο. Θα πεθάνω μαλάκα. Λοιπόν. Δεν θα πεθάνω, απλά θα φρενάρω. Να. Απλά. Θα φρενάρω. Γιατί ρε μαλάκα. Σκατά. Σκατά. Ωραία. Εδώ. Το πατάω τώρα. 130. 120. 100. 90. 70. Σκατά ρε μαλάκα, σκατά. 50. 40.30. Αλλά να σου πω κάτι, σκατά σε εσάς, σκατά σε όλους, σκατά σ' αυτήν την απελπισία, δεν φταίω εγώ για την κατάστασή μου, δεν με έφερα εγώ σ' αυτά τα σκατά, δηλαδή, μία κίνηση αυθόρμητη, 20, 10, δεν ζήλεψα ακριβώς, απλά φαντάστηκα να φεύγω, ξέρω 'γω, από το βενζινάδικο, δεν ξέρω τι φαντάστηκα, τι θα τους πω, ότι ήταν μαλακισμένη αυτή και ήθελα να την κάνω να νιώσει σαν κατσαριδάκι και δεν σκέφτηκα τι μπορεί να συνέβαινε, και τώρα σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και ήρθανε γύρω μου και πρέπει να βγω από το αμάξι με τα χέρια σηκωμένα και να παραδωθώ και μετά την διαδικασία ούτε που την ξέρω, και στη μάνα μου τι θα πω που εγώ απλά για σεζόν ήρθα στο κωλοβενζινάδικο, για σεζόν για να μαζέψω τα λεφτά να πάω στην κωλοϊδιωτική που της έλεγα μάνα έχω όνειρο να πάω, σκατά, σκατά, κι αυτός ο Σεπτέμβρης που έλεγα ότι θα τον περάσω πια στην Αθήνα, ορίστε, να, εντάξει, βγήκα ρε μαλάκες, φαγωθήκατε, --  


 Ελάτε, ντάξει. Πλάκα κάνω. Είναι δυνατόν να το έκανα αυτό; Τι είμαστε, σε κάνα διήγημα φαντασίας; Απλά, εντάξει, δεν σας κρύβω. Ένα κατοσταρικάκι το πήρα από το πορτοφόλι. Ε, τι; Πέντε είχε μέσα. Πράσινα, έτσι, όχι αστεία. Δεν θα της λείψει κιόλας. Μπορούσα να 'χα πάρει παραπάνω αλλά φοβήθηκα. Έτσι είμαι 'γω. Κοκοκο. Κότα. Αυτή άλλαξε, βγήκε απ' την τουαλέτα, πλήρωσε, έφυγε. Στο διάολο. Και μόλις χάθηκε το αμάξι απ' το οπτικό πεδίο, πήγα εγώ στην καφετέρια όλο χαρά. "Παίδες" τους είπα, γεμάτη στυλ. "Σήμερα το βράδυ το γλεντάμε" κι έβγαλα το κλεμμένο κατοστάρικο από την τσέπη. Ξαφνιάσματα, χαρές και βρισίδια στην ξανθιά μαλακισμένη. Πέφτει η πρόταση να πάμε με το που σχολάσουμε. Σε μισή ώρα δηλαδή. Μέσα; Μέσα. 

  "Κατοστάρι δηλαδή ε;" κάνει ο Άκης. Κατοστάρι, ναι. "Απόψε θα ζήσουμε Άκη μου, σαν να ζούσαμε σαν αυτήνανε κάθε μέρα" του λέω. "Σήμερα, ε;" κάνει πάλι ο Άκης, όλο δυσπιστία. "Ναι ρε Άκη, σήμερα." απαντάω. "Και απ' αύριο;" επιμένει αυτός. "Ε, ρε παιδί μου, τι να σου πω. Απ' αύριο τα ίδια. Εδώ θα 'μαστε" κάνω. 

  "Δηλαδή, σα να λέμε.. Να σε χέσω Γιάννη, να σ' αλείψω με μέλι".

  Και δεν είχε κι άδικο.  


*η γνωστή εξίσωση Κ+Μ+Α=Ε

-ζωή 

Sunday 15 April 2018

το δεντρί

Έχω φυτέψει ένα δεντρί οπού 'ναι οι μοναξιές μου
ένα δεντράκι σκυθρωπό, ρυτιδιασμένο κι άγριο
στα κλαδιά του κρέμονται βαριές παραδομένες οι πληγές μου
κι η ρίζα του παρασιτεί στη νιότη μου και στ' αύριο.

Μια τρύπα έχω παιδική ξωπίσω στον αυχένα

ένα πηγάδι που ο καιρός κρύβει τους θησαυρούς του
οι χαρές μου ξεγλιστρούν μεμιάς και φεύγουν από 'μένα
κι ο διάβολος τους θησαυρούς τους παίρνει όλους δικούς του.

Έν' άλογο έχω πλάι μου, δυο δράκους κι ένα λύκο
τρέφονται απ' τις ανάγκες μου κι ανάγκες πάντα έχω
στ' αυτιά μου κλαίνε ή και γελούν πως ποτέ δεν θα ανήκω
κι αντί να ξέρω ν' αγαπώ, ξέρω μόνο ν'αντέχω.

Ένα δεντρί έχω στο μυαλό με ρίζες στο λαιμό μου
με πνίγουν κάθε που γελώ κι ελέγχουν τις πνοές μου
και σαν κατάρα μ' άνθησαν τα κέρατα του χρόνου
σαν οι πληγές απ' τα κλαδιά αγγίξαν τις πληγές μου.



-veldaerya

Friday 13 April 2018

omoide

Ένας άντρας με στρογγυλά γυαλιά, αμυγδαλωτά καφέ μάτια και λεπτά χείλια, σαν γραμμή, με κοιτούσε διαπεραστικά σήμερα στο λεωφορείο σαν να με ξέρει από πάντα. Σαν να με ξέρει καλύτερα από όσο θα ξέρω εγώ ποτέ τον εαυτό μου. Και σαν να με λυπάται, όπως με λυπόταν η μόνα λίζα την πρώτη φορά που είδα τον πίνακα, στα έξι μου, σε ένα διάδρομο με μαρμάρινο πάτωμα και ανοιχτούς ξεθωριασμένους κίτρινους τοίχους. Εκείνη τη στιγμή, ήταν από τις καθημερινές στιγμές στα λεωφορεία όπου δεν αισθανόμουν και δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα. Μια στιγμή σαν εκείνη ήταν που μια φορά με πέτυχε μια φίλη, η οποία στεκόταν έξω από το λεωφορείο και περίμενε να το δει να ξεκινάει να με πάει σπίτι, και έγραψε για εμένα πως "nowhere to run home to". Είναι φυσικό, ή πλέον έχω συνηθίσει και ο οργανισμός μου θεωρεί φυσικό, σε εκείνες τις στιγμές, η επαφή με τους ξένους να μην σημαίνει τίποτα, η βλεμματική επαφή αυτόματα να γίνεται μια ξεθωριασμένη ανάμνηση που ήδη κάποια δευτερόλεπτα αργότερα θα έχω ξεχάσει. Έτσι και έγινε. Ο λεπτός άντρας, με το οβάλ κρανίο, τα στρογγυλά γυαλιά, τα πλεγμένα δάχτυλα μπροστά από το γόνατό του, καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στ' άλλο σαν υπομονετικός, ψυχρός ψυχίατρος και το ευθές συμπαγές βλέμμα, ξεχάστηκε σύντομα. 

Τώρα, που τα θυμάμαι όλα πολύ καθαρά, μπορεί να είχα ξεχάσει τον άντρα στο λεωφορείο, αλλά όλα είχαν εντυπωθεί στο κεφάλι μου -ή ό,τι και αν είναι αυτό που βιώνει, θυμάται και κατανοεί χωρίς να επεξεργάζεται- σαν ένα πρότυπο, σαν ένα γλωσσικό σύμβολο, σαν κάτι αφηρημένο με υπόσταση του οποίου κομμάτια θα συναντώ ξανά και ξανά. Σαν γλωσσικό σύμβολο. Σαν αρχέτυπος συμβολισμός που θα ζω και θα ντύνω με τις δικές μου εμπειρίες ώστε να του δώσω προσωπικό νόημα.

Δύο εβδομάδες αργότερα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα. Εκείνη την ημέρα πέθανε η μητέρα μου. Ή μήπως ήταν την προηγούμενη; Ήταν ο ψυχίατρος. Μου εξήγησε πως ήταν ο ψυχίατρος της μητέρας μου από λίγο πριν γεννηθώ έως και τα τρία μου χρόνια. Πήγα στο γραφείο του και βρέθηκα στον διάδρομο με τον γνώριμο πίνακα. Έστριψα και απότομα βγήκα έξω, έκανα ένα τσιγάρο περπατώντας μακριά από το γραφείο και ένιωθα τον καπνό βρώμικο να γίνεται συμπαγής και πυκνός στον λαιμό μου. Δεν θυμάμαι τίποτα πέρα από την αίσθηση αυτή. Θυμάμαι να συνειδητοποιώ την αίσθηση και από αυτήν να βγάζω το συμπέρασμα ότι λογικά θα έχω αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που συχνά έχω όταν με κρατώ από το κλάψω, όταν δεν ξέρω γιατί θέλω να κλάψω. Όταν δεν ξέρω αν θέλω να κλάψω. Δεν θυμάμαι τίποτα να νιώθω ή να σκέφτομαι, να βγάζω συμπεράσματα, αποπροσωποίηση. Δεν βίωνα την στιγμή. Μπήκα σε ένα λεωφορείο, έτσι, από συνήθεια ή για να με ηρεμήσει αυτό το κάτι με το οποίο σαν παιδί ένιωθα άβολα αλλά πλέον δεν με κάνει να νιώθω τίποτα. Όχι δεν με κάνει να νιώθω τίποτα. Με κάνει να μην νιώθω τίποτα. Έκανα πολλά reality checks αλλά υπέθεσα ότι μάλλον ονειρεύομαι και είναι από τις στιγμές που το μυαλό μου είναι τόσο θολό και η συνείδηση τόσο πυκνή και τα εξωτερικά ερεθίσματα τόσο ρευστά και εύθραυστα που δεν μπορούσα να γίνω lucid. Πήγα σπίτι και κοιμήθηκα και άφησα τον χρόνο να λύσει το μυστήριο για εμένα. 

Ξύπνησα από το τηλέφωνο να χτυπάει. Ήταν ο ψυχίατρος. Δεν ονειρευόμουν και όλα όσα αφηγήθηκα ήταν η πραγματικότητα εκέινης της μέρας. Σκέφτηκα να του πω να μου πει ό,τι έχει να μου πει σε κάποιο άλλο μέρος, αλλά δεν το έκανα απλά, και πήγα πίσω στο γραφείο. Έμαθα πως η μητέρα μου με εγκατέλειψε σπίτι της μητέρας της και πήγε να αυτοκτονήσει. Η γιαγιά μου την βρήκε και της βρήκε δουλειά, της είπε να με πάρει πίσω, ότι πρέπει να προσπαθήσει. Ο ψυχίατρος είπε πως με έπαιρνε μαζί της στις συνεδρίες τους. Έπεισε την μητέρα μου να μιλήσει στην γιαγιά μου και της είπε να μην με αφήσει να μείνω με την μητέρα μου. Η μητέρα μου θύμωσε και με πήρε μαζί της. Η γιαγιά μου χτυπούσε την πόρτα έξω από το διαμέρισμα που νοίκιαζε, η μητέρα μου την έδιωξε. Η γιαγιά μου έκατσε απ' έξω αφήνοντας την μητέρα μου να νομίζει πως έφυγε. 
Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, η μητέρα μου βάδιζε πάνω κάτω στο σπίτι μιλώντας στον εαυτό της και καπνίζοντας. Το θυμάμαι και εγώ αυτό. Αν όχι τότε που ήμουν δύο, αργότερα, πάντα το έκανε. Άρχισα να κλαίω και να διαμαρτύρομαι και η μητέρα μου να γελάει και να φωνάζει ''ΣΚΑΣΕ, ΣΚΑΣΕ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ, ΣΚΑΣΕ ΓΑΜΩΤΟ, ΒΟΥΛΩΣΤΟ''. Γελώντας. Δεν το θυμάμαι, ακόμη και με τον ψυχίατρο να μου το περιγράφει, δείχνοντας μου τις σημειώσεις του, μπροστά μου, αλλά μπορώ πολύ καθαρά να φτιάξω την εικόνα στο κεφάλι μου και να την βιώσω σαν να είμαι όλα τα εμπλεκόμενα άτομα. Το μωρό, η τρελή, η γιαγιά, η πόρτα... όλα. 

Φυσικά τώρα που τα θυμάμαι όλα, τα θυμάμαι, ναι. Τώρα που το μυαλό μου καθάρισε βλέπω τι συνέβαινε και πριν από αυτό, και μετά από αυτό. 

Εκείνο το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως ήμουν η μητέρα μου, άκουγα το "θάλασσα μου σκοτεινή'' και προσπαθούσα να νιώσω τους φόβους μου αλλά δεν μπορούσα. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο ότι ξέρω ότι έχω ήδη χάσει, έχω ήδη παραιτηθεί και πεθάνει για να νιώσω κάτι, αλλά δεν ένιωθα τίποτα. Χανόμουν σαν τον καπνό του τσιγάρου μου, μιλούσα στον εαυτό μου και ήταν χειρότερο από το να μιλάω στον τοίχο. Χωρίς καν να το βιώνω, χωρίς να το συνειδητοποιώ, χωρίς να νιώθω, εξαφανιζόμουν, γινόμουν αέρας, έχανα τον εαυτό μου, την ζωή μου, τον δρόμο μου. Κοιτούσα το παιδί στην άλλη άκρη του δωματίου και δεν μπορούσα να αισθανθώ ότι είναι κάτι διαφορετικό από εμένα. Ήξερα ότι κάτι πρέπει να νιώσω, έλεγα ''αφού ξέρω ότι δεν είναι εγώ, γιατί δε το νιώθω;'' και δε το έλεγα καν, απλά αυτό το ελαφρύ, αδιάφορο, ξένο, ενοχλητικό ερωτηματικό υπήρχε και ξεθύμαινε σαν το τσιγάρο μου, κυλούσε σαν το τραγούδι που άκουγα επανειλημένα όλο το βράδυ, κυλούσε σαν τις ώρες της ζωής μου, τόσες ώρες, μια ολόκληρη αιωνιότητα και δεν μπορούσα να θυμηθώ ή να αισθανθώ μία από αυτές. Είχα πεθάνει, και να πέθαινα δεν θα ένιωθα τίποτα. Και να ζούσα δεν θα ένιωθα τίποτα. Έσβηνα, γινόμουν ένα τίποτα, ένα σώμα, ένας οργανισμός με συνήθεια, μπορεί κάτι που έκανα για μήνες, όπως το να κρατάω τα σπασμένα νύχια μου στην σειρά στο κομοδίνο και να τα ψιλαφίζω καθημερινά για ώρες, να μην το παρατηρούσα καν, κάποιος να μου το έλεγε και να το ξεχνούσα δύο δευτερόλεπτα αργότερα. Και το παιδί στην άκρη του δωματίου, μου τα είχε πάρει όλα. Είχε πάρει το πρόσωπο μου, τις εκφράσεις μου, τις αναμνήσεις μου, την ενσυναίσθηση, την συνείδηση, την ζωή μου. Ένιωθα χωρισμένη χωρίς να νιώθω τίποτα. Ήθελα να το σκοτώσω, ήθελα να σκάσει, το κλάμα του μου θύμιζε πως θα πεθάνει και αυτό σαν εμένα, ένιωθα ότι η ύπαρξη του μαρτυρούσε πως θα ξαναπεθάνω χωρίς να ξαναζήσω. Συνεχώς θα πεθαίνω επειδή το γέννησα. Ήθελα να το σκοτώσω και να μην πεθάνω ποτέ ξανά. 

Είδα πως έκλαιγα, διαμαρτυρόμουν, δεν καταλάβαινα, ένιωθα το κεφάλι μου στα πλάγια να πονάει, ένιωθα εξαντλημένη, ήθελα να σταματήσει η μαμά να ακούει αυτό το τραγούδι, να σταματήσει να χάνεται με τον καπνό στον αέρα και να με πνίγει, να με μαυρίζει, να με μπουκώνει, να βρωμάει και να δακρύζω. Φοβάμαι την θάλασσα. Μ' αρέσει να παίζω στην άμμο φορώντας τα μπρατσάκια μου αλλά φοβάμαι τα μαύρα νερά. Και τα μπλε. Τα ψάρια. Το υγρό κρύο. Έκλαιγα γιατί αν ήξερα, αν είχα την δύναμη, αν δεν ήμουν παιδί, θα επέλεγα να κλείσω τα αυτιά μου. Να κλείσω το κασετόφωνο, να σβήσω το τσιγάρο και να κοιμηθώ. Ήμουν το μωρό μου και η μητέρα μου. Χανόμουν από το ένα σώμα, το εγώ και την συνείδηση και γεννιόμουν στο άλλο. 

Είδα πως μεγάλωσα και είδα την ίδια εκείνη μέρα στην οποία ονειρευόμουν, την μέρα με τον ψυχίατρο της μητέρας μου, ή καλύτερα, τη μέρα με τον ψυχίατρο της προηγούμενης ζωής μου. Μεγάλωσα και άλλο και γέννησα ένα παιδί. Είδα πως το κρατούσα και το χάζευα και πως γέλασε για πρώτη φορά. Την στιγμή που για πρώτη φορά γέλασε, άρχισα να πεθαίνω. Άρχισα να τα θυμάμαι όλα, ένα ένα, αλλά δεν άφηνα τίποτα να φανεί, τίποτα να χαλάσει το πρόσωπο που κοιτούσε ο εαυτός-παιδί μου. Συνέχισα να το χαζεύω ενώ οι αναμνήσεις όλων των προηγούμενων ζωών μου ερχόντουσαν μία μία όλες μαζί στο κεφάλι μου, ή ό,τι είναι αυτό το οποίο βιώνει, θυμάται και κατανοεί χωρίς να επεξεργάζεται. Και μία μία όλες μαζί τις ξεχνούσα. Και μία μία όλες μαζί τις ζούσε το μωρό που κρατούσα στην αγκαλιά μου. Το χάζευα ενώ γελούσε και προσπαθούσα να συγκρατήσω τα κομμάτια μου ενώ ένιωθα επιτέλους να καταλαβαίνω και να θυμάμαι όλα όσα παλεύω μια ζωή να καταλάβω και θα να θυμηθώ. Επιτέλους καταλαβαίνω την φύση μου, μια φύση που όλη μου την ζωή είμαι σίγουρη πως υπάρχει, όλη μου την ζωή ψάχνω και όλη μου την ζωή ζω χωρίς να την γνωρίζω. Η ταυτότητα μου αποκαθίσταται, τα ερωτήματα λύνονται, τα θυμάμαι όλα, και τα ξεχνάω όλα την ίδια στιγμή. Τα κερδίζω και τα χάνω όλα την ίδια στιγμή. Πεθαίνω. Σύντομα θα είμαι απλά ένα σακί από θαμπό, ξερό δέρμα από τον θηλασμό. Κίτρινα νύχια και δόντια από το κάπνισμα. Ξεχειλωμένο στήθος, θολά, ανέκφραστα, γερασμένα μάτια, ανύπαρκτο βλέμμα, ανύπαρκτη ψυχή. Το μωρό στην αγκαλιά μου κερδίζει όλα όσα ψάχνω όλη μου την ζωή μέσα σε μία χρονική στιγμή ενώ εγώ τα χάνω, τα παίρνει από εμένα, και γελάει. Γελάει και χαζεύει και αυτή εμένα να την χαζεύω και να γίνονται ένα με το τίποτα. Νιώθω πως θέλω να το σκοτώσω. Ντρέπομαι μόνο που το λέω. Νιώθω αγάπη, νιώθω στοργή, νιώθω ολοκληρωμένη, νιώθω ότι πεθαίνω, χάνομαι. Αφήνω το μωρό ήρεμα στην κούνια, σηκώνω το μαξιλάρι ώστε να το ξανατοποθετήσω πιο βολικά για το κεφάλι της. Κοιταζόμαστε και ξέρω ότι ξέρει ποια είναι, ποια είμαι, ποια ήμουν, για λίγο ξέρουμε και οι δύο, δεν της κάνω κακό, δεν την μισώ, την αγαπώ, το ξέρω ότι το ξέρει, το ξέρω ότι το εκτιμάει. Χτυπάει τα χέρια και τα πόδια της πάνω κάτω γελώντας πολύ δυνατά, είναι ενθουσιασμένη που είναι ζωντανή, προσπαθεί να σταματήσει να ζαλίζεται, προσπαθεί να επιταχύνει την διαδικασία του να καταλάβει την πραγματικότητα, να αποθηκεύσει ο εγκέφαλος της τα εξωτερικά ερεθίσματα, να μάθει να τα ερμηνεύει ώστε να αποκτήσει τον προσανατολισμό, τον μυικό συχρονισμό, να μπορεί σκόπιμα να κινηθεί, να μιλήσει. Προσπαθεί να με σκοτώσει. Την χάζευα για ένα ακαθόριστο μέσα στο όνειρο χρονικό διάστημα. Μέχρι να μην είμαι τίποτα, να μην ξέρω ότι υπάρχω, ότι σκέφτομαι, ότι στέκομαι και χαζεύω, τι στέκομαι και χαζεύω, δεν θυμάμαι τίποτα. Αφήνω το παιδί στην κούνια και καπνίζω. Δεν σκέφτομαι, δεν νιώθω, δεν θυμάμαι, δεν είμαι. Το μωρό με πυροβολεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Το μουνί μου στάζει αίμα, όπως και το κεφάλι μου. Ξυπνάω.

Ξυπνάω με όλες τις αναμνήσεις μου. Από όλες τις ζωές μου. Έχω όλες τις αναμνήσεις της μητέρας μου, που είχε όλες τις αναμνήσεις της γιαγιάς μου, που είχε όλες τις αναμνήσεις της προ-γιαγιάς μου. Μεγαλώνω τον εαυτό μου μόνο και μόνο για να τον ξαναγεννήσω και πεθαίνω. Ύστερα μεγαλώνω τον εαυτό μου μόνο και μόνο για να τον ξαναγεννήσω και πεθάινω. Απλά σε αυτήν την ζωή...

Σε αυτή τη ζωή η μητέρα μου, εγώ, πεθαίνοντας έγινε το χειρότερο κομμάτι του εαυτού μου. shadow self. Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού που δεν βλέπει ποτέ την ζωή στον πλανήτη γύρω από τον οποίο στρέφεται. Συνεπώς συνέχεται την άλλη πλευρά, την πλευρά που τόσοι και τόσοι ζωντανοί οργανισμοί θαυμάζουν, δημιουργούν μύθους γύρω από αυτήν, την ζωγραφίζουν, μεθάνε στο φως της, την ερμηνεύουν, τραγουδάνε και χορεύουν στο όνομα της. Συνεπώς σιχαίνεται και όλο τον εαυτό της, όλο το πέτρωμα που στρέφεται γύρω από τον πλανήτη, την τροχιά, την απόσταση, την ταχύτητα, όλα όσα την καταδικάζουν να μένει η σκοτεινή πλευρά. Η πλευρά που δεν βλέπει ποτέ στην ζωή. Αλλά ξέρει πως υπάρχει, είναι εθισμένη στην ύπαρξή της, είναι αλαζόνας και σιχαίνεται την ύπαρξη χωρίς να θέλει να την διακόψει. Θέλει να επιβιώσει, καταστρέφοντας κάθε άλλη υπόνοια ζωής πέρα από τον εαυτό της. Θέλει όλα γύρω της να πεθαίνουν αλλά ποτέ να πεθάνουν. Σε αυτήν την ζωή, η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού έχοντας κερδίσει μία μάχη, με έκανε να απωθήσω την φύση μου, να μπερδευτώ, να ξεχάσω πράγματα που ξέρω εδώ και δισεκατομύρια χρόνια και να τα θυμηθώ με τον θάνατο της μητέρας μου, με το τηλεφώνημα του ψυχιάτρου, με το όνειρο της ξένης εκείνης μέρας. 

Τώρα όλα τα θυμάμαι καθαρά, όπως είπα, αλλά σε εκείνη την ζωή μου είχα χάσει τις αναμνήσεις μου. Δεν ήξερα ποια είμαι και γέννησα ένα παιδί που μίσησα. Έγινα η πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και το μόνο που του έδειξα ήταν ο θάνατος. Τι είναι, πώς είναι και που να τον βρει πιο αργά και βασανιστικά. Μεγάλωσα σαν αυτό το παιδί και θυμήθηκα ποια είμαι. Σίγουρα, μία ερώτηση, με έκανε να αναρωτιέμαι ξανά και ξανά αν ζω σε ένα ψέμα, σε έναν μύθο που έφτιαξα για τον εαυτό μου ή αν όντως θυμήθηκα μια αλήθεια που είχα ξεχάσει για μία ζωή. Για λίγο, μια ζωή στην αιωνιότητα... Κάποιος είπε πως είμαι τρελή, πως για να αντιμετωπίσω τον θάνατο έχτισα μια πραγματικότητα και έζησα μέσα σε αυτή, εξού και η ερώτηση, how much of it is real? Αλλά θυμήθηκα ποια είμαι. Ξέρω που πηγαίνω. Τώρα έχω μια ακόμη ζωή να ζήσω. Να γεννήσω ένα παιδί και να μην γίνω για αυτό, αυτό που η μητέρα μου έγινε για εμένα. Να το μάθω πως να θυμάται. Να του δείξω που είναι η ζωή. Ύστερα να πεθάνω, να χαθώ ευτυχισμένη και σιωπηλή.

Selene

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...