Wednesday 23 May 2018

Πορεία

Καθισμένος λοιπόν στις όχθες του ποταμού, κοιτούσε τις πληγές στα πόδια του. Είχε μερικές μελανιές, αλλά κυρίως τα καλάμια του ήταν γεμάτα γρατζουνιές, άλλες ελαφρές σαν κάποιο κλαδί τον χάιδευψε αυταρχικά, και άλλες βαθύτερες, όταν εξαντλούσε την υπομονή των φυτών. Και τα γόνατά του είχαν πληγές; αυτές θυμόταν πως είχαν γίνει, μια-μια. Θυμόταν δυο-τρία γερά πεσίματα που είχε ρίξει και είχε προσγειωθεί με το βάρος στα γόνατα. Πάντα έβρισκε μεγάλη ομορφιά στα σημάδια που έμεναν στο σώμα από την έντονη επαφή με τη ζωή ( πολύ ρομαντικό; τι να κάνουμε, έτσι έβλεπε μερικά πράγματα τούτου του κόσμου ).

Όμως κάτι του καθόταν παράξενα τώρα που εξέταζε το κορμί του. Είχε στ' αλήθεια εκθέσει τον εαυτό του στα στοιχεία της ζωής και της φύσης, μα τα χέρια του είχαν εμφανώς λιγότερες πληγές. Άρχισε να ψιλαφίζει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, και βρήκε μάλλον ένα αγκαθάκι στο άκρο του παράμεσου, το πίεσε καταλάθος και τον έτσουξε. 

Αυτή η ξαφνική αίσθηση του έφερε απρόσμενες μνήμες. Μήνες πριν, καθόταν σε ένα καφενείο σε μια μικρή πόλη της Αμερικής, έξω στο πλακόστρωτο. Είχε μόλις αρχίσει να ψιχαλίζει, κι εκείνος χάζευε μια γυναίκα που καθόταν σ' ένα παγκάκι απέναντι. Κρατούσε στο ένα χέρι μια βελόνα με κλωστή και προσπαθούσε, όχι πολύ επιτυχημένα αλλά με μεγάλη προσήλωση, να ράψει μια κυπαρισσί ζακέτα που είχε σκιστεί σε ένα σημείο. 
Κάποια στιγμή, μέσα στην προσπάθειά της, έβαλε παραπάνω δύναμη και η βελόνα καρφώθηκε στον μέσο της. Η γυναίκα έφερε το δάχτυλό της στο στόμα και το πιπίλισε. 

Εντάξει, η αλήθεια είναι πως δεν το είχε όντως πιπιλίσει, απλά είχε ρουφήξει το αίμα. Αλλά στο μυαλό του εκείνη της η κίνηση συνδύασε ένα παιδικό συνήθειο με μια ώριμη αμεσότητα αντιμετώπισης της κατάστασης. Του είχε εμπνεύσει μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά, ο τρόπος με τον οποίο τόσο γρήγορα αντέδρασε κ περιέθαλψε τον εαυτό της, χρησιμοποιώντας χωρίς καμία αναστολή εκείνο το παιδικό συνήθειο.

Θέλησε για μια παρορμητική στιγμή να κατευθυνθεί προς εκείνη τη γυναίκα και να ζητήσει τη συμβουλή της, να πέσει στα γόνατά της και να δεχτεί την αυστηρή φροντίδα της, όπως μονάχα μια γυναίκα που έχει μάθει να πειθαρχεί τις σκέψεις της και να κινείται παράλληλα με τα συναισθήματά της μπορεί να προσφέρει.

Εκείνη η ανάμνηση φάνταζε αιώνες μακρινή τώρα, που βρισκόταν μόνος σ' έναν τόπο σιωπηλό και άγριο. Σαν μιαν άλλης ζωής εμπειρίες, μιας ζωής όπου είχε το περιθώριο να κάνει λάθη και να μην τα πληρώσει ακριβά. Η φύση όμως δεν αφήνει τόσο χώρο; είναι άμεση στις απαντήσεις της.

Με το τσούξιμο λοιπόν στο δάχτυλο, σηκώθηκε ίσιος και ορθωτός και κοίταξε ψηλά τον ουρανό. Ήταν σούρουπο και ο ουρανός ψηλά είχε ήδη σκοτεινιασει. Μπροστά του όμως, στην απέναντι όχθη του ποταμού, προς εκείνη τη μεριά που είχε σκοπό να κατευθυνθεί, άκουγες ακόμη τα χαζογελάκια του ήλιου. Όσο πλησίαζες τον ορίζοντα, τόσο το μπλε έδινε τη θέση του στο πράσινο. Έχετε δει ποτέ το πράσινο τ' ουρανού; Λες και βγαίνει τις ώρες μονάχα που κάτι μεγάλο μέλλεται να αλλάξει, τις στιγμές που κάτι πεθαίνει και η κραυγή της γέννησής του νέου ηχεί στον κόσμο για πρώτη φορά. Χρώμα άπιαστο, δεν μπορείς να το συλλάβεις και κρατάει για πνοές ανθρώπινες λιγοστές.

Αντικρίζοντας το σπάνιο εκείνο χρώμα, οι αρτηρίες του γέμισαν με τη σιγουριά που σου δίνει η πίστη στη ζωή. Θυμήθηκε πως δεν ήταν μόνος. Δεν τον έμελλε πια αν δεν ήταν τώρα εκείνος ο άντρας που είχε την άνεση να κάνει σκέψεις για τις κρυμμένες επιθυμίες του για μητρική φροντίδα. Όχι, οι επιθυμίες αυτές δεν χάνονται ποτέ απ' τους ανθρώπους. Αλλά δεν σκεφτόταν αυτό τώρα. Γιατί η πράσινη απόχρωση ήταν για τώρα η μητέρα του. 

Η καρδιά του είχε φουσκώσει σαν μπαλόνι και κάθε χτύπος της τράνταζε όλο του το κορμί και μαζί και τη Γη που τον στήριζε. Με κάθε τράνταχμα, τα μάτια του φόρτωναν όλο και περισσότερα δάκρυα. Όταν πια ξεχείλισε το πρώτο, πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε στον Ποταμό. Τα νερά του πάγωσαν τα πάντα. Τα άκρα του πονούσαν απίστευτα, η καρδιά του έπαιζε τζαζ, τα δάκρυα παρόλα αυτά κυλούσαν συγχρονισμένα με τη ροή των νερών, αν και στο πρόσωπό του παρέμενε η ίδια αποφασισμένη έκφραση.

Ο ποταμός δεν ήταν πλατύς, και τα νερά, αν και είχαν ταχύτητα, δεν τον καθυστέρησαν ιδιαίτερα, απλά τον παρέσυραν πέντε - έξι μέτρα πιο δεξιά. Ο πυθμένας όμως ήταν καλυμμένος με μια λασπωμένη άμμο, και τα γυμνά του πέλματα φοβόντουσαν για το τι είδους ζωή μπορεί να συναντούσαν.

Παρόλα αυτά, εφτά λεπτά αργότερα βρισκόταν στην απεναντινή πλευρά και στράγγιζε τα ρούχα του. Η υγρασία και η περασμένη ώρα βέβαια δεν θα τον άφηναν να ξαναζεσταθεί απόψε. Ο χείμμαρος των δακρύων του είχε σταματήσει, και οι τελευταίες στάλες χάιδευαν τα μάγουλά του. Με τα μπλαβισμένα του χέρια, τα σκούπισε απαλά. Το δέρμα των χεριών του ήταν τρυφερό σαν μελωμένο κρέας. Του ήθραν στο νου τα ροδάκινα που έτρωγε μικρός στα μέσα του καλοκαιριού, αφού πρώτα τα έπαιζε σαν μπαλάκια στα χέρια του μέχρι να κάνουν σημάδια, σαν μελανιές.
Και λες και για μια στιγμή, πως φάνηκε ευγνώμων που τα χέρια του ήταν έτσι μαλακά, και μπόρεσαν να δώσουν ένα γλυκό τέλος στο κλάμα του. Η στιγμή εκείνη όμως πέρασε και, γυρνώντας απότομα προς την κατεύθυνση που θα προχωρούσε, πίεσε με δύναμη το αγκάθι στο δάχτυλό του.

Lyra

No comments:

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...