Saturday 16 December 2017

zeigefinger [ο δείκτης]

 Καλή μου, 

  αν κι αισθάνομαι πως δεν μετακινήθηκα ποτέ απ' το σημείο στο οποίο με άφησες, η πραγματικότητα δείχνει να 'χει διαφορετική γνώμη. Καθημερινώς στον δρόμο νέα πρόσωπα μου χαμογελούν, πρόσωπα που ελάχιστα γνωρίζω ή που ποτέ μου δεν περίμενα να λάβουν τον ελάχιστο ρόλο στην κοινωνική μου ζωή. Τους τελευταίους δύο μήνες έχω γνωρίσει υπέρ-αρκετό κόσμο, ανθρώπους συναρπαστικούς και μη, κι έχω βρεθεί σε αρκετές ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Έχω ανακαλύψει νέα στέκια και έχω αναπτύξει ιδιαίτερα τις ικανότητές μου στο πιάνο. Ταυτόχρονα, έγινε δεκτή η αίτηση μου για προαγωγή· έτσι, όχι μόνο βρίσκομαι πιο κοντά στην πραγμάτωση των επαγγελματικών μου ιδεών, αλλά από την πρώτη κιόλας του μήνα, θα μετρώ επιπλέον εκατόν είκοσι ευρώ στον μισθό μου. Τα χρήματα αυτά έχω σκοπό να τα συλλέξω έως ότου συμπληρώσω το απαραίτητο ποσό για να αποκτήσω επιτέλους αυτό το σπίτι που πάντα συζητούσαμε. Τέλος -και ίσως κυριότερα- ο ύπνος μου έχει πλέον γαληνέψει· καταφέρνω να κοιμάμαι τις απαραίτητες ώρες ατάραχος, χωρίς φαρμακευτική βοήθεια.
  Θέλω μ' αυτά να σου εξηγήσω πως βρίσκομαι στ' αλήθεια σε ικανοποιητική -πρακτικά- θέση. Όλα δείχνουν να κυλούν προς μία θετική πορεία, την οποία μάλιστα εγώ προκάλεσα, επιμένοντας να φέρω τον εαυτό μου πιο κοντά στην ικανοποίηση των ονειροπολήσεών μου. Το συμπεραίνεις άλλωστε- είναι όλα τους πράγματα που συζητήσαμε κάποτε μαζί, ίσως σε φαντασιακό, ή και  σε πραγματικό επίπεδο. Οι νέοι άνθρωποι, η δουλειά, οι νέες εμπειρίες. Ο ήρεμος ύπνος. Για όλα αυτά ξόδεψα αρκετή ενέργεια, αρκετό κόπο, και τώρα τα θετικά αποτέλεσματα που κέρδισα απ' αυτήν θα περίμενε κανείς να μου προσδώσουν αυτήν την γλυκιά ευχαρίστηση της αποτελεσματικότητας. Μου είναι όμως απαραίτητο, μαζί μ' αυτά, να παραδεχτώ -έστω σ' εσένα- τα συναισθήματά μου. 

  Είναι η πρώτη μου φράση που τα περιγράφει στ' αλήθεια όλα. Δεν αισθάνομαι πως μετακινήθηκα ποτέ απ' το σημείο που μ' άφησες. Και μ' αυτό εννοώ, το αφηρημένο στάδιο της ζωής μου -εξωτερικά και εσωτερικά- κατά το οποίο είχες νέα μου τελευταία φορά. Σε αντιπαράθεση με ό,τι μου συμβαίνει πραγματικά, εγώ δεν διανύω ενθουσιασμό. Δεν διανύω ευχαρίστηση. Δεν βιώνω τη χαρά της -ας το πούμε-  επιτυχίας. Όπως, αντίστοιχα, δεν αισθάνομαι κανέναν πόνο. Καμία θλίψη. Κανένα άγχος, τίποτα, γλυκιά μου, τίποτα. Ή, τουλάχιστον, δεν τα διανύω σε ένα επίπεδο βαθιά εσωτερικό. Τα συναισθήματα χαιδεύουν το ανώτερο στρώμα του σώματός μου. Αυτό ειν' όλο. Δεν με τρυπάνε, όπως με τρυπούσαν κάποτε, όπως -χριστέ μου- θα ήθελα να με τρυπήσουν. Δεν με διανύει τίποτα. Αισθάνομαι πάνω στο σώμα μου μια απέραντη νεκρή έκταση, ένα ανοξικό πεδίο, στο οποίο τίποτα δεν μπορεί να βλαστήσει, τίποτα δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Στο όριο αυτού του πεδίου, τίθενται οι αισθήσεις μου. Η επιφανής αντίληψη των εξωτερικών ερεθισμάτων. Σε μια ευθεία, λεπτή γραμμή, λεπτή όσο το δέρμα· εκεί πάνω διαρρέουν τα συναισθήματα, ρευστά, πάνω στην επιδερμίδα, και παραμένουν εκεί, ανίκανα να εισχωρήσουν βαθύτερα. Αναρωτιέμαι, καλή μου, αν είναι δική μου η ευθύνη που δεν μπορώ να αισθανθώ. Αν πάσχω από κάτι, αν είμαι προβληματικός, αν δεν είναι στην φύση μου η αισθαντικότητα· όμως μετά θυμάμαι -με χαρά και θλίψη ταυτόχρονα- πως κάποτε δεν ήταν έτσι ο εαυτός μου. Συνεπώς, καταλήγω πως οι εξωτερικοί παράγοντες δεν είναι αρκετά ικανοποιητικοί ώστε να μου προσδώσουν οποιοδήποτε βαθύ συναίσθημα. Δεν μπορώ όμως ούτε αυτό να το δεχτώ. Καταρχάς, όσα μου συμβαίνουν αυτόν τον καιρό είναι πράγματα που πάντοτε ποθούσα να μου συμβούν. Μα κι έτσι να μην ήταν, διένυσα τους τελευταίους μήνες αρκετές πικρές στιγμές, οι οποίες θα μπορούσαν να μου είχαν χαρίσει έστω ένα δάκρυ. Μα αυτό το σώμα δείχνει να 'χει πια στερέψει.
  Παραδέχομαι -κάπως ντροπαλά είναι η αλήθεια- πως ο μόνος ενθουσιασμός που μου προσδίδουν οι εξελίξεις στις ημέρες μου δεν είναι τα γεγονότα αυτά καθ' αυτά, μα η ανυπομονησία να μοιραστώ μαζί σου αυτά τα νέα. Βέβαια, η συνειδητοποίηση αυτή μου προκαλεί μια παραπάνω αίσθηση κενότητας. 

  Η πορεία των σκέψεών μου έχει αυτήν την καθημερινή κυκλική πορεία που προσπαθώ να σου περιγράψω. Πράγματα συμβαίνουν, κι εγώ πάνω σε αυτά ανυπομονώ για τα συναισθήματα να εισρεύσουν στο σώμα μου. Όμως μένω πάντοτε στην αναμονή, όπως σου περιγράφω, ενώ τα συναισθήματα περνούν από πάνω μου χωρίς να μ' αγγίζουν, αδιάφορα, τα ξεφυλλίζω με το νου μου αλλού σαν περιοδικό τελευταίας κατηγορίας σε κάποια αίθουσα αναμονής, αυτό, αυτό ακριβώς, αυτό κάνω με όλη την ζωή μου. Με όλες τις ημέρες. Κι ενώ είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου στην εξωτερική αλλαγή, ενώ, σου τ' ορκίζομαι, με προγραμμάτισα, εφόσον η διάθεσή μου από μόνη της δεν μπορούσε να με βάλει στον χορό, άνοιξα την πλάτη μου και με ρύθμισα σαν κομπιούτερ, να επιτελέσω εργασίες, να κάνω πράγματα, και αυτό συνέβη -συγχώρεσέ με, χάνω την ψυχραιμία μου- και οι πράξεις μου έφεραν αποτέλεσμα, όμως το γεγονός ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν μου προσέδωσε κανένα συναίσθημα, με βύθισε ακόμη περισσότερο στο νεκρό σώμα στο οποίο αισθάνομαι κάτοικος. Κι αυτό είναι το αδιέξοδο στο οποίο αισθάνομαι πως έχω βρεθεί. Το οποίο νομίζω πως αρνούμαι να κοιτάξω στα μάτια. Η απευθείας αγγλική μετάφραση είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική. Νεκρό τέλος· dead end. Αυτό, γλυκιά μου. Αυτό ακριβώς.   
  Δεν σου κρύβω πως υπάρχουν στιγμές που νομίζω για λίγο πως χάνομαι ξανά στην αισθαντικότητα. Όμως αυτές οι στιγμές κρατάνε λίγο, κι εμπεριέχουν πάντα την παρεξήγηση των ίδιων των συναισθημάτων μου. Ίσως και την εσκεμμένη μεγένθυσή τους, από ανάγκη να βιώσω επιτέλους κάτι βαρύ. Συγχώρεσέ με γι' αυτήν την εικόνα που θα σου μεταδώσω- μα μου μοιάζει λες και πιέζω τους πόρους της επιδερμίδας μου έως ότου ξεράσουν από μέσα τους ό,τι σμήγμα απομένει· αυτό είναι το συναίσθημα, αυτό το αηδιαστικό σμήγμα που πιέζω να παραχθεί. Δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα που διένυσα για λίγο την παραίσθηση πως -ξανά- ερωτεύτηκα. Την παραίσθηση αυτή ακολούθησε η συνειδητοποίηση πως έσπρωξα τον εαυτό μου σε ένα οποιοδήποτε συναίσθημα, πάνω σε ένα οποιοδήποτε πρόσωπο, αναίτια, από ανάγκη για αυθεντικότητα. Παράλληλα, υπάρχουν στιγμές που ακριβώς αυτή η αίσθηση της ανοησίας, της κενότητας σημασίας, μου γεννά μια αναπάντεχη διάθεση να συμπλεύσω μαζί της πρακτικά. Να προσαρμόσω τις πράξεις μου στην ανοησία, να αρνηθώ οποιονδήποτε συμβιβασμό, οποιαδήποτε λογική, πώς να στο πω- να στρίψω απότομα το τιμόνι στ' αριστερά και να τρακάρω, να τσιμπήσω το μάτι μου με το πιρούνι την ώρα που τρώω, να κατεβάσω το παντελόνι μου και να ουρήσω πάνω στα έπιπλα του γραφείου όπου εργάζομαι, να αυνανιστώ μπροστά στους συναδέλφους μου, να σπάσω τις καρέκλες της κουζίνας πάνω στο πιάνο, έως ότου καταστραφούν και τα δύο. Όλα αυτά εκούσια και συνειδητά. Με πλήρη αντίληψη και κατανόηση των πράξεών μου. Μέχρι στιγμής, βέβαια, δεν έχω φτάσει στο σημείο να πραγματώσω οποιαδήποτε από αυτές τις φαντασιώσεις. Η σκέψη τους όμως είναι από τα λίγα πράγματα που μου προσδίδουν αληθινή ευχαρίστηση. 
 Είναι κι αυτό που σου περιέγραψα μια σημαντική διακλάσωση της σκέψης μου. Πως εφόσον τίποτα δεν βγάζει αρκετό νόημα, τότε γιατί να πειθαρχώ τον εαυτό μου σε συμβάσεις οι οποίες δεν με ενδιαφέρουν; Δεν μου προσφέρουν; Καταλαβαίνεις; Διανύω την α-νοησία. Την ματαιότητα. Η οποία -παρεμπιπτόντως- άκουσα κάποτε πως αποτελεί το δηλητήριο της νιότης. Από ανάγκη να επιτελώ τουλάχιστον τις βασικές μου λειτουργίες, περπατάω μέσα στους μήνες αυτόματα, αποφεύγοντας πια να μπαίνω στη διαδικασία της αμφισβήτησης, της αμφιβολίας, πολύ απλά επειδή γνωρίζω πως σ' αυτά θα συναντήσω την νεκρωμένη μου ύπαρξη. Και παράλληλα, αυτή η εσκεμμένη άγνοια προκαλεί την περαιτέρω σήψη μου. Εκτονώνω την αρρώστια μου- γιατί περί τέτοιας πρόκειται- σε παράλογες ονειρώξεις και φαντασιώσεις, μέχρις ότου η σύγχυση λυθεί, και μπορέσω να συνεχίσω την ανόητη καθημερινότητά μου.
  Δεν σου κρύβω, βέβαια, πως σαν αποτέλεσμα όλων αυτών, με χτυπά η ενοχικότητα, σαν κηδεμόνας που με επιπλήττει επειδή δεν καταφέρνω να εκτιμήσω την πλεονεκτική μου θέση. Βέβαια, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Είμαι ευγνώμων για αυτήν την θέση. Όμως δεν την βιώνω πραγματικά. Η ενοχή μου είναι τόσο γενική -σε σύγκριση δηλαδή με τους υπόλοιπους ανθρώπους, που μπορεί να είναι σε λιγότερο βολική θέση απ' τη δική μου- αλλά και προσωπική- σε σύγκριση με τα δεινά που πέρασα στο παρελθόν, και τα οποία κατάφερα να ξεπεράσω χωρίς ποτέ να διανύσω μια πορεία τόσο δυσχερή όσο τούτη εδώ. 

  Και είναι, γλυκιά μου -που να με πάρει ο διάολος- παράδοξο, γιατί στ' αλήθεια, να, σου τ' ορκίζομαι -και συγχώρεσέ με που πάλι χάνω την ψυχραιμία μου- εγώ αγαπώ την ζωή, την αγαπώ, την εκτιμώ, στ' αλήθεια, το αναγνωρίζω αυτό ως βασικό χαρακτηριστικό του εαυτού μου. Αγαπώ την ζωή. Δεν είναι απλώς ότι φοβάμαι το θάνατο. Αγαπώ την ζωή. Την ροή της. Την αγαπώ σαν άνθρωπος που βίωσε στο πετσί του την απειλή της στέρησής της, την απάρνησή της, την περιθωριοποίηση από την ίδια την ζωή. Αγαπώ τους ανθρώπους, την αισθαντικότητα, αγαπώ το άλγος όσο αγαπώ τη χαρά, ακριβώς επειδή αγαπώ την ζωή· μα τώρα ενώ αυτή συμβαίνει, εγώ, ειλικρινά, βαριέμαι να την διανύσω. Προτιμώ να καθίσω περιμένοντας· χωρίς αντικείμενο· απλώς, περιμένοντας. 
  Μου φαίνεται πως πλάτιασα αρκετά. Κι ειν' η αλήθεια πως συνάντησα ξαφνικά το σημείο στο οποίο μου μοιάζει πλέον ανόητο να συνεχίσω να σου εξομολογούμαι και να σου περιγράφω. Μακάρι να μπορούσα να σου πω πως αισθάνομαι καλύτερα μετά απ' όλα όσα σου είπα. 
  Μακάρι, εν τέλει, να μπορούσα να σου πω το οτιδήποτε. 

  Σε φιλώ με νόστο και άλγος. 
                                                          ______
https://www.youtube.com/watch?v=2tEHmiCluU4&t=4s

                                                -Ζωή (ορ γουατέβερ)
  

Wednesday 1 November 2017

φάε την σκέψη σου / θοτ φορ φουντ

      Ξύπνησα μέσα στη νύχτα πεινασμένος. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία και βάδισα ασυνείδητα προς το ψυγείο, όμως μετά συνειδητοποίησα πως είχα φάει αρκετά καλά ελάχιστες ώρες πριν το συμβάν. Το στομάχι μου παραπονιόταν με ανθρώπινη ανυπομονησία, σχεδόν ένιωθα το βάρος της αντίληψης και συνείδησής μου σαν άνθρωπος να βρίσκεται εκεί. Άνοιξα το ψυγείο και ήταν γεμάτο με μπαγιάτικα φαγητά σε τάπερ της μάνας μου, μερικά αυγά, πορτοκάλια και μπύρες. Πρώτο τάπερ-μουσακάς. Ο μουσακάς της μάνας μου είναι ο καλύτερος μουσακάς και η μάνα μου η καλύτερη μάνα. Δεν γουστάρω να λένε πράγματα για τη μάνα μου, τρελαίνομαι και πέφτει μαύρο στη σκέψη μου. Γουστάρω τη μάνα μου τρελά και όταν πλένει τα πιάτα μ'αρέσει να περνάω από την κουζίνα και να της δίνω μια στον κώλο. Καμία γκόμενα δεν έχει τον κώλο της μάνας μου, γι' αυτό και καμία δεν αξίζει να της φέρομαι καλά. Άσε που ποια θα μπορούσε να φτιάξει τέτοιο μουσακά;
      Με αυτές τις σκέψεις και τη μυρωδιά της μάνας μου όταν καθαρίζει το σπίτι, που έχει άρωμα χλωρίνης και απορρυπαντικών, να διαπερνάει τη μνήμη μου, ούτε που κατάλαβα πότε πρόλαβα να φάω όλο το μουσακά. Έτσι είναι τα φαγητά της μάνας μου, σε στέλνουν. Άνοιξα και το δεύτερο τάπερ-φακές. Εντάξει, οι φακές είναι παράδοση στο πατρικό μου. Ο πατέρας μου τρώει τουλάχιστον τέσσερα πιάτα κάθε φορά και μετά πηγαίνει πάνω κάτω στο σπίτι και κλάνει. Αυτός ο ήχος είναι το ερωτικό του κάλεσμα προς την αδερφή μου-εντάξει ίσως υπερβάλλω, μου αρέσει να υπερβάλλω. Παρ' όλα αυτά, η αδερφή μου είναι αρκετά καλό μουνάκι. Και η αλήθεια είναι πως όντως, οι περισσότερες φορές που έχω ακούσει τους γονείς μου να γαμιούνται, ήταν μέρες που το μεσημέρι η μάνα μου είχε μαγειρέψει φακές. Έχω τραβήξει τη μαλακία της ζωής μου ακούγοντας τον μπαμπά και τη μαμά να γαμιούνται. Νομίζω πως καμία γκόμενα δεν μούγκρισε ποτέ στο αυτί μου με τον ευλαβικό τρόπο που μουγκρίζει η μάνα μου στα αυτιά του πατέρα μου-ήχος που διαπερνούσε τον τοίχο και συνήθιζε να φτάνει και στα δικά μου αυτιά, όταν ήμουν έφηβος κι έμενα μαζί τους. Ίσως κι αυτός να ήταν ο πρώτος ήχος που άκουσα, όταν βγήκα απ' τον φαλλό του πατέρα μου.
      Πολλές φορές, μάλιστα, όταν τα είχα με την Φαίη, που έφερνε λίγο στη μάνα μου-είχαν περίπου την ίδια μέση, παρόμοιους αστραγάλους και ένα σημάδι στον δεξί γοφό που έμοιαζε αρκετά-προσποιούμουν πως είμαι ο πατέρας μου για να την κάνω να μουγκρίσει με τον ίδιο σκοπό. Κι εκείνη δεν μούγκριζε ποτέ γιατί ήταν μουγκή από τη γέννησή της και εμένα μου έπεφτε. Κάπως έτσι άρχισα να αισθάνομαι αποτυχημένος, γιατί του πατέρα μου ποτέ δεν του πέφτει και είμαι σίγουρος γι αυτό. Αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να ευθύνομαι γι' αυτό και η Φαίη πλήρωσε γι αυτό το έγκλημα πολύ ακριβά. Έχω κρατήσει σε ένα συρτάρι στο κομοδίνο μου μερικά απ' τα δόντια που έχασε στην διαδικασία ενοχοποίησης και τιμωρίας της. Τα κρατάω εκεί και περιμένω την νεράιδα των δοντιών να τα πάρει και να βάλει τάπερ της μάνας μου στη θέση τους-πραγματική μαγεία. Τι να τα κάνεις τα λεφτά αν έχεις τέτοια τάπερ; Εγώ δεν θα ζητούσα ποτέ παραπάνω από τη ζωή, δεν είμαι φιλόδοξος άνθρωπος και ξέρω να εκτιμάω αυτά που έχω.
      Τρίτο τάπερ-φασολάκια. Τέταρτο-αρακάς. Και μερικά άλλα κατεψυγμένα με μπιφτέκια και κιμά. Τα έφαγα όλα, ακόμη και τα ωμά κατεψυγμένα και ακόμα η γαμημένη η πείνα δεν έλεγε να κοπάσει. Τι συμβαίνει; Άρχισα σιγά σιγά να ξυπνάω και να συνειδητοποιώ ότι κάτι δεν πάει καλά. Πώς γίνεται να μην χορταίνω με τίποτα και να συνεχίζω να πεινάω; Και ένιωθα και έναν έντονο πόνο στον οισοφάγο μου, σαν να μου είχε κάτσει ένα ολόκληρο τάπερ εκεί, σαν να είχα καταπιεί μια μπάλα ράγκμπι και δεν είχε επανέλθει στα φυσιολογικά του. Τι διάολο. Τέλος πάντων, άρχισα να τρώω τα αυγά. Στην αρχή έπιασα το λάδι για να το ρίξω στο τηγάνι και να τα τηγανίσω, αλλά για κάποιο λόγο κατέληξα να καταπίνω το λάδι με τέτοια ηδονική απόλαυση, σαν να ήταν σωστό παλιό ουίσκι. Έτσι κατέβαζε η αδερφή μου τα μίλκο όταν είχε περίοδο. Πλέον είχα αποδεχτεί ότι δεν θα ηρεμήσω αν δεν φάω ό,τι υπάρχει μέσα στο ψυγείο. Καθώς έτρωγα ένα ένα τα αυγά, έτσι ωμά και με το τσόφλι, και καθώς αργότερα δάγκωνα και καταβρόχθιζα μανιωδώς τα πορτοκάλια ένα προς ένα, ένιωθα το κεφάλι μου κενό, σαν αερόμπαλα, σαν πλαστικό μπαλάκι παιδότοπου. Στο πρώτο αυγό που το έφαγα με ιδιαίτερα αριστουργηματικό τρόπο-το τρύπησα και το ρούφηξα αφήνοντας άθικτο το τσόφλι-έβαλα το ένα χέρι μου στο κεφάλι μου και έγειρα πάνω σε αυτό, ενώ στο άλλο μου χέρι κρατούσα το σκέτο απείραχτο τσόφλι. Τι σκατά. Δεν υπήρχε καμία διαφορά στην αίσθηση του βάρους.
      Το ψυγείο είχε πλέον αδειάσει και στα ντουλάπια δεν έβρισκα τίποτε άλλο να φάω. Η πείνα είχε αποκτήσει οντολογική υπόσταση, είχε σύσταση, ψυχή, σχεδόν φοβόμουν πως θα αποκτούσε και σώμα και θα ερχόταν να με κατασπαράξει ολόκληρο. Δεν ήξερα τι άλλο να φάω και δεν είχα λεφτά να παραγγείλω. Σκέφτηκα τη μάνα μου, τι καλά να ήταν εδώ τώρα και να την ξυπνούσα να μου λύσει τα προβλήματά μου. Τι καλά! Αλλά η μάνα μου είναι σε άλλη πόλη. Τι τις ήθελα εγώ τις σπουδές; Αφού σπίτι της μάνας μου θα κατέληγα-και πολύ καλά θα έκανα, πού να ψάχνεις τώρα να βρίσκεις σωστή γυναίκα με σωστή αντίληψη της κουζίνας και των απορρυπαντικών. Γιατί να ψάχνεις γυναίκα, ενώ έχεις την μοναδική που σε αισθάνεται και σε αγαπάει ανιδιοτελώς και σε καταλαβαίνει; Και πάντα θα σε συγχωρεί. Και, τέλος πάντων, μπορείς να μπεις σε όσα μουνιά θέλεις, αλλά πάντα θα έχεις βγει από ένα. Και αυτό είναι που μετράει. Και τώρα που το σκέφτομαι μου τη σπάει ο πατέρας μου. Μου τη σπάει που πηδάει τη μάνα μου και τον μισώ γι΄ αυτό. Είμαι καλύτερος από εκείνον, ακόμη κι αν μου πέφτει με γκόμενες σαν τη Φαίη που είναι μουγκές, έχω ψυχή, έχω καρδιά εγώ. Είμαι πολλά παραπάνω.
      Ξάπλωσα στο κρεβάτι εξαντλημένος. Η πείνα οργίαζε ακόμη και είχε πάρει τον ρόλο μιας πολύ διψασμένης Αφέντρας. 
Προσπάθησα να μασήσω το μαξιλάρι μου, όμως τα σαγόνια μου είχαν εξαντληθεί και δεν μπορούσα να τα ελέγξω. Νομίζω μάλιστα πως το κάτω σαγόνι είχε βγει απ' τη θέση του και ήταν δυσλειτουργικό. Όπως η Φαίη, όταν προσπάθησε να ανέβει από πάνω μου στο σεξ. Πώς πηδάς μια γκόμενα αν είναι από πάνω; Παράλληλα, ένιωθα έναν έντονο πόνο στο στομάχι μου, σαν να είμαι σε χειρουργείο και με ανοίγουν με νυστέρι, και μαζί με αυτήν την οξεία αίσθηση, ένιωσα και το κρεβάτι μου να υγραίνεται, ένα πηχτό υγρό αγκάλιαζε την κοιλιά και τη μέση μου. Άναψα το φως και παρατήρησα πως αιμορραγούσα πηχτό μαύρο αίμα. Μου θύμισε τις παντζαροσαλάτες της μάνας μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωθα πως δεν είχα χρόνο να χάσω. Δεν είχα χρόνο να φρικάρω και η αιτία αυτής της κατάστασης ήταν μηδαμινής σημασίας, όσο υπήρχε η Αφέντρα. Έχωσα την παλάμη μου στο αίμα και άρχισα να γλείφω τα δάχτυλά μου, πάνω στα οποία έβρισκα προσκολλημένες και μερικές κλωστές. Μία μανιώδης παρόρμηση με κυρίευσε και ρίχτηκα με τα μούτρα στην κοιλιά και τα μπούτια μου κι έγλειφα το αίμα από τον εαυτό μου. Η Φαίη και καμία άλλη γκόμενα δεν μου έκαναν ποτέ τόσο απολαυστικό στοματικό σεξ.
      Όταν το σώμα μου τελικά καθάρισε από το αίμα, ήμουν ο πιο καθαρός και όμορφος άνθρωπος στον κόσμο. Όλα ήταν τέλεια, εκτός από μία λεπτομέρεια. Με την απομάκρυνση του αίματος, φάνηκε μια αρκετά επιβλητική τρύπα στο δέρμα μου, στο σημείο που βρίσκεται το στομάχι. Την ψηλάφισα με τα χέρια μου και άρχισα να βογκώ από τον πόνο. Το στομάχι μου είχε μια γαμημένη τρύπα. Επειδή είμαι έξυπνος άνθρωπος, σκέφτηκα πως μάλλον γι' αυτό πεινούσα, το φαγητό θα πρέπει να απομακρυνόταν από τον οργανισμό μου μέσω αυτής της τρύπας. Όμως, πουθενά μέσα στο σπίτι δεν βρήκα το αποβαλλόμενο φαγητό. Έχωσα το χέρι μου μέσα στην τρύπα, και ξαφνικά άρχισα να γαργαλιέμαι ολόκληρος. Άρχισα να γελάω πολύ δυνατά και να τρελαίνομαι. Στο στομάχι, υπήρχε ένα γλοιώδες κάπως σφαιροειδές πράγμα και το έπιασα. Μόλις το έκλεισα στις παλάμες μου, ένιωσα ολόκληρο το σώμα, την ψυχή και την συνειδησιακή μου οντότητα να βιώνει μια θερμότητα αγκαλιάς. Σαν να ήμουν μωρό στα χέρια της μάνας μου και εκείνη να με κρατούσε σφιχτά. Τράβηξα την μπάλα προς τα έξω και άρχισα να νιώθω πίεση, σαν κάποια δύναμη να με σπρώχνει, να με μετατοπίζει από το σώμα και την ύπαρξή μου. Δεν ξέρω αν τα εξηγώ καλά.
      Έβγαλα έξω την μπάλα και την περιεργάστηκα, αφού την καθάρισα με το νερό της βρύσης. Η αίσθηση που βίωνα τώρα ήταν κρύο, χειμώνας, σαν να βουτάω στην πιο κρύα πισίνα καταχείμωνο και για λίγα δευτερόλεπτα ένιωθα να μην μπορώ να αναπνεύσω. Έκλεισα τη βρύση και δεν μπορούσα να πιστέψω στα γαμημένα τα μάτια μου. Ήταν ένας εγκέφαλος. Το ορκίζομαι στην μάνα μου αυτό και ε, πρόσεξε, δεν θα ορκιζόμουν ποτέ στη μάνα μου για πλάκα, κατάλαβες; Ήταν ένας γαμημένος εγκέφαλος, και μάλιστα νομίζω πως ήταν ο δικός μου. Το λέω επειδή φαινόταν εξαιρετικός. Αυτό που ήθελα να κάνω μόλις τον αντίκρυσα, ήταν να τον επεξεργαστώ, να τον θαυμάσω, να δω πώς θα τον βάλω πίσω στο κεφάλι μου. Όμως η Αφέντρα δεν με δέχτηκε με αυτήν την διάθεση και άρχισε πάλι να οργιάζει.
      Πήρα μερικές κλωστές από το συρτάρι, το συρτάρι μέσα στο οποίο φυλάσσω τα δόντια της πρώην μου, και άρχισα να ράβω ερασιτεχνικά την τρύπα από το στομάχι μου. Όταν θεώρησα πως είχε κλείσει καλά, έχωσα με έντονη βουλιμική παρόρμηση τον εγκέφαλο στο στόμα μου και τον κατάπια ολόκληρο, κάνοντας τον οισοφάγο μου να πονάει. Ήταν το πιο απολαυστικό γεύμα που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου. Βιώνοντας αυτήν την συνειδητοποίηση, άρχισα να θυμώνω. Όχι με την κατάσταση, αλλά με τη μάνα μου. Υπήρχε πράγματι τέτοιο φαΐ και δεν μου το είχε προσφέρει ποτέ; Τι μάνα ήταν αυτή. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάρω το πρώτο αεροπλάνο, να πάω να τη βρω, να την κόψω κομματάκια και να την ταξινομήσω στα γαμημένα τα τάπερ που μου στέλνει κάθε βδομάδα, τάπερ γεμάτα ψευτιά και υποκρισία. Όσο βίωνα αυτήν την φαντασίωση, έπινα τις μπύρες από το ψυγείο και αυνανιζόμουν. Ήπια τόσες μπύρες που με πήρε πολύ απότομα και άγαρμπα ο ύπνος-και ήταν βαθύς και γρήγορος ύπνος! Όσο κοιμήθηκα, είδα όνειρα την Αφέντρα να με πηδάει από πάνω και βίωσα την πιο ηδονική ονείρωξη της ζωής μου. Αλλά το όνειρο αυτό δεν κράτησε πολύ.
      Ξύπνησα μέσα στη νύχτα πεινασμένος. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία και βάδισα ασυνείδητα προς το ψυγείο, όμως μετά συνειδητοποίησα πως είχα φάει αρκετά καλά ελάχιστες ώρες πριν το συμβάν.

~veldaerya
       

Friday 20 October 2017

απόσπασμα από κάποια καταχώρηση σε φανταστικό ημερολόγιο

 Εκείνο το βράδυ, η Ανατολή χόρεψε· όχι τον ψεύτικο χορό των χλιαρών που σε κάνει να μην σκέφτεσαι· χόρεψε τον παλμό που υπερβαίνει τα χρώματα· το τραγούδι που θύμιζε πως είναι χιλιάδες, χιλιάδες πυγολαμπίδες! Είχε βρει το μάτζικ μπας του δυο χιλιάδες και κάτι. Έτριβε και ξανάτριβε τα μάτια της μπροστά στο απίστευτο. Κι όμως, ήταν εκείνοι, όπως τους είχε άλλωτε ονειρευτεί, κλεισμένη στο δωματιάκι που της αντιστοιχούσε στο σπίτι της οδού Βάρναλη: με τα ψηλά καπέλα και τα ογκώδη, ξενόφερτα μουσικά όργανα. Κι αυτά τα πρόσωπα γύρω λες και πρώτη φορά τα 'βλεπε υπό τέτοιο φως, ξάφνου της δίναν τόση εμπιστοσύνη. Το σώμα λύθηκε. Δεν ήταν θέμα απομνημόνευσης· το σώμα ήξερε πάντα προς τα πού να κάνει το επόμενο βήμα· πού να δώσει περισσότερο βάρος. Για την Ανατολή, χορός ήταν η φυσική προέκταση του να έχει κανείς πόδια. Γέλασε. Τόση ώρα με τα μάτια κλειστά κι όμως είδε τόσες ιστορίες. Η ζωή ήταν ένα ασύμμετρο, αχανές και πανέμορφο γεωμετρικό σχήμα. Τα θυμόταν πια όλα. Τις πληγές στα χέρια, την ζώνη του πατέρα της, το πιάνο. Κι όμως. Καμία θλίψη. Κανένας πόνος. Η Ανατολή χόρευε παρασέρνοντας την θλίψη της ανάμνησης· όλα πλέον ήταν τόσο ασήμαντα σε σχέση με το επόμενο τραγούδι. Το επόμενο βήμα. Ο σχοινοβάτης ξάπλωσε πάνω στην λεπτή γραμμή που ισσοροπούσε και χαμογέλασε ανέμελος. Ζούμε όλοι στριμωγμένοι σ' ένα περβάζι. Μια λάθος κίνηση, μια σπρωξιά και.. 


-ζωή 

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...