Sunday 6 May 2018

μαγκιά, κλανιά, και κώλος φινιστρίνι

 Κυριακή. Κοντή γιορτή, όχι. Κυριακή σκέτη. Κυριακή έξι του Μάη, και στους δρόμους επικρατεί σιγή, μιας και στον ουρανό επικρατεί συννεφιά. Ενώ κανονικά, καταλαβαίνετε, μία αριθμητική πράξη είναι, Κυριακή (Κ) συν Μάης (Μ) συν Άνοιξη (Α) ίσον Εκδρομούλα (Ε)*. Με τ' αμάξι. Στην εξοχή. Ο κόσμος λοιπόν σήμερα δεν ξεχύθηκε ούτε στις παραλίες, ούτε στα δασάκια, ούτε στα χωριά. Άρα, και η βενζίνη παρέμεινε συσσωρευμένη στα γεμάτες δεξαμενές των βενζινάδικων. Και η εργαζόμενη στο πρατήριο -εγώ- παρέμεινε στην λευκή πλαστική καρέκλα της επί ώρες, με την υγρασία να έχει για τα καλά εισχωρήσει στο κοκκαλάκι της, και την φόρμα της δουλειάς να κολλάει απάνω της σαν δεύτερο δέρμα. Λόγω υγρασίας. 
  Το βενζινάδικο που δουλεύω είναι ένα απ' αυτά τα μεγάλα, πάνω στις εθνικές οδούς, αρκετά μακριά από την πόλη και αρκετά κοντά στην επαρχία ώστε από απλό πρατήριο να εξελιχθεί σε βενζινάδικο-πληντύριο-βουλκανιζατέρ-σούπερ μάρκετ-καφετέρια-αποχωρητήριον-σαντουιτσάδικο-κρεπερί ταυτόχρονα. Οπότε φαντάζεστε ότι είμαστε πολλοί. Εμείς οι εργαζόμενοι με τα κόκκινα καπελάκια μας που γράφουν πάνω Shell. Και τις φόρμες εργασίας για δεύτερο δέρμα. Κι αυτό το πράμα ε, χειμώνα-καλοκαίρι την ίδια μαλακία. Μακρύ παντελόνι, μακό μπλουζάκι πιο χοντρό κι από γούνα εσκιμώου (ευτυχώς κοντομάνικο), καπελάκι κόκκινο, κι άγιος ο θεός. Και ξεχωρίζουμε μεταξύ μας απ' τα χρώματα. Οι βενζινάδες κόκκινα, οι του πληντυρίου μαύρα, οι καφετζήδες λαχανί, και πάει λέγοντας. Αλλά το καπελάκι, καπελάκι. Εκτός τους καφετζήδες που αντί για Shell το καπέλο τους φέρει επιγραφή Snack Coffee Bar Η ΩΡΑΙΑ ΟΔΟΣ. Ω, ναι.
  Κάθομαι εγώ λοιπόν πάνω στην πλαστική μου την καρέκλα, την λευκή, και έχω την απόλυτη ησυχία μου για ένα σαρανταπεντάλεπτο τουλάχιστον. Αμάξια περνάνε, αλλά δεν σταματάνε ούτε για αέρα κοπανιστό (στα λάστιχα), που λέει ο λόγος. Είμαι μόνη μου στο πόστο μου, το βουλκανιζατέρ είναι κλειστό σήμερα, στο σούπερ μάρκετ δουλεύει ο Μήτσος ο ανιψιός του αφεντικού -που δεν είναι ότι δεν τον συμπαθεί κανένας, αλλά δεν τον συμπαθεί κανένας- που κουβαλάει το πισί του κάθε πρωί για να λιώνει στις σειρές, και στο Snack Coffee Bar Η ΩΡΑΙΑ ΟΔΟΣ βαριέται το γνωστό τιμάκι τριών εργαζομένων (βλ. παρακάτω). Όλοι τους απασχολούνται με πράγματα αντίστοιχου τύπου με εμένα, όπως οι βρωμίτσες στα νύχια ή το πόσο φανταστικό είναι που -23 τουλάχιστον χρόνια μετά- δεν μπορούμε να φτάσουμε να γλύψουμε τον ίδιο μας τον αγκώνα (λες και δεν το ξέραμε). Βέβαια, ντάξει. Δεν θέλω να γκρινιάζω επειδή βαριέμαι, έτσι; Μακάρι να 'τανε κάθε μέρα έτσι. Κανονικά, θέλω να πω, είναι και σεζόν τώρα, κανονικά τρελαινόμαστε 'δω πέρα. Τέλος πάντων. Αφού λοιπόν έχει περάσει ένα γιγάντιο κύμα αντικοινωνικότητας από πάνω μου και με 'χει ξεβράσει κάπου ανοιχτά του Βαριέμοβιλ, αποφασίζω να πάω να κάτσω στο σνακ μπαρ μαζί με τα παιδιά. Κι όταν λέμε τα παιδιά, εννοούμε: την Λίζα την καφετζού, μια 25χρονη επαρχιώτισσα που -όπως κι εγώ- δουλεύει θερινή σεζόν, τον Άκη τον ταμία, ο τριαντάρης που γι' αλλού πήγαινε κι αλλού κατέληξε (όπως όλοι, μάλλον) και την Μιράντα την μπισκότα, η -γύρω στα 27- κοπέλα για όλες τις δουλειές (λίγο-πολύ). Εντάξει, διασκεδαστικό τιμ.

  "Είναι οι ξεχασμένες πατρίδες" μου λέει ο Άκης, με το που πατάω το πόδι μου στην περιοχή τους. "Αλησμόνητες" απαντάω εγώ στο σταυρόλεξο του Άκη. "Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό είναι" προσθέτω, για να υποσχεθώ την εγκυρότητα του λόγου μου. Ο Άκης μετράει τις λέξεις. "Ταιριάζει" μου επιβεβαιώνει. "Όσα ξέρει ο Κωσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς" μουρμουρίζει μετά, με μία ανεπαίσθητη κίνηση των φρυδιών προς τα πάνω. Α, ναι. Ο Άκης είναι αυτός ο τύπος. Που λέει συνέχεια παροιμίες, οι οποίες μπορεί να μην σημαίνουν μεν τίποτα, αλλά δεν πειράζει, γιατί ο ρόλος τους δεν ήταν εξ' αρχής αυτός, αλλά να γεμίσουν την βαριά σιωπή. "Ποιος Κωσταντής;" ρωτάω εγώ, με την ξαφνική περιπαιχτική μου διάθεση. "Ο Πιστιόλης" μας ενημερώνει η Μιράντα, που όπως και να το κάνουμε είναι αριστερή και ψαγμένη, και το δηλώνει ανεπιφύλακτα. "Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε" δηλώνω κι εγώ με την σειρά μου, έτσι, να 'χαμε να λέγαμε. "Λοιπόν, ένα γκαφέ;"
  Ώσπερ και εγένετο. Αλλά, μέχρι να ετοιμαστεί ο φρέντος ο καπουτσίνος μου, να σου το. Το αμάξι. Ο πελάτης. Αυτός ο τολμηρός. Ο θαρραλεος. Ο ένας. Ο κανένας. Ο αυχένας. Ενοικιαζόμενο, λευκό, μάλλον απ' τα πιο φθηνά του είδους του, μέσα 5 φοιτηταί σε έξαλλη κατάσταση. Πέντε φοιτηταί, πέντε ζευγάρια γυαλιά ηλίου φορεμένα παρ' ότι δεν έχει ακριβώς ήλιο (σαρανταπέντε Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση, μας λέει ο Άκης), τέσσερα χέρια κρεμασμένα από τα παράθυρα, πέντε χαζοχαρούμενα χαμόγελα σε τιμή ευκαιρίας, και εκκωφαντικαί μουσικαί εκ του ηχητικού συστήματος. Αχ, η γριά όταν χαιρότανε, τα νιάτα της θυμότανε. Που θα 'λεγε κι ο Άκης. Στρίβει το αμάξι στον παράδρομο, το πλησιάζω κι εγώ όσο πιο ανέκφραστα γίνεται, καλημέρα, καλησπέρα. Όλα υποκειμενικά σ' αυτήν την ζωή. Τριάντα ευρώ παρακαλώ, δεν έχω φίλε μου. Γέλιο από όλο μου το κοινό. Απίστευτο πώς μπορείς να εντυπωσιάσεις τη νεολαία. Τσουκ τσουκ η βενζίνη, ντλιν ντλιν τα φράγκα, ζιπ ζιπ η απόδειξη, καλό ταξίδι, καλή συνέχεια. Συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, εκκίνηση. Όπα. Φρένο. Από το αμαξίδιο ακούγεται μία πνιχτή κραυγή για καφέ. Κρυφακούω, εντάξει, εννοείται. Γενικά, έτσι, για την παρένθεση, εδώ πέρα, στο βενζινάδικο, βλέπεις τα πάντα. Κι άμα θες, καταλαβαίνεις και τα πάντα. Σχεδόν. Δηλαδή, μεγάλα αμάξια για μικρές οικογένειες και μικρά αμάξια για μεγάλες, ακριβά αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια και ολοσκόνιστα αγροτικά μ' έναν γέρο και δύο κατσίκες, πιτσιρικάδες που κλέψανε το αμάξι του πατέρα τους για να κατέβουνε στην πόλη αργά τη νύχτα, όλα από 'δω περνάνε. Δεν έχουν άλλη επιλογή. Οπότε, έχει την πλάκα του να τους παρακολουθείς να υπάρχουνε, έτσι; Έτσι. Λοιπόν, τι έλεγα. Για τας φοιτητάς. Τσακώνονται για το ποιος θα πάει. Να πάμε όλοι, προτείνει ο ειρηνιστής (προφανώς αυτός που κάθεται στη μέση). Να πας εσύ, του αντιπροτείνει η βασίλισσα της Αγγλίας/πρίγκιπας Κάρολος(προφανώς αυτός που κάθεται μπροστά). Να ρίξουμε κλήρο, ρίχνει πρόταση κάποιος που δεν ακούει κανένας (προφανώς αυτός που έκατσε στην πλευρά με το παράθυρο με την λιγότερη θέα). Λοιπόν, τι καφέδες θέλετε; παίρνει την πρωτοβουλία ο οδηγός, που βαρέθηκε να τους ακούει. 
  Ο οδηγός κατέβηκε, πήγε στην καφετέρια, και εν τέλει κατέβηκαν όλοι, γιατί θα περίμεναν ώρα για τους καφέδες και ήθελαν να ξεμουδιάσουν. 
  Ξαναγυρνάω κι εγώ στο καφέ. Σημαντικότερα: ξαναγυρνάω στον φρέντο καπουτσίνο μου. Παρατηρώ. Τα γνωστά. Η Μιράντα καμάκι, η Λίζα καλαμάκι (καφέδες, και καλά, το πιάσατε) και ο Άκης σταυρόλεξο. Αι φοιτηταί (και αι φοιτήτριαι τελικά, δεν είχα δει καλά) πάνε με τη σειρά, ένας ένας, στο ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟΝ. "Μαζί με τον βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα" είπε επιτέλους κάτι εύστοχο ο Άκης.

  Αυτά. Καφέδες, οκέι, και κάνα σάντουιτς -νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, ευχαριστούμε Άκη- σακούλα θέλετε, όχι, ευχαριστούμε, καλό ταξίδι, καλή συνέχεια. Επιβίβαση, συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, κι έφυγον εκ του παραδρόμου και εισχώρησον εις την εθνικήν οδό.
  Μετά, σιωπή.


  Τρεις η ώρα. Έχω γυρίσει στην αγαπητή μου πλαστική καρέκλα. Δεν θέλω να μιλάμε απ' το facebook το βράδυ, θέλω να κάνουμ' έρωτα μωρό μου στο σκοτάδι, σκέφτομαι για κάποιο λόγο. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και ένα. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και δύο. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και τρία. Στις τέσσερις σχολάω. 
  Είκοσι αμάξια έχω εξυπηρετήσει όλα κι όλα. Δεκαεννιά επαρχιώτικα, γνωστά, και ένα το ενοικιαζόμενο με το φοιτηταριάτο. Πανηγύρι είναι σήμερα η φάση. 
  Όπα. Τι είναι αυτό που μπαίνει μάνα μου. Τι χλιδή είναι αυτή. Τι στυλ. Τι γυαλιστερό χρώμα. Τι φιμέ τζάμι. Τι εξάτμιση. Τι λάστιχα. Τι ανάρτηση. Ω, ναι. Ένα απ' αυτά τα σπάνια. Τα τζιπ. Τα μεγάλα. Τα τιτάνια. Τα πλούσια. Δεν υπερβάλλω, έτσι, θα δείτε. Δεν μιλάω για ένα απλό τζιπ ενός κλασικού αστού. Μιλάω για κάτι καλύτερο, κάτι μεγαλειώδες. Πλησιάζω. Καλησπέρα, καλησπέρα. Το φιμέ τζάμι κατεβαίνει ως τη μέση. Κοιτάζω. Άδειο κατά τ' άλλα. Μόνο η οδηγός -μια ξανθιά σαραντάρα- και τα τσιγάρα της. Και η καπνίλα. Να το γεμίσουμε, μου λέει. Βεβαίως.  Κατεβαίνει. Πωπω, μάνα μου, ένα ψώνιο. Γυαλί ηλίου που την κάνει μύγα, μαλλί ξανθό βαμμένο σε Ρώσικες αποχρώσεις, δώδεκα πόντοι τακούνι, κι άλλοι δώδεκα πόντοι μέικ απ. Και κάτι νύχια, μαλάκα μου, δολοφονικά όπλα. Ένα τσακ σου κάνει με το νύχι και σου κόβει το λαιμό. Βάζεις και στοίχημα ότι ολόκληρη η εξωτερική της εμφάνιση (μαλλιά-ρούχα-εσώρουχα-νύχια-παπούτσια-τσάντα) κοστίζουν συνολικά περίπου όσο δέκα μηνιάτικα δικά σου. Να μην μιλήσουμε για το αμάξι, που κοστίζει μάλλον περισσότερο από όλα τα μεροκάματα που έβγαλες στην μέχρι τώρα ζωή σου, συν το ένα σου νεφρό. Στέκεται μπροστά μου, την κοιτάζω, με κοιτάζει. Δεν βγάζει τα μυγογυαλιά της. Τα χείλη της είναι συμπιεσμένα σε μία γραμμή πιο ευθεία και από.. ξέρω 'γω, κάτι πολύ ευθύγραμμο. "Το καφέ;" με ρωτάει. Σαν να 'μαι δουλικό ένα πράμα. Αναρωτιέμαι αν το δηλητήριο που βγαίνει από το στόμα της είναι συλλεκτικό. Να πα' να πάρω καμιά φιάλη να το μαζέψω, ρε αδερφέ. Καλά, και τι ρωτάει κιόλας. Λες και δεν βλέπεις. Της δείχνω προς την ΩΡΑΙΑ ΟΔΟ χωρίς να μιλήσω. "Τι χαρμάνι έχει;" με ρωτάει μετά. Α, καλά. Καταπίνω μερικά λογοπαίγνια, και της λέω, με φωνή Google translate: "Εξαιρετική προσωπική επιλογή της διευθύνσεως, το χαρμάνι μας έρχεται κατευθείαν από τα δενδρίλια της Κούβας". Ορίστε, ολόκληρη παράσταση. Δεν με ευχαριστεί. Φεύγει. Τέλεια. Στο διάολο. Το μπιτόνι της σχεδόν άδειο, θα κάνει να γεμίσει, ου. Καλά, τι ρωτάς τι χαρμάνι έχει μωρή. Στο καφέ στην άκρη του κόσμου. Τι ζωή θα κάνει δηλαδή αυτή ρε φίλε. Δηλαδή.. Τι θα τα κάνει όλα αυτά τα λεφτά. Ρούχα; Τσάντες σανέλ; Μονοήμερα ταξίδια στο Παρίσι; Και πού σκατά πάει από 'δω; Στην κωλοεπαρχία; Σε καμιά βίλλα; Μόνη της; Μπορεί. Καλά. Έχει αφήσει και τα κλειδιά στη μηχανή. Θα μπορούσα να το κλέψω. Το αμάξι. Έτσι απλά, να φύγω, να την αφήσω 'δω πέρα, πλάκα θα 'χε. Να μην έχει πώς να φύγει. Και να πάθει υστερία και ν' αρχίσει να φωνάζει κι έτσι όπως φωνάζει ν' αρχίσει να τρέμει και τελικά να ραγίσει σε χίλια κομματάκια και να σπάσει, γιατί είναι γυάλινη, αυτό είναι, και από μέσα της να βγει ένα ογκώδες τέρας με σώμα σαν, πώς να το πω, σαν μύξα, το σώμα της είναι από μύξα, το πραγματικό της σώμα, δεν έχει πόδια χέρια τίποτα, μόνο ένα σώμα είναι, και πάνω πάνω δύο μάτια και ένα στόμα, χωρίς λαιμό, που σέρνεται και αφήνει πίσω του μύξες, και μπορεί και λέει μόνο ΓΚΟΥΑΑΑΑΑ και τέτοια. 
  Μπορεί να σας φαίνεται λίγο υπερβολικό το μίσος μου, αλλά χέστηκα. Εσείς δεν ήσασταν εκεί, δεν την είδατε. Δεν ξέρετε. Δεν την μισώ απλά επειδή έχει λεφτά. Τη μισώ κυρίως γιατί νομίζει ότι επειδή έχει λεφτά, είναι κάτι. Κάποια. Ότι μπορεί να μου μιλάει μ' αυτή τη μούρη. Επειδή εγώ, σε αντίθεση μ' αυτήν, φοράω αυτήν την κωλοφόρμα που κολλάει πάνω μου. Είπαμε, σαν δεύτερο δέρμα. Και άμα σε αφήσω εγώ χωρίς τα λεφτά σου, εδώ, στο κωλοβενζινάδικο στην άκρη του κόσμου, χωρίς τίποτα, μόνο με τις δωδεκάποντες τις γόβες της και το δωδεκάποντο μέικ απ της, θα σου πω εγώ, μωρή. Αμέ.
  Φωνές ακούγονται από το καφέ. Κοιτάζω. Είναι η ξανθιά η μαλακισμένη. Και φωνάζει. Γιατί; Α, έχει λερωθεί. Α, η Λίζα της έχυσε πάνω της τον καφέ. Ω, ρε πούστη μου. Και ξέρεις ποια είμαι 'γω και δεν ντρέπεσαι και θα απολυθείς μετά από αυτό. Καλά, πάμε καλά; Φωνές. Όλο φωνές. Πού είναι ο προϊστάμενος και τα ρέστα. Και μες στις φωνές ο Άκης που δηλώνει "Καλά, κι εσύ, δεν σου 'χουνε πει να μην πατάς το φίδι στην ουρά;" και τέτοια. Γέμισε και το ντεπόζιτο. Η Λίζα κλαίει, τι φάση. Η Ξανθιά Μαλακισμένη έρχεται στο αμάξι. Κάνω την αδιάφορη. Δεν μου μιλάει. Ανοίγει το πορτ μπαγκάζ -δύο βαλίτσες με διακριτική επιγραφή CHANEL- βγάζει μια αλλαξιά, αφήνει το πορτοφόλι της και πηγαίνει στην τουαλέτα. Τι είπα; Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. 
  Λοιπόν. 
   Το έκανα πολύ φυσιολογικά. 


  Σαν να ήταν, ξέρω 'γω, το αμάξι μου. 
  Μπήκα μέσα, έκατσα στην θέση του οδηγού. Πωπω, τρομερή αίσθηση. Λες κι είναι ο κώλος μου βασιλικός. Έστρωσα το κάθισμα στα μέτρα μου, σαν να είχα όλο το χρόνο μπροστά μου. Συμπλέκτης πατημένος, νεκρό. Έβαλα μπροστά. Πρώτη. Γκάζι. Αφήνεις συμπλέκτη. Γκάζι. Κι άλλο γκάζι. Και άντε. Και γεια σας.
  Λωρίδα επιταχύνσεως. Συμπλέκτης-δευτέρα. Συμπλέκτης-τρίτη. Τετάρτη. Πέμπτη. Παρασκευές και Σάββατα κλειστά. Μαλάκα μου. Έχει και έκτη ταχύτητα. Οκέι, έκτη. Ωραία. Οκέι. Αυτό είναι το αμάξι μου. Είναι μία απόλυτα φυσιολογική μέρα. Που πάω. Κάπου. Με το αμάξι μου. Μαλάκα τι έκανα. Έχω παγώσει. Λοιπόν. Ενθουσιασμός; Όχι. Για τρία δευτερόλεπτα. Σοκ; Ναι. Για πολλή ώρα. Πάγος. Παγωμάρα. Ντεντ. Μπλου σκριν. Κυριακή έξι Μαίου και πάω κάπου με το πανάκριβο αμάξι μου. Απόλυτα φυσιολογικό. Απλά οδηγάω. Κρίση πανικού; Όχι, όχι κρίση πανικού, όχι πανικός, τώρα θέλουμε λογική, ψυχραιμία, θέλουμε σχέδιο. Μαλάκα μου, έκλεψα ένα αμάξι. Ένα πανάκριβο αμάξι. Φάτσα κάρτα. Αυθόρμητα. Χωρίς κανένα σχέδιο. Ξέρουν ότι το έκανα εγώ. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Υπάρχει; Ξέρω 'γω; Να το παρατήσω κάπου και να αρχίσω να τρέχω. Μέχρι πού; Να πάρω τα λεφτά της και να ξοριστώ στην Βενεζουέλα. Έλα, σταμάτα, σοβαρέψου. Μαλάκα, δεν γίνεται, δεν υπάρχει τρόπος. Οκέι, απλά θα συνεχίσω να οδηγάω. Ξέρω 'γω. Σε φάση. Άλλωστε. 
  Ω, μαλάκα μου, τι έκανα. 

  ..Και άλλες τέτοιες συνομιλίες με τον εαυτό μου, που αν κάτσω να τις γράψω όλες, θα βαρεθείτε να διαβάζετε και θα φύγετε. Και είναι κρίμα γιατί έχει αστείο τέλος. Προοικονομία, ε; Λοιπόν. Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι. Οδηγάω εδώ και μισή ώρα μόνο. Κι αν κελαηδεί η οχιά, δεν είναι καρδερίνα. Λέω παροιμίες, κατεβατές, σαν προσευχή ένα πράμα, για να μην σκέφτομαι. Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα. Λοιπόν. Πάμε και βλέπουμε. Αυτό είναι το σχέδιο. Αυτό αποφάσισα. Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψομενε. Εν τω μεταξύ, σκέφτομαι τώρα, τη σκέφτομαι δηλαδή, τη μαλακισμένη, να κάθεται μες στην τσίτα στο βενζινάδικο, ούτε τον καφέ της δεν έχει να πληρώσει. Ούτε τον καφέ της. Μπορεί να την κρατήσουνε να καθαρίζει την τουαλέτα για σήμερα, να ξεπληρώσει τον καφέ της. Γελάω. Η μαλακισμένη. Ελπίζω να νιώθει αβοήθητη. Ελπίζω να νιώθει σκατά, σκατά, σκατά. Ελπίζω να νιώθει ανασφαλής. Σαν κατσαρίδα κάτω από σαγιονάρα. Έτσι να νιώθει. 
  Δεν θέλω να σταματήσω να οδηγάω ποτέ. Πραγματικά. Θέλω να μου μείνει βενζίνη για πάντα. Για πάντα. Και να μην τελειώσει αυτός ο αυτοκινητόδρομος ποτέ. Να χέζομαι πάνω μου, να κατουριέμαι πάνω μου, και να τρώω τα σκατά μου για να επιβιώνω, χέστηκα, αρκεί να μην κουνήσω απ' την θέση μου, να μην σταματήσω να οδηγάω, και ας μην κοιμάμαι ποτέ, να μην ξανακοιμηθώ. Την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, γεια σου ρε Άκη, όπου και να 'σαι. Στο βενζινάδικο δηλαδή. Έχετε πάρει ήδη τους μπάτσους; Μακάρι να 'ξερα. Πάω με 130. Ε, κλέψαμε που κλέψαμε, να μην γιολάρουμε λίγο ακόμα; Δεν με νοιάζει τίποτα, πείτε μου απλά αν ένιωσε αυτή η μαλακισμένη σαν κατσαρίδα. Και θα βάλω και ραδιόφωνο. Και θα νιώσω σαν τις ταινίες. Grand theft auto. Αυτό είμαι. Βόλιουμ όσο πιο δυνατά πάει. Να πα να γαμηθείτε όλοι. Αυτό. Παροιμία πρέπει να το κάνουμε. Που να με πάρει. Τα έχω παίξει τελείως. Τι ανδρεναλίνη είναι αυτή. 
  Και τι σειρήνα. Τι σειρηνάρα είναι αυτή μάνα μου. Πωπω. Σκατά. Σκατά, Μανώλη. Ποιος είναι ο Μανώλης; Κανένας, απλά ακούστηκε σαν παροιμία. Οκέι. Είναι πίσω μου. Οκέι. Έρχονται. Εμ βέβαια. Άμα έχεις φράγκα έχεις και δύναμη. Και οι μπάτσοι σκάνε κατευθείαν. Γιατί σου ανήκουνε κι αυτοί κατά βάθος, που να με πάρει. Λοιπόν. Μπορώ να οδηγάω για πάντα. Μπορώ να πέσω πάνω τους και να πεθάνουμε όλοι. Εντάξει. Όχι. Δεν μπορώ. Δεν με ψήνει να πεθάνω. Με ψήνει απλά να ζήσω αξιοπρεπώς. Δεν ξέρω γιατί την έκανα αυτή τη μαλακία. Και τώρα έχω πίσω μου - σκατά, σκατά, και δίπλα μου, σκατά. Μπάτσους. Και θα με χώσουνε μέσα. Ρε μαλάκες. Έπρεπε να το 'χα σκεφτεί. Σκατά, σκατά, πανικός. Πανικός. Ιδρώτας. Τρέμουλο. Θα πεθάνω μαλάκα. Λοιπόν. Δεν θα πεθάνω, απλά θα φρενάρω. Να. Απλά. Θα φρενάρω. Γιατί ρε μαλάκα. Σκατά. Σκατά. Ωραία. Εδώ. Το πατάω τώρα. 130. 120. 100. 90. 70. Σκατά ρε μαλάκα, σκατά. 50. 40.30. Αλλά να σου πω κάτι, σκατά σε εσάς, σκατά σε όλους, σκατά σ' αυτήν την απελπισία, δεν φταίω εγώ για την κατάστασή μου, δεν με έφερα εγώ σ' αυτά τα σκατά, δηλαδή, μία κίνηση αυθόρμητη, 20, 10, δεν ζήλεψα ακριβώς, απλά φαντάστηκα να φεύγω, ξέρω 'γω, από το βενζινάδικο, δεν ξέρω τι φαντάστηκα, τι θα τους πω, ότι ήταν μαλακισμένη αυτή και ήθελα να την κάνω να νιώσει σαν κατσαριδάκι και δεν σκέφτηκα τι μπορεί να συνέβαινε, και τώρα σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και ήρθανε γύρω μου και πρέπει να βγω από το αμάξι με τα χέρια σηκωμένα και να παραδωθώ και μετά την διαδικασία ούτε που την ξέρω, και στη μάνα μου τι θα πω που εγώ απλά για σεζόν ήρθα στο κωλοβενζινάδικο, για σεζόν για να μαζέψω τα λεφτά να πάω στην κωλοϊδιωτική που της έλεγα μάνα έχω όνειρο να πάω, σκατά, σκατά, κι αυτός ο Σεπτέμβρης που έλεγα ότι θα τον περάσω πια στην Αθήνα, ορίστε, να, εντάξει, βγήκα ρε μαλάκες, φαγωθήκατε, --  


 Ελάτε, ντάξει. Πλάκα κάνω. Είναι δυνατόν να το έκανα αυτό; Τι είμαστε, σε κάνα διήγημα φαντασίας; Απλά, εντάξει, δεν σας κρύβω. Ένα κατοσταρικάκι το πήρα από το πορτοφόλι. Ε, τι; Πέντε είχε μέσα. Πράσινα, έτσι, όχι αστεία. Δεν θα της λείψει κιόλας. Μπορούσα να 'χα πάρει παραπάνω αλλά φοβήθηκα. Έτσι είμαι 'γω. Κοκοκο. Κότα. Αυτή άλλαξε, βγήκε απ' την τουαλέτα, πλήρωσε, έφυγε. Στο διάολο. Και μόλις χάθηκε το αμάξι απ' το οπτικό πεδίο, πήγα εγώ στην καφετέρια όλο χαρά. "Παίδες" τους είπα, γεμάτη στυλ. "Σήμερα το βράδυ το γλεντάμε" κι έβγαλα το κλεμμένο κατοστάρικο από την τσέπη. Ξαφνιάσματα, χαρές και βρισίδια στην ξανθιά μαλακισμένη. Πέφτει η πρόταση να πάμε με το που σχολάσουμε. Σε μισή ώρα δηλαδή. Μέσα; Μέσα. 

  "Κατοστάρι δηλαδή ε;" κάνει ο Άκης. Κατοστάρι, ναι. "Απόψε θα ζήσουμε Άκη μου, σαν να ζούσαμε σαν αυτήνανε κάθε μέρα" του λέω. "Σήμερα, ε;" κάνει πάλι ο Άκης, όλο δυσπιστία. "Ναι ρε Άκη, σήμερα." απαντάω. "Και απ' αύριο;" επιμένει αυτός. "Ε, ρε παιδί μου, τι να σου πω. Απ' αύριο τα ίδια. Εδώ θα 'μαστε" κάνω. 

  "Δηλαδή, σα να λέμε.. Να σε χέσω Γιάννη, να σ' αλείψω με μέλι".

  Και δεν είχε κι άδικο.  


*η γνωστή εξίσωση Κ+Μ+Α=Ε

-ζωή 

No comments:

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...