Sunday 15 April 2018

το δεντρί

Έχω φυτέψει ένα δεντρί οπού 'ναι οι μοναξιές μου
ένα δεντράκι σκυθρωπό, ρυτιδιασμένο κι άγριο
στα κλαδιά του κρέμονται βαριές παραδομένες οι πληγές μου
κι η ρίζα του παρασιτεί στη νιότη μου και στ' αύριο.

Μια τρύπα έχω παιδική ξωπίσω στον αυχένα

ένα πηγάδι που ο καιρός κρύβει τους θησαυρούς του
οι χαρές μου ξεγλιστρούν μεμιάς και φεύγουν από 'μένα
κι ο διάβολος τους θησαυρούς τους παίρνει όλους δικούς του.

Έν' άλογο έχω πλάι μου, δυο δράκους κι ένα λύκο
τρέφονται απ' τις ανάγκες μου κι ανάγκες πάντα έχω
στ' αυτιά μου κλαίνε ή και γελούν πως ποτέ δεν θα ανήκω
κι αντί να ξέρω ν' αγαπώ, ξέρω μόνο ν'αντέχω.

Ένα δεντρί έχω στο μυαλό με ρίζες στο λαιμό μου
με πνίγουν κάθε που γελώ κι ελέγχουν τις πνοές μου
και σαν κατάρα μ' άνθησαν τα κέρατα του χρόνου
σαν οι πληγές απ' τα κλαδιά αγγίξαν τις πληγές μου.



-veldaerya

Friday 13 April 2018

omoide

Ένας άντρας με στρογγυλά γυαλιά, αμυγδαλωτά καφέ μάτια και λεπτά χείλια, σαν γραμμή, με κοιτούσε διαπεραστικά σήμερα στο λεωφορείο σαν να με ξέρει από πάντα. Σαν να με ξέρει καλύτερα από όσο θα ξέρω εγώ ποτέ τον εαυτό μου. Και σαν να με λυπάται, όπως με λυπόταν η μόνα λίζα την πρώτη φορά που είδα τον πίνακα, στα έξι μου, σε ένα διάδρομο με μαρμάρινο πάτωμα και ανοιχτούς ξεθωριασμένους κίτρινους τοίχους. Εκείνη τη στιγμή, ήταν από τις καθημερινές στιγμές στα λεωφορεία όπου δεν αισθανόμουν και δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα. Μια στιγμή σαν εκείνη ήταν που μια φορά με πέτυχε μια φίλη, η οποία στεκόταν έξω από το λεωφορείο και περίμενε να το δει να ξεκινάει να με πάει σπίτι, και έγραψε για εμένα πως "nowhere to run home to". Είναι φυσικό, ή πλέον έχω συνηθίσει και ο οργανισμός μου θεωρεί φυσικό, σε εκείνες τις στιγμές, η επαφή με τους ξένους να μην σημαίνει τίποτα, η βλεμματική επαφή αυτόματα να γίνεται μια ξεθωριασμένη ανάμνηση που ήδη κάποια δευτερόλεπτα αργότερα θα έχω ξεχάσει. Έτσι και έγινε. Ο λεπτός άντρας, με το οβάλ κρανίο, τα στρογγυλά γυαλιά, τα πλεγμένα δάχτυλα μπροστά από το γόνατό του, καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στ' άλλο σαν υπομονετικός, ψυχρός ψυχίατρος και το ευθές συμπαγές βλέμμα, ξεχάστηκε σύντομα. 

Τώρα, που τα θυμάμαι όλα πολύ καθαρά, μπορεί να είχα ξεχάσει τον άντρα στο λεωφορείο, αλλά όλα είχαν εντυπωθεί στο κεφάλι μου -ή ό,τι και αν είναι αυτό που βιώνει, θυμάται και κατανοεί χωρίς να επεξεργάζεται- σαν ένα πρότυπο, σαν ένα γλωσσικό σύμβολο, σαν κάτι αφηρημένο με υπόσταση του οποίου κομμάτια θα συναντώ ξανά και ξανά. Σαν γλωσσικό σύμβολο. Σαν αρχέτυπος συμβολισμός που θα ζω και θα ντύνω με τις δικές μου εμπειρίες ώστε να του δώσω προσωπικό νόημα.

Δύο εβδομάδες αργότερα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα. Εκείνη την ημέρα πέθανε η μητέρα μου. Ή μήπως ήταν την προηγούμενη; Ήταν ο ψυχίατρος. Μου εξήγησε πως ήταν ο ψυχίατρος της μητέρας μου από λίγο πριν γεννηθώ έως και τα τρία μου χρόνια. Πήγα στο γραφείο του και βρέθηκα στον διάδρομο με τον γνώριμο πίνακα. Έστριψα και απότομα βγήκα έξω, έκανα ένα τσιγάρο περπατώντας μακριά από το γραφείο και ένιωθα τον καπνό βρώμικο να γίνεται συμπαγής και πυκνός στον λαιμό μου. Δεν θυμάμαι τίποτα πέρα από την αίσθηση αυτή. Θυμάμαι να συνειδητοποιώ την αίσθηση και από αυτήν να βγάζω το συμπέρασμα ότι λογικά θα έχω αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που συχνά έχω όταν με κρατώ από το κλάψω, όταν δεν ξέρω γιατί θέλω να κλάψω. Όταν δεν ξέρω αν θέλω να κλάψω. Δεν θυμάμαι τίποτα να νιώθω ή να σκέφτομαι, να βγάζω συμπεράσματα, αποπροσωποίηση. Δεν βίωνα την στιγμή. Μπήκα σε ένα λεωφορείο, έτσι, από συνήθεια ή για να με ηρεμήσει αυτό το κάτι με το οποίο σαν παιδί ένιωθα άβολα αλλά πλέον δεν με κάνει να νιώθω τίποτα. Όχι δεν με κάνει να νιώθω τίποτα. Με κάνει να μην νιώθω τίποτα. Έκανα πολλά reality checks αλλά υπέθεσα ότι μάλλον ονειρεύομαι και είναι από τις στιγμές που το μυαλό μου είναι τόσο θολό και η συνείδηση τόσο πυκνή και τα εξωτερικά ερεθίσματα τόσο ρευστά και εύθραυστα που δεν μπορούσα να γίνω lucid. Πήγα σπίτι και κοιμήθηκα και άφησα τον χρόνο να λύσει το μυστήριο για εμένα. 

Ξύπνησα από το τηλέφωνο να χτυπάει. Ήταν ο ψυχίατρος. Δεν ονειρευόμουν και όλα όσα αφηγήθηκα ήταν η πραγματικότητα εκέινης της μέρας. Σκέφτηκα να του πω να μου πει ό,τι έχει να μου πει σε κάποιο άλλο μέρος, αλλά δεν το έκανα απλά, και πήγα πίσω στο γραφείο. Έμαθα πως η μητέρα μου με εγκατέλειψε σπίτι της μητέρας της και πήγε να αυτοκτονήσει. Η γιαγιά μου την βρήκε και της βρήκε δουλειά, της είπε να με πάρει πίσω, ότι πρέπει να προσπαθήσει. Ο ψυχίατρος είπε πως με έπαιρνε μαζί της στις συνεδρίες τους. Έπεισε την μητέρα μου να μιλήσει στην γιαγιά μου και της είπε να μην με αφήσει να μείνω με την μητέρα μου. Η μητέρα μου θύμωσε και με πήρε μαζί της. Η γιαγιά μου χτυπούσε την πόρτα έξω από το διαμέρισμα που νοίκιαζε, η μητέρα μου την έδιωξε. Η γιαγιά μου έκατσε απ' έξω αφήνοντας την μητέρα μου να νομίζει πως έφυγε. 
Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, η μητέρα μου βάδιζε πάνω κάτω στο σπίτι μιλώντας στον εαυτό της και καπνίζοντας. Το θυμάμαι και εγώ αυτό. Αν όχι τότε που ήμουν δύο, αργότερα, πάντα το έκανε. Άρχισα να κλαίω και να διαμαρτύρομαι και η μητέρα μου να γελάει και να φωνάζει ''ΣΚΑΣΕ, ΣΚΑΣΕ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ, ΣΚΑΣΕ ΓΑΜΩΤΟ, ΒΟΥΛΩΣΤΟ''. Γελώντας. Δεν το θυμάμαι, ακόμη και με τον ψυχίατρο να μου το περιγράφει, δείχνοντας μου τις σημειώσεις του, μπροστά μου, αλλά μπορώ πολύ καθαρά να φτιάξω την εικόνα στο κεφάλι μου και να την βιώσω σαν να είμαι όλα τα εμπλεκόμενα άτομα. Το μωρό, η τρελή, η γιαγιά, η πόρτα... όλα. 

Φυσικά τώρα που τα θυμάμαι όλα, τα θυμάμαι, ναι. Τώρα που το μυαλό μου καθάρισε βλέπω τι συνέβαινε και πριν από αυτό, και μετά από αυτό. 

Εκείνο το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως ήμουν η μητέρα μου, άκουγα το "θάλασσα μου σκοτεινή'' και προσπαθούσα να νιώσω τους φόβους μου αλλά δεν μπορούσα. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο ότι ξέρω ότι έχω ήδη χάσει, έχω ήδη παραιτηθεί και πεθάνει για να νιώσω κάτι, αλλά δεν ένιωθα τίποτα. Χανόμουν σαν τον καπνό του τσιγάρου μου, μιλούσα στον εαυτό μου και ήταν χειρότερο από το να μιλάω στον τοίχο. Χωρίς καν να το βιώνω, χωρίς να το συνειδητοποιώ, χωρίς να νιώθω, εξαφανιζόμουν, γινόμουν αέρας, έχανα τον εαυτό μου, την ζωή μου, τον δρόμο μου. Κοιτούσα το παιδί στην άλλη άκρη του δωματίου και δεν μπορούσα να αισθανθώ ότι είναι κάτι διαφορετικό από εμένα. Ήξερα ότι κάτι πρέπει να νιώσω, έλεγα ''αφού ξέρω ότι δεν είναι εγώ, γιατί δε το νιώθω;'' και δε το έλεγα καν, απλά αυτό το ελαφρύ, αδιάφορο, ξένο, ενοχλητικό ερωτηματικό υπήρχε και ξεθύμαινε σαν το τσιγάρο μου, κυλούσε σαν το τραγούδι που άκουγα επανειλημένα όλο το βράδυ, κυλούσε σαν τις ώρες της ζωής μου, τόσες ώρες, μια ολόκληρη αιωνιότητα και δεν μπορούσα να θυμηθώ ή να αισθανθώ μία από αυτές. Είχα πεθάνει, και να πέθαινα δεν θα ένιωθα τίποτα. Και να ζούσα δεν θα ένιωθα τίποτα. Έσβηνα, γινόμουν ένα τίποτα, ένα σώμα, ένας οργανισμός με συνήθεια, μπορεί κάτι που έκανα για μήνες, όπως το να κρατάω τα σπασμένα νύχια μου στην σειρά στο κομοδίνο και να τα ψιλαφίζω καθημερινά για ώρες, να μην το παρατηρούσα καν, κάποιος να μου το έλεγε και να το ξεχνούσα δύο δευτερόλεπτα αργότερα. Και το παιδί στην άκρη του δωματίου, μου τα είχε πάρει όλα. Είχε πάρει το πρόσωπο μου, τις εκφράσεις μου, τις αναμνήσεις μου, την ενσυναίσθηση, την συνείδηση, την ζωή μου. Ένιωθα χωρισμένη χωρίς να νιώθω τίποτα. Ήθελα να το σκοτώσω, ήθελα να σκάσει, το κλάμα του μου θύμιζε πως θα πεθάνει και αυτό σαν εμένα, ένιωθα ότι η ύπαρξη του μαρτυρούσε πως θα ξαναπεθάνω χωρίς να ξαναζήσω. Συνεχώς θα πεθαίνω επειδή το γέννησα. Ήθελα να το σκοτώσω και να μην πεθάνω ποτέ ξανά. 

Είδα πως έκλαιγα, διαμαρτυρόμουν, δεν καταλάβαινα, ένιωθα το κεφάλι μου στα πλάγια να πονάει, ένιωθα εξαντλημένη, ήθελα να σταματήσει η μαμά να ακούει αυτό το τραγούδι, να σταματήσει να χάνεται με τον καπνό στον αέρα και να με πνίγει, να με μαυρίζει, να με μπουκώνει, να βρωμάει και να δακρύζω. Φοβάμαι την θάλασσα. Μ' αρέσει να παίζω στην άμμο φορώντας τα μπρατσάκια μου αλλά φοβάμαι τα μαύρα νερά. Και τα μπλε. Τα ψάρια. Το υγρό κρύο. Έκλαιγα γιατί αν ήξερα, αν είχα την δύναμη, αν δεν ήμουν παιδί, θα επέλεγα να κλείσω τα αυτιά μου. Να κλείσω το κασετόφωνο, να σβήσω το τσιγάρο και να κοιμηθώ. Ήμουν το μωρό μου και η μητέρα μου. Χανόμουν από το ένα σώμα, το εγώ και την συνείδηση και γεννιόμουν στο άλλο. 

Είδα πως μεγάλωσα και είδα την ίδια εκείνη μέρα στην οποία ονειρευόμουν, την μέρα με τον ψυχίατρο της μητέρας μου, ή καλύτερα, τη μέρα με τον ψυχίατρο της προηγούμενης ζωής μου. Μεγάλωσα και άλλο και γέννησα ένα παιδί. Είδα πως το κρατούσα και το χάζευα και πως γέλασε για πρώτη φορά. Την στιγμή που για πρώτη φορά γέλασε, άρχισα να πεθαίνω. Άρχισα να τα θυμάμαι όλα, ένα ένα, αλλά δεν άφηνα τίποτα να φανεί, τίποτα να χαλάσει το πρόσωπο που κοιτούσε ο εαυτός-παιδί μου. Συνέχισα να το χαζεύω ενώ οι αναμνήσεις όλων των προηγούμενων ζωών μου ερχόντουσαν μία μία όλες μαζί στο κεφάλι μου, ή ό,τι είναι αυτό το οποίο βιώνει, θυμάται και κατανοεί χωρίς να επεξεργάζεται. Και μία μία όλες μαζί τις ξεχνούσα. Και μία μία όλες μαζί τις ζούσε το μωρό που κρατούσα στην αγκαλιά μου. Το χάζευα ενώ γελούσε και προσπαθούσα να συγκρατήσω τα κομμάτια μου ενώ ένιωθα επιτέλους να καταλαβαίνω και να θυμάμαι όλα όσα παλεύω μια ζωή να καταλάβω και θα να θυμηθώ. Επιτέλους καταλαβαίνω την φύση μου, μια φύση που όλη μου την ζωή είμαι σίγουρη πως υπάρχει, όλη μου την ζωή ψάχνω και όλη μου την ζωή ζω χωρίς να την γνωρίζω. Η ταυτότητα μου αποκαθίσταται, τα ερωτήματα λύνονται, τα θυμάμαι όλα, και τα ξεχνάω όλα την ίδια στιγμή. Τα κερδίζω και τα χάνω όλα την ίδια στιγμή. Πεθαίνω. Σύντομα θα είμαι απλά ένα σακί από θαμπό, ξερό δέρμα από τον θηλασμό. Κίτρινα νύχια και δόντια από το κάπνισμα. Ξεχειλωμένο στήθος, θολά, ανέκφραστα, γερασμένα μάτια, ανύπαρκτο βλέμμα, ανύπαρκτη ψυχή. Το μωρό στην αγκαλιά μου κερδίζει όλα όσα ψάχνω όλη μου την ζωή μέσα σε μία χρονική στιγμή ενώ εγώ τα χάνω, τα παίρνει από εμένα, και γελάει. Γελάει και χαζεύει και αυτή εμένα να την χαζεύω και να γίνονται ένα με το τίποτα. Νιώθω πως θέλω να το σκοτώσω. Ντρέπομαι μόνο που το λέω. Νιώθω αγάπη, νιώθω στοργή, νιώθω ολοκληρωμένη, νιώθω ότι πεθαίνω, χάνομαι. Αφήνω το μωρό ήρεμα στην κούνια, σηκώνω το μαξιλάρι ώστε να το ξανατοποθετήσω πιο βολικά για το κεφάλι της. Κοιταζόμαστε και ξέρω ότι ξέρει ποια είναι, ποια είμαι, ποια ήμουν, για λίγο ξέρουμε και οι δύο, δεν της κάνω κακό, δεν την μισώ, την αγαπώ, το ξέρω ότι το ξέρει, το ξέρω ότι το εκτιμάει. Χτυπάει τα χέρια και τα πόδια της πάνω κάτω γελώντας πολύ δυνατά, είναι ενθουσιασμένη που είναι ζωντανή, προσπαθεί να σταματήσει να ζαλίζεται, προσπαθεί να επιταχύνει την διαδικασία του να καταλάβει την πραγματικότητα, να αποθηκεύσει ο εγκέφαλος της τα εξωτερικά ερεθίσματα, να μάθει να τα ερμηνεύει ώστε να αποκτήσει τον προσανατολισμό, τον μυικό συχρονισμό, να μπορεί σκόπιμα να κινηθεί, να μιλήσει. Προσπαθεί να με σκοτώσει. Την χάζευα για ένα ακαθόριστο μέσα στο όνειρο χρονικό διάστημα. Μέχρι να μην είμαι τίποτα, να μην ξέρω ότι υπάρχω, ότι σκέφτομαι, ότι στέκομαι και χαζεύω, τι στέκομαι και χαζεύω, δεν θυμάμαι τίποτα. Αφήνω το παιδί στην κούνια και καπνίζω. Δεν σκέφτομαι, δεν νιώθω, δεν θυμάμαι, δεν είμαι. Το μωρό με πυροβολεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Το μουνί μου στάζει αίμα, όπως και το κεφάλι μου. Ξυπνάω.

Ξυπνάω με όλες τις αναμνήσεις μου. Από όλες τις ζωές μου. Έχω όλες τις αναμνήσεις της μητέρας μου, που είχε όλες τις αναμνήσεις της γιαγιάς μου, που είχε όλες τις αναμνήσεις της προ-γιαγιάς μου. Μεγαλώνω τον εαυτό μου μόνο και μόνο για να τον ξαναγεννήσω και πεθαίνω. Ύστερα μεγαλώνω τον εαυτό μου μόνο και μόνο για να τον ξαναγεννήσω και πεθάινω. Απλά σε αυτήν την ζωή...

Σε αυτή τη ζωή η μητέρα μου, εγώ, πεθαίνοντας έγινε το χειρότερο κομμάτι του εαυτού μου. shadow self. Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού που δεν βλέπει ποτέ την ζωή στον πλανήτη γύρω από τον οποίο στρέφεται. Συνεπώς συνέχεται την άλλη πλευρά, την πλευρά που τόσοι και τόσοι ζωντανοί οργανισμοί θαυμάζουν, δημιουργούν μύθους γύρω από αυτήν, την ζωγραφίζουν, μεθάνε στο φως της, την ερμηνεύουν, τραγουδάνε και χορεύουν στο όνομα της. Συνεπώς σιχαίνεται και όλο τον εαυτό της, όλο το πέτρωμα που στρέφεται γύρω από τον πλανήτη, την τροχιά, την απόσταση, την ταχύτητα, όλα όσα την καταδικάζουν να μένει η σκοτεινή πλευρά. Η πλευρά που δεν βλέπει ποτέ στην ζωή. Αλλά ξέρει πως υπάρχει, είναι εθισμένη στην ύπαρξή της, είναι αλαζόνας και σιχαίνεται την ύπαρξη χωρίς να θέλει να την διακόψει. Θέλει να επιβιώσει, καταστρέφοντας κάθε άλλη υπόνοια ζωής πέρα από τον εαυτό της. Θέλει όλα γύρω της να πεθαίνουν αλλά ποτέ να πεθάνουν. Σε αυτήν την ζωή, η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού έχοντας κερδίσει μία μάχη, με έκανε να απωθήσω την φύση μου, να μπερδευτώ, να ξεχάσω πράγματα που ξέρω εδώ και δισεκατομύρια χρόνια και να τα θυμηθώ με τον θάνατο της μητέρας μου, με το τηλεφώνημα του ψυχιάτρου, με το όνειρο της ξένης εκείνης μέρας. 

Τώρα όλα τα θυμάμαι καθαρά, όπως είπα, αλλά σε εκείνη την ζωή μου είχα χάσει τις αναμνήσεις μου. Δεν ήξερα ποια είμαι και γέννησα ένα παιδί που μίσησα. Έγινα η πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και το μόνο που του έδειξα ήταν ο θάνατος. Τι είναι, πώς είναι και που να τον βρει πιο αργά και βασανιστικά. Μεγάλωσα σαν αυτό το παιδί και θυμήθηκα ποια είμαι. Σίγουρα, μία ερώτηση, με έκανε να αναρωτιέμαι ξανά και ξανά αν ζω σε ένα ψέμα, σε έναν μύθο που έφτιαξα για τον εαυτό μου ή αν όντως θυμήθηκα μια αλήθεια που είχα ξεχάσει για μία ζωή. Για λίγο, μια ζωή στην αιωνιότητα... Κάποιος είπε πως είμαι τρελή, πως για να αντιμετωπίσω τον θάνατο έχτισα μια πραγματικότητα και έζησα μέσα σε αυτή, εξού και η ερώτηση, how much of it is real? Αλλά θυμήθηκα ποια είμαι. Ξέρω που πηγαίνω. Τώρα έχω μια ακόμη ζωή να ζήσω. Να γεννήσω ένα παιδί και να μην γίνω για αυτό, αυτό που η μητέρα μου έγινε για εμένα. Να το μάθω πως να θυμάται. Να του δείξω που είναι η ζωή. Ύστερα να πεθάνω, να χαθώ ευτυχισμένη και σιωπηλή.

Selene

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...