Friday 5 October 2018

υγρασία στην ζάχαρη

   Να, αυτό μου συμβαίνει. Ξαπλώνω τη νύχτα στο κρεβάτι και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δεν μπορώ να με πάρει ο ύπνος. Γι' αυτό το πρωί είμαι σαν να μην υπάρχω. Και λένε να πάρεις σίδηρο και να πάρεις βιταμίνες και το ένα και το άλλο. Καθείς σε ξεπετάει με ό,τι μαλακία του κατεβαίνει στο κεφάλι. Σχεδόν δεν ακούνε άμα λες δεν κοιμάμαι. Ναι, δεν κοιμάμαι. Κλείνω δηλαδή τα μάτια μου, βλέπω εικόνες και τέτοια, δεν ονειρεύομαι όμως, απλά ξέρεις, αυτά τα σενάρια που κάνεις καμιά φορά ασυνείδητα. Ότι κλωτσάει λέει κάποιος στον δρόμο ένα σκυλί και πάω εγώ και τον βρίζω. Και βριζόμαστε και τσακωνόμαστε και πιανόμαστε στα χέρια. Ή πως γίνεται λέει τώρα σεισμός μεγάλος και πέφτει το ταβάνι απάνω μου και ξυπνάω μετά από μισή ώρα ζαλισμένη. Μέσα στα ερείπια και τις σκόνες. Και κάνω να φύγω και είναι το πόδι μου εγκλωβισμένο και δεν μπορώ. Μένω εκεί παγιδευμένη για ώρες χωρίς νερό, χωρίς τίποτα, το κινητό μου από σήμα τίποτα, και με βρίσκουνε τελικά οι πυροσβέστες αλλά έχει λέει μείνει τόσες ώρες το πόδι μου χωρίς να αιματώνεται που θα χει πάθει γάγγραινα και αν μου το απεγκλωβίσουνε θα πάει σ' όλο το σώμα και θα πεθάνω. Οπότε πρέπει να μου το κόψουνε. Αλλά όλα αυτά δεν είναι όνειρα, κατάλαβες; Είναι, πώς το λένε, σαν να ονειροπολώ, αφηρημένη. Απλά το κάνω με τα μάτια κλειστά, αλλά χωρίς να κοιμάμαι, αλήθεια. Είμαι βέβαια έτσι εγώ, ονειροπολώ συνεχώς, και μ' ανοιχτά και με κλειστά μάτια. Μια φορά, φαντάσου -αυτό μου είχε φέρει μεγάλη ντροπή- ήμουν στα ΕΛΤΑ και καθόμουν και σκεφτόμουν κάτι, μιαν ιστορία, θλιβερή ιστορία. Κάποιος είχε πεθάνει, κάτι τέτοιο. Κι έβαλα τα κλάμματα, εκεί, καταμεσής του κόσμου, να με κοιτάνε όλοι να κλαίω χωρίς κάποιον προφανή λόγο. Ντράπηκα πολύ, σηκώθηκα κι έφυγα. Δεν με πειράζει που γελάς, κι εγώ γελάω πια..
    Έναν καιρό το έψαχνα πολύ αυτό με τον ύπνο, αυτό που σου λέω. Και προσπαθούσα λέει να το ξεπεράσω και τα ρέστα. Έκανα τότε κάτι, τέλος πάντων, άσε, κάτι -με σ'χωρείς- μαλακίες, μου τις είχε πει κάποτε ένας γιατρός. Και κάτι άλλες μου τις είχανε πει φίλοι. Να ξαπλώνεις λέει μπρούμυτα και να συγκεντρώνεσαι στον ήχο της καρδιάς που χτυπάει και θα νανουριστείς. Κολοκύθια, εγώ άμα το κάνω αυτό ανατριχιάζω, με πιάνει κι ένα άγχος πως θα σταματήσει και θα πεθάνω. Μια παράνοια, δηλαδή. Άλλος τρόπος είναι λέει να κάτσεις να σκεφτείς κάτι όμορφο. Και κάθομαι εγώ και πλάθω ιστορίες και τα λοιπά, παραλίες, απόγευμα, θάλασσα, μωβ, άμμος, παρέα, και τα ρέστα, κάνω εικόνα μια φάλαινα να κολυμπάει, έτσι γαλήνια όπως κολυμπάνε, σε αυτόν τον πολύ ξεχωριστό χρόνο, τον δικό τους· πάντα μ' άρεσε αυτή η εικόνα· ή ξέρω 'γω σκέφτομαι την αγάπη· αυτό είναι πολύ εύκολο· δεν την σκέφτομαι ακριβώς δηλαδή, την θυμάμαι· και μπορεί να θυμάμαι αγάπη που αισθάνθηκα την ίδια μέρα ή αγάπη που αισθάνθηκα πριν τέσσερα χρόνια, αλλά αγάπη. Σκέφτομαι χέρια, ωραία χέρια που χάιδεψα ή που με χαιδέψανε, ή καμιά φορά -αυτό είναι τ' αγαπημένο μου- φαντάζομαι αυτό το μεγάλο σπίτι που ονειρευόμουν πάντοτε να μείνω. Ένα σπίτι να χωράει όλους κι όλες που αγαπάω. Με έναν μεγάλο κήπο, και μια όμορφη ξύλινη σκάλα, κι αυτή τη βεράντα στον πάνω όροφο που θα κάνουμε την παρέα μας τα καλοκαίρια. 
   Απλά, πάντα μ' αυτά τα πράματα με πιάνει μια νοσταλγία.. Κατάλαβες. Νοσταλγία είτε γι' αυτά που δεν έζησα -κι ίσως δεν ζήσω- είτε γι' αυτά που έζησα και περάσανε. Οπότε, μετά, λίγο-πολύ, πώς να σ' το πω. Μου 'ρχεται κι αρχίζω και διηγούμαι στον εαυτό μου την ζωή μου. Ασυναίσθητα. Λες και δεν την ξέρω. Και με πιάνει τότε μια φλυαρία. Δεν φαντάζεσαι. Θυμάσαι τότε που, και τα ρέστα. Τότε που ήτανε Αύγουστος, νύχτα, και περπατούσαμε στο μόλο και γλίστρησε ο Θοδωρής και έπεσε στη θάλασσα και τον βάλαμε να σκαρφαλώσει και θα τον τραβούσαμε λέει έξω αλλά τι να κάνεις που μας τράβηξε κι εμάς κάτω κι βρεθήκαμ' όλοι μες στο νερό· ή τότε που είχα λέει πάρει τα τσιγάρα της μάνας μου και τα 'χα βαφτίσει μέσα σ' ένα ποτήρι και της τα 'χα αφημένα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, τάχαμου για να κόψει το κάπνισμα· ή τότε που ήταν άνοιξη και καθόμασταν όλες στο μπαλκόνι και μαζί με τη συζήτηση μας πήραν και τα κλάμματα κι ούτε που ξέραμε γιατί· ή εκείνη τη φωτογραφία στο άλμπουμ, που είμαι λέει στο σπίτι της γιαγιάς και κάθομαι στον καναπέ και το μαξιλάρι δίπλα μου είναι όσο το μπόι μου.. Τέτοια σκέφτομαι, κι είτε βάζω τα γέλια είτε βάζω τα κλάμματα, καμιά φορά και τα δυο μαζί. Καμιά φορά από χαρά που τα 'ζησά γελάω, καμιά φορά κλαίω επειδή περάσανε. Ή τ' ανάποδο. Και πιάνω τον χρόνο, σαν να 'τανε τσέπη, και τον γυρνάω τα μέσα έξω, να δω πού, πώς. Άμα έφταιξα πουθενά, άμα πλήγωσα κάποιον, και πώς. Τ' άσχημα λόγια που μου 'χουνε πει, και τι θα 'πρεπε να 'χα απαντήσει και δεν το 'κανα. Χίλια πράματα που θα 'πρεπε να 'χα κάνει και δεν έκανα. Τις ευκαιρίες που είχα και τις έχασα. Κάθε φορά ψάχνω τα ίδια ,και κάθε φορά πάει ξημέρωμα για να θυμηθώ πως δεν έχει πια τίποτα νέο ν' ανακαλύψω. Και μπορεί τότε με το μαξιλάρι βρεμένο ακόμα ν' ανάψω το πορτατίφ και ν' αρχίσω να ψάχνω στο σταυρόλεξο την πρωτεύουσα της Αρμενίας, εφτά γράμματα, τάχαμου να ξεχαστώ, και τα ρέστα. Κι ύστερα να σηκωθώ, να πάω ως το ψυγείο και ν' αρπάξω καμιά σοκολάτα, τέτοια πράγματα. Ντοπαμίνη για αρχάριους, ένα τέτοιο πράγμα. Τι να σου πω. Κι ύστερα να γυρίσω στο κρεβάτι μου, με τα δόντια μου ζαχαρωμένα και το κεφάλι μου δυο φορές το βάρος μου και τα μάτια μου σχεδόν κλειστά, και πάλι να ξαπλώσω, και να περιμένω..
   Έχω αλλάξει πολλά σπίτια εγώ, και σαν οικογένεια είχαμε αλλάξει πολλά σπίτια. Αφού μέχρι τα δεκατρία μέναμε στο νησί. Και μετά στην Αθήνα. Στην Αθήνα νοικιάζαμε, στο νησί ήταν δικό μας το σπίτι, αλλά το πουλήσαμε. Τέλος πάντων. Μ' αρέσει κιόλας ν' αλλάζω σπίτια, ν' αλλάζω γειτονιές, είναι σαν να 'χω ζήσει πολλές ζωές επειδή έχω ζήσει τόσα σπίτια. Σπίτια που παλιά μένανε άλλοι, κι όλο και κάτι έχουνε αφήσει από λάθος τους. Θ' ανοίξεις δηλαδή ένα συρτάρι ξεχασμένο και θα βρεις μέσα παιδικά αυτοκόλλητα τριών ετών. Ή άμα κοιτάξεις καλά καλά στο γραφείο θα δεις πως κάποιος είχε χαράξει μια φράση, και κάποιος άλλος προσπάθησε να τη σβήσει. Αυτά πάντα με ενθουσιάζανε. Τα σημάδια πως κάποιοι άλλοι, με τις δικές τους ξεχωριστές ιστορίες, ζούσανε την ζωή τους εδώ. Όπως την ζούμε εμείς τώρα. Μια φορά, είχα βρει, μαγκωμένη ανάμεσα σε δυο συρτάρια της κουζίνας, μια λίστα σούπερ μάρκετ. Φοβερό; Εμένα με είχε εκπλήξει. Τέλος πάντων, σε κουράζω..  
   Α, σε αυτό το σπίτι, αυτό που είχα βρει τη λίστα σούπερ μάρκετ, ζούσα μόνη. Ήταν όταν θέλησα να αυτονομηθώ, βρήκα δουλειά στην Αθήνα -δεν σπούδασα ποτέ μου- και νοίκιασα μια γκαρσονιέρα μοναχή μου. Κοσιπέντε τετραγωνικά. Τότε λοιπόν είχα πάλι αϋπνίες, ίσως να ήταν η πρώτη φορά που με πιάνανε έτσι. Συνήθως ξάπλωνα, περνούσε όλη η νύχτα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, κάτι όνειρα γεμάτα άγχος, και μετά, κοίτα να δεις. Με το που ξημέρωνε, έφευγε κάποιος, πήγαινε στη δουλειά του ο άθρωπος ή δεξερωγώ, πάντως τον άκουγα να κατεβαίνει κάθε ξημέρωμα την ίδια ώρα τις σκάλες. Κι αυτό το πράμα, αυτός ο ήχος, που τον είχα τόσο πολύ συνδέσει με το τέλος αυτού του βασάνου, με χαλάρωνε πάντα. Ένα πράμα, πώς να σ'το πω, σαν εξιλέωση, ήταν το μήνυμα του τέλους αυτού του αργού βασανισμού της νύχτας. Μαζί μ' αυτά τα βήματα στα σκαλοπάτια άρχιζε όλη η πόλη να ξυπνάει, κι αυτό μου 'δινε μιαν ασφάλεια· ένιωθα ασφαλής ν' ακούω τον κόσμο γύρω μου να υπάρχει· μου καθησύχαζε μιαν, ας πούμε, μοναξιά· ένιωθα πως δεν κοιμόμουν μόνη· όπως όταν ήμουνα παιδί κι είχα εφιάλτες κι έβαζα τη μάνα μου να 'χει την τηλεόραση αναμμένη και να μην κοιμάται ως να με πάρει ο ύπνος. Είχα -στο παλιό το σπίτι- αυτό το παράθυρο που έβλεπε στο φωταγωγό, από 'κει τ' άκουγες όλα. Τον διπλανό να πλένει τα δόντια του, την από πάνω που έβλεπε ειδήσεις κι έτρωγε πρωινό, τον Μιχαλάκη στον τρίτο που δεν ξυπνούσε με τίποτα να πάει στο σχολείο. Κι έτσι νανουριζόμουνα και με 'παιρνε, επιτέλους, ο ύπνος. Κοιμόμουνα λοιπόν ξημερώματα και ξυπνούσα πια μεσημέρι. Αλλ' αυτό δεν πείραζε, δηλαδή, δεν με ένοιαξε ποτέ να ξυπνάω αργά, κι η δουλειά μου άλλωστε ξεκινούσε στις πέντε το απόγευμα πάντοτε. Ήμουν τότε βλέπεις σερβιτόρα σε ένα καφέ μπαρ. Πάντα τέτοιες δουλειές έκανα. Είχα υπάρξει κάποτε και υπάλληλος σε ένα πρακτορείο τυχερών παιχνιδιών. Ήταν ξεκούραστα εκεί, καμιά σχέση με την ορθοστασία της σερβιτόρας, αλλά ντρεπόμουν πολύ. Οι άντρες με έκαναν να ντρέπομαι πολύ. Και σαν σερβιτόρα μου μιλούσαν καμιά φορά πρόστυχα, αλλά τους απέφευγα, κι είχα πάντα το αφεντικό μου που τους έβαζε στην θέση τους, ήταν μια καλή γυναίκα. Όλο μου έλεγε έχω κόρη στην ηλικία σου και καταλαβαίνω, και τα ρέστα. Ενώ στο πρακτορείο ήμουν μόνη, κι όταν είχα παραπονεθεί στο αφεντικό για τις προστυχιές μου είχε πει κάτι του τύπου, αυτοί είναι οι πελάτες μας. Τι να κάνουμε. Αυτό βέβαια δεν ισχύει, δεν ήταν όλοι οι πελάτες έτσι, αλίμονο. Όλων των λογιών οι άνθρωποι έρχονταν στο πρακτορείο. 
   Φλυαρώ όμως, με συγχωρείς. Ήθελα να σου πω για το μοναδικό σκυλί που είχα ποτέ μου. Θέλω να σου την πω αυτήν την ιστορία. Δεν την έχω ξαναπεί. Λοιπόν, τότε μέναμε στο νησί ακόμη. Εγώ ήμουν στο δημοτικό, ίσως στην τρίτη, ίσως στην τετάρτη τάξη. Το σπίτι μας λοιπόν, είχε μια μεγάλη αυλή, έβγαινες έξω κι έβλεπες κατευθείαν στη θάλασσα. Είχαμε κι ένα μποστάνι, φυτεύαμε και τρώγαμε απ' αυτά ό,τι μπορούσαμε. Λοιπόν, μια μέρα ήρθε ο αδερφός μου μ' ένα κουτάβι τόσο δα στα χέρια, ίσα που χωρούσε στις παλάμες του. Το είχανε βρει μαζί μ' άλλα δυο κουτάβια, δίπλα στη μάνα τους, που ήτανε νεκρή. Στην πίσω αυλή του σχολείου. Πήρε λοιπόν καθείς απ' τους φίλους του από ένα και το πήγανε στη μάνα τους. Το κρατήσαμε. Έπρεπε να το δεις να κοιμάται, ήταν τόσο γαληνεμένος που μας είχε. Με τον αδερφό μου ήμασταν ξετρελαμένοι. Παίζαμε όλη μέρα και το μεσημέρι ξαπλώναμε όλοι μαζί στο γρασίδι και κοιμόμασταν. Μικρά παιδιά, αιστανόμασταν σαν αγέλη, όλοι μαζί. Κατεβαίναμε στην παραλία και παίζαμε όλοι μαζί στη θάλασσα, τον παίρναμε μαζί μας όπου κι αν πηγαίναμε, και το βράδυ νιώθαμε ασφαλείς που μας έκανε παρέα όταν γυρνούσαμε σπίτι. Ήτανε όμως ανήσυχο σκυλί, και τη νύχτα ειδικά που τον αφήναμε μόνο στην αυλή -γιατί ο πατέρας μου δεν ήθελε ποτέ του τα σκυλιά γενικά, άσε μες στο σπίτι- πήγαινε και κατέστρεφε το μποστάνι. Κι ένα πρωί ξυπνάει ο πατέρας μου και βγαίνει έξω κι είναι όλο το μποστάνι χάλια. Τα πάντα. Ήταν που δεν τα 'θελε τα σκυλιά, κι ήτανε κι ο κόπος του -δεν τον δικαιολογώ, απλά σου λέω.. Καθόλου δεν τον δικαιολογώ. Τέλος πάντων, δεν θέλω να σου πω τι έγινε. Ούτε να τη θυμάμαι θέλω αυτή την ημέρα. Με ταράζει πολύ. Θα σου πω μόνο ότι το πήραμε στην αγκαλιά μας το σκυλί με τον αδερφό μου, και τρέχαμε να βρούμε το γιατρό, αλλά δεν τον προλάβαμε. Γυρίσαμε στο σπίτι με τα ρούχα μας μες στα αίματα. Κι ο πατέρας μας μάς είδε και δεν είπε λέξη. Τίποτα. Αυτό δεν του το συγχώρησα ποτέ, για καιρό δεν θέλαμε να τον βλέπουμε μπροστά μας. Ούτε 'γω ούτε ο αδερφός μου.  
   Α, για να δεις που ξημερώνει πάλι. Τι σ' τα γραψα όλ' αυτά τώρα δεν ξέρω. Μου 'πανε θα βοηθήσει. Άμα κάτσεις να τα γράψεις, λέει. Τι να γράψω.. Μου είπανε, συγκεκριμένα, πως άμα δεν κοιμάσαι παναπεί πως κάτι σε βασανίζει. Κι άμα αρχίζεις να γράφεις έτσι ελεύθερα στο τέλος θα βγει μόνο του. Όπως μια γυναίκα - θα σου πω. Αυτήν εγώ δεν την ήξερα καλά, αλλά είχε τύχει μια φορά να συζητήσουμε βαθιά. Είχε τότε ένα παιδί, δύο χρονών. Μου είπε λοιπόν πως αυτή έπασχε από επιλόχειο. Μετά που γέννησε. Ξέρεις τι είναι αυτό; Κάποιες γυναίκες μετά τη γέννα παθαίνουν κατάθλιψη. Αυτό είναι. Είναι συχνό. Τέλος πάντων, αυτή λοιπόν γέννησε κι ύστερα δεν ήθελε να δει το μωρό της. Καθόλου. Κι άμα το 'βλεπε έβαζε κατευθείαν τα κλάμματα και έκλεινε τα μάτια και φώναζε πάρτε το από μπροστά μου. Αυτό δεν ξέρω άμα είναι αλήθεια ή άμα υπερβάλλει, αλλά αυτό μου είπε. Τέλος πάντων. Δεν ήθελε όμως να μιλήσει σε κανένα, ούτε στον ψυχολόγο, γιατί ντρεπότανε πολύ γι' αυτά που σκεφτόταν και δεν ήθελε να δει το μωρό της. Ένιωθε πως ήτανε κακός άθρωπος. Πάει λοιπόν ένα πρωί ένας γιατρός και τη σηκώνει, και τη βάζει στο μπάνιο. Της δίνει το κλειδί, και της λέει, κλειδώσου μέσα, κοίτα τον εαυτό σου στον καθρέφτη και πες τα όλα. Πες τι σου συμβαίνει. Πες τι νιώθεις, χωρίς να ντραπείς, δεν θα σε κρίνει κανένας. Κάτι τέτοιο. Κι αυτή το έκανε κι ύστερα θεραπεύτηκε. Αυτό μάλλον εννοούσανε να κάνω κι εγώ. Να κάτσω να τα γράψω ως να μου φύγουν. Αλλ' εγώ δεν έχω τίποτα συγκεκριμένο στο νου μου. Ίσως. Μόνο φλυαρίες.. Κι ύστερα, μπαμπά; Ύστερα, κολοκυθόπιτα. 




1 comment:

Anonymous said...

I can relate...

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...