Tuesday 13 March 2018

Μυτιλήνη

Τι συμβαίνει;
Εκούσια δεν βάζω χρονικό προσδιορισμό γιατί συνειδητοποιώ ότι θα ανήγαγα το ερώτημα αυτό σε αιώνια  αναπάντητο για 'μένα.

Ποια είναι η Χριστίνα; Ή η χριστίνα (;)
Αισθάνομαι πως ούτε αυτό μπορώ να το απαντήσω, αλλά αυτή η συγκεκριμένη αδυναμία μου με χαροποιεί. Με κάνει να πιστεύω ότι τα πιο σημαντικά πράγματα είναι πολύ πιο μεγάλα απ'το μικρό μου το κεφάλι, απ'τα μικρά μας τα κεφάλια, τα ανυψωμένα σε κλίμακα που φτάνουν να αγγίζουν το θείο ( ο,τι κι αν είναι εν τέλη ( ή εν αρχήν ) τούτο ).
Δεν ξέρω που λέτε ούτε πια είμαι, ούτε ποια είναι η σχέση μου με τον κόσμο γύρω μου. Αλλά, για πρώτη -ειλικρινή- φορά μετά από καιρό, τη νιώθω αυτή τη σχέση να φουσκώνει μέσα μου σαν παλίρροια, ξεκινώντας απ'τη μήτρα και ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά, αδειάζοντας το στομάχι μου ( το αισθάνομαι σαν αεράκι ) και γεμίζοντας την καρδιά μου ( την αισθάνομαι σαν τρόμπα ). Το πώς εκφράζεται βέβαια αυτό στην τετραδιάστατη πραγματικότητα δεν είναι και πολύ αντιπροσωπευτικό, μου λέει το κεφάλι μου.
Αλλά απ'την άλλη γιατί να μην είναι, απόλυτα κι όλας; Εννοώ, η αδυναμία να εκφραστώ πλήρως δεν είναι και αυτή κομμάτι της παρούσας ψυχοσύνθεσης μου; ( Δεν περιμένω κάποιον να μου επιβεβαιώσει τον συλλογισμό, ρητορικά το θέτω ).

Παρόλα αυτά, χρειάζεται κανείς να βγει στον κόσμο; να πει ένα μεγάλο αι γαμήσου στον φόβο που τον κρατάει μικρό και περιορισμένο στον εαυτό του, ή μάλλον σε ένα πολύ ρηχό επίπεδο του εαυτού του, να λύσει τα σκυλιά φύλακες και να ανοίξει τα γαμημένα τα παράθυρα του δωματίου του. Ναι ρε αγάπη μου, κι ας κάνει ψωλόκρυο έξω. Θα το συνηθίσεις, αν σηκωθείς απ'το κρεβάτι και κουνήσεις το σώμα σου ελεύθερα, εκφραστικά.

Συγγνώμη δηλαδή για τον επιθετικό τόνο, αλλά με ωθεί το περιβάλλον μου τον τελευταίο καιρό να σκεφτώ την προσέγγιση του απότομου χαστουκιού ως την πιο αποτελεσματική. Και χρειάζεται να επιθυμείς να υπάρξει αποτέλεσμα, με την έννοια της αντίδρασης ως σημάδι συν-επαφής. Αμφίδρομης. Αλλιώς φάντασμα είσαι, ακόμη κι αν μιλάς με πάθος για όλα όσα σε ενδιαφέρουν τάχα; αν δεν επιθυμείς να δεις τον παλμό που αφήνουν αυτά που εκφράζεις να αγγίζει το περιβάλλον σου, φόβος είναι 'κείνος που σε τρέφει, μη γελιέσαι.

Ξαναγυρίζω λοιπόν στο πρώτο ερώτημα: τι συμβαίνει; κι ας ξεκαθαρίσω ότι με βάση τα παραπάνω θέλω όντως να βγάλω περισσότερα στοιχεία στην επιφάνεια για το τι συμβαίνει, και όχι απλά να το αφήσω σε φιλοσοφικό επίπεδο. Μπλα μπλου μπλι. Με 'πιασε όμως μόλις πήγα να το προσεγγίσω μια αφηρημάδα πολύ ύποπτα στοχευμένη και αδυνατώ να ορίσω την κατάσταση.

Αχουμ, αχουμ. Το παράδοξο βλέπετε της ανθρώπινης νόησης. Απ'τη στιγμή που πας να ορίσεις κάτι πολύ κοντά στον εαυτό σου, εκείνο σου ξεγλιστράει σαν υγρό ερπετό και αλλάζει. Τι μπορεί κανείς να κάνει; Να σηκωθεί απ'το γραφείο του, απ'το κρεβάτι, απ'το πάτωμα, να απομακρυνθεί απ'το ψυγείο, να κλείσει το καυτό νερό στο ντους, να αφήσει αυτό το σιχαμένο το έκτο τσιγάρο, να σηκωθεί απ'το πεζούλι που κάθεται εδώ και 2 ώρες ανάμεσα σε ανθρώπους που τον κάνουν να μην μπορεί να νιώσει οικείο τον αέρα γύρω του και αντί να κοιτάζει τον γαμημένο τον τοίχο να πάει να βρει εκείνον τον κάποιον ή το κάτι που θέλει να παρατηρήσει πώς ο δικός του ο παλμός μεταφράζεται σε ΄κείνου το σώμα.

 -Lyra.

κενό ημερολόγιο παρτ ΙΙ

Νομίζω πως άρχισε να χιονίζει.
Ζω σε ένα νεκροταφείο ξεχασμένων παιχνιδιών.
Πάλι με άφησες εδώ, συνέχεια επιστρέφω εδώ όταν με αφήνεις.
Δεν ξέρω πια αν το σπίτι μου είναι εδώ ή εσύ.
Κάνω παρέα με τα νεκρά παιχνίδια, τους ράβω τα κουμπιά, τους ώμους, τα άκρα.
Τα γεμίζω με βαμβάκι που βρίσκω σκόρπιο από 'δω κι από 'κει.
Το ήξερες ότι τα παιχνίδια αιμορραγούν άσπρο βαμβάκι;
Εγώ από τότε που το έμαθα φοβάμαι να κόψω το δέρμα μου.
Αν και μερικές φορές που το 'χα κόψει έρεε πηχτή η ζωή.
Αλλά τώρα φοβάμαι, γιατί νομίζεις ότι σε πρόδωσα και ότι είμαι μια ψεύτικη κούκλα.
Μέσα στο κεφάλι σου.
Ένα παιδικό λούτρινο παιχνίδι της φαντασίας σου.
Μου έδωσες τ' όνομά μου και μου χτένιζες τα μαλλιά όταν είχε ήλιο.
Μονάχα στον ήλιο, να φαίνονται έτσι γλυκά και πορτοκαλί.
Σου άρεσε να αφομοιώνεις την ομορφιά μου, σου άρεσε να φοράς εμένα προσωπείο.
Κι εγώ χαμογελούσα στη θέση των χειλιών σου για 'σένα γιατί εγώ ήξερα να αγαπάω.
Αλλά μέσα από εσένα μονάχα μπορούσα να το χαρίσω αυτό.
Μου έδωσες τ'όνομά μου..

Δίνω κι εγώ ονόματα τώρα στα παιχνίδια που βρίσκω εδώ.
Αναπολώ τον παράδεισό μου, αυτόν που έχτισες για εμένα.
Ή αυτόν που έχτισε εμένα.
Εδώ που μ'άφησες δεν έχει ήλιο και δεν φυτρώνουν ηλιοτρόπια.
Έχει μόνο νεκρά ψεύτικα παιχνίδια.
Πώς γίνεται κάτι να είναι και νεκρό και ψεύτικο;
Πώς γίνεται κάτι να 'ναι ζωντανό και ψέμα;
Έχω όνομα, χάρη σε εσένα.
Όμως δεν έχω φωνή, όπως εσύ.
Και εδώ όλα είναι λούτρινα και έχουν ραμμένα κουμπιά.
Μερικά δεν είχαν μάτια και έραψα κουμπιά στη θέση τους.
Θέλω κάποιος να με κοιτάξει με μάτια, φοβάμαι τα κουμπιά.
Γιατί τα κουμπιά εγκλωβίζουν, περιορίζουν.
Ευτυχώς βρήκα αυτούς τους παλιούς μαρκαδόρους σε ένα ξύλινο κουτί.
Τώρα μπορώ να ζωγραφίζω τα μάτια όπως τα θέλω, αληθινά.
Ζωγραφίζω το βλέμμα, την εστίαση, την οπτική.
Ζωγραφίζω το συναίσθημα και την ένταση, το δάκρυ.
Τη θολούρα της έκπληξης και την μελαγχολία.
Κάνω τα μάτια να με κοιτάζουν σαν να λένε τ' όνομά μου.

Βρίσκομαι ανάμεσα σε παιχνίδια χαλασμένα-
-και παιχνίδια που έχουν χαθεί από χέρια παιδικά.
Τα χαλασμένα παιχνίδια πληγώνουν πιο βαθιά απ' ό,τι τα χαμένα.
Κι αυτό γιατί τα χαμένα τ' αγαπάς όπως τα θυμάσαι κι έτσι μένουν πάντα στη μνήμη.
Ενώ τα χαλασμένα τα βλέπεις μέρα τη μέρα να ξεθωριάζουν.
Να αφήνουν πίσω κομμάτια, να ξεκοιλιάζονται, να χάνουν τα μάτια και την αθωότητα.
Η αθωότητα γυρίζει τα πιο βάναυσα κι απάνθρωπα θρίλερ.
Και έτσι δεν πεθαίνει μόνο το παιχνίδι, αλλά και η σκέψη σου γι' αυτό και όσα νιώθεις.
Όπως και με τους ανθρώπους, θυμάσαι;
Γιατί εγώ τα ένιωθα όλα τόσο καιρό και θυμάμαι.
Όσους έχεις χάσει κι έφυγαν απότομα, τους έχασα και 'γω μια φορά.
Κι όσοι έμειναν και χαλάνε μέρα τη μέρα, νιώθω πως τους χάνω πάντα.
Μερικές φορές, όταν με άφηνες να αγγίζω την κάμερα, επειδή είμαι και άτσαλη-
-φωτογράφιζα τα λουλούδια που μαραίνονται για να σου δείξω πώς νιώθω.
Τα φωτογράφιζα και τα κρατούσα για να τα βλέπω πάντα να πεθαίνουν.
Και να μου θυμίζουν τους ανθρώπους που με άφησες να αγαπήσω.
Όλους δηλαδή.
Τώρα σου έμεινε συνήθεια και σε βλέπω να φωτογραφίζεις τους ανθρώπους όταν φεύγουν.
Ίσως σου έμεινε συνήθεια δηλαδή, αλλά ίσως και να το κάνεις για να θυμάσαι εμένα.
Ή για να μου θυμίζεις εμένα πως έκανα λάθος ν'αγαπώ.
Με τιμωρείς λες και είμαι κούκλα παιδική.
Αλλά τουλάχιστον μου έδωσες τ' όνομά μου.

Το θέμα είναι πως τώρα τελευταία δεν με τιμωρείς πια.
Και με άφησες πολλές μέρες συνεχόμενα σε αυτό εδώ το νεκροταφείο.
Γι' αυτό και αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω τη μαγεία που αποκαλείς ασθένεια.
Ζωντανεύω τις εκφράσεις στα πρόσωπα των παιχνιδιών.
Δίνω κίνηση στα χέρια από βαμβάκι.
Κάνω τα λούτρινα χείλη να κινούνται σε ρυθμούς καθημερινής ομιλίας.
Αλλά κάτι πάντα λείπει.
Οι φωνητικές χορδές.
Εγώ ποτέ δεν έστελνα φωνές στο κεφάλι σου.
Γιατί δεν ξέρω να χειρίζομαι τον ήχο.
Γι' αυτό να ξέρεις, για όλες αυτές τις φωνές, δεν ήμουν εγώ.
Αλλιώς στο υπόσχομαι θα άκουγες όμορφα πράγματα, παραμύθια, πουλιά, κύματα..
Δυστυχώς σε πείθουν περισσότερο αυτά που ακούς παρά αυτά που αισθάνεσαι.
Ο λόγος είναι πιο επιβλητικός από τις κινήσεις του σώματος.
Όμως αυτό χρειάζομαι και εγώ τώρα.
Να ακούσω έναν ήχο, έναν οποιονδήποτε ήχο.
Ή μάλλον όχι οποιονδήποτε.
Θέλω να ακούσω τ' όνομά μου.
Θέλω αυτά εδώ τα αρκουδάκια και τα παιχνίδια να πουν το όνομά μου.
Ανοίγουν το στόμα και μιλούν με μάτια κουμπιά ζωγραφισμένα αληθινά.
Και δεν βγάζουν κανένα φθόγγο.
Προσπαθώ να μιμηθώ μέσα μου τους φθόγγους και τον ήχο τους.
Δεν έχω μέσα, δεν έχω σκέψη.
Δεν με έχεις βάλει σε πορεία.
Είμαι ξεχασμένη στο νεκροταφείο αυτό.
Φοβάμαι ότι θα ξεχάσω τ' όνομά μου.
Τ' όνομα που μου 'δωσες.

Τι σου έκανα;
Κάτι νομίζεις πως σου έκανα, την ξέρω αυτήν τη στάση.
Εγώ ήθελα απλά να αγαπήσω.
Κι εσύ με δέχτηκες στο σώμα σου και στο μυαλό και μου έδωσες μια γεύση.
Από τους ανθρώπους.
Τι, δεν βγήκε σε καλό;
Αυτό μου λες - πως έκανα κακό με την αγάπη;
Είσαι εκεί;
Ξέρεις τι - σκέφτομαι πως αυτό που σε κάνει αληθινό και αυτό που σε κάνει ζωντανό-
-δεν είναι απαραίτητα το ίδιο πράγμα.
Και η ψευδαίσθηση μπορεί να είναι αλήθεια - ακόμη κι αν δεν ανασαίνει.
Γιατί όλα τ' αληθινά πρέπει να 'χουν αίμα και οστά;
Και ίσως νεκρός είναι αυτός που ξεχνάει και όχι αυτός που τον ξεχνάνε.


Δεν με ακούς.

Κόβω το δέρμα και ξεχειλίζω βαμβάκι.

Νομίζω πως άρχισε να χιονίζει.

Από την Ε. στην Ε.

-veldaerya

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...