Wednesday 21 February 2018

Εγώ, ήμουνα τότε_

  _κάπου στα τριάντα. Κάπου εκεί. Και τότε, ξέρεις. Σου έχω πει. Η δουλειά μου ήτανε, πώς το λένε, πρόσεχα παιδιά κι αρρώστους, τέτοια. Σε σπίτια, δηλαδή. Ή μπορεί και να καθάριζα, ό,τι με βάζανε να κάνω, κατάλαβες. Αλλά άμα πας σ' ένα σπίτι και σε μάθουνε σαν, ας πούμε, γυναίκα που προσέχει αρρώστους, μετά σε προτείνουνε από 'δω κι από 'κει σαν τέτοια. Οπότε τέτοια γίνεσαι. Αποχτάς, δηλαδή, μια φήμη, πώς να σ'το πω.
  Τέλος πάντων, επειδή γενικά, πιο εύκολα σου εμπιστεύονται ένα γέρο παρά ένα παιδί, έτσι κι εγώ ξεκίνησα με μεγάλους ανθρώπους. Πήγαινα τότε σ' ένα σπίτι που μένανε ένας γέρος και μια γριά. Πάνω από εβδομήντα κι οι δυο, νομίζω. Τριανταπέντε χρόνια γάμου και τέτοια, καταλαβαίνεις. Είχανε μόνο ένα παιδί, ένα γιο, κι αυτός είχε κάνει δυο παιδιά, που δεν τα 'χα δει ποτέ μου. Η γριά ήτανε -για τα χρόνια της- μια χαρά, στα καλά της και τα λοιπά, αλλά ο γέρος είχε άνοια. Και προφανώς, η γυναίκα μόνη της, δεν μπορούσε πια να τον κρατάει, είχε κι αυτή τα δικά της. Κουραζότανε εύκολα. Πήγαινα λοιπόν εκεί κάθε μέρα, μαγείρευα, καθάριζα, και κάθε Τρίτη και Σάββατο βοηθούσα τον γέρο να πλυθεί. Κυριακές είχα ρεπό, γιατί πηγαίνανε με τα παιδιά τους για φαί. Αυτά. Καθόμουνα τέσσερις ώρες, από τις δέκα μέχρι τις δύο. Ύστερα πέφτανε για ύπνο, οπότε δεν με χρειαζότανε. Ούτε, δηλαδή, να βαρεθώ δεν προλάβαινα, κατάλαβες.
  Η καθημερινότητα ήτανε έτσι: ξυπνούσανε ο γέρος κι η γριά, σηκωνόντουσαν, και πηγαίνανε στην κουζίνα να πιουν τον καφέ τους. Όταν έμπαινα εγώ στο σπίτι -τότε μου άνοιγε πάντα ο γέρος, γιατί η γριά δυσκολευότανε να σηκωθεί- πάντα εκεί τους έβρισκα. Μα πάντα. Με τους ίδιους καφέδες, τα ίδια μπισκότα κανέλας, και κάτι φρυγανιές με βούτυρο και μέλι. Μετά, σηκωνόντουσαν και πηγαίνανε στο σαλόνι. Η γριά καθόταν στη μια πολυθρόνα κι ο γέρος στην άλλη. Ανάβανε την τηλεόραση, κι αυτό ήτανε. Αν δεν τους έδινες έναν λόγο, δεν κουνούσανε ως το μεσημέρι. Εγώ, στο μεταξύ, καθάριζα, έπλενα πιάτα, ξέρεις, τα διάφορα. Μετά, έπρεπε να σηκώσω τον γέρο να πάμε βόλτα. Στη βόλτα, περνούσαμε και κάναμε και ψώνια για το σπίτι και τα λοιπά. Γυρνούσαμε, καθότανε ξανά ο γέρος στην πολυθρόνα, κι εγώ με τη γριά πηγαίναμε στην κουζίνα. Μου έδινε η γυναίκα οδηγίες κι εγώ μαγείρευα· θέλανε διάφορα ελληνικά φαγητά που εγώ τότε δεν τα 'ξερα, καταλαβαίνεις. Μετά τους σερβίριζα, τρώγανε, και πέφτανε για ύπνο. Αυτά.
  Θέλω να σου πω, ήταν καλή δουλειά. Απλή. Δεν έκανα τίποτα τρομερό, εντάξει. Δηλαδή, να πλένω το γέρο, αυτό ήτανε το χειρότερο. Κι αργότερα, όταν άρχισε η ακράτεια, να το φροντίζω κι αυτό. Αυτός ήτανε σε φάση περίεργη, πότε δεν αναγνώριζε τον ένα, πότε τον άλλο.. Κι εμένα ειδικά, που ήμουνα και νέα, με έλεγε ανά καιρούς με διάφορα ονόματα. Με μπέρδευε με υπαρκτά πρόσωπα, θέλω να πω. Με γυναίκες που γνώριζε. Η γριά κάθε φορά επαναλάμβανε τις ίδιες προτάσεις, αστείες προτάσεις. Γιώργο, είναι δυο χιλιάδες τόσο, είμαστε στην τάδε οδό, είσαι τόσων χρονών, κι αυτή η κοπέλα είναι η Νάντια που μας προσέχει. Με κοιτούσε ο γέρος καλά-καλά, κι έλεγε ναι, ναι. Αλλά το 'βλεπες στο βλέμμα του πως δεν το πίστευε ούτε λίγο. Και τη γριά τη μπέρδευε, νόμιζε πως είναι η μάνα της. Η πεθερά του δηλαδή. Κι έτσι την έλεγε. Πεθερά, της έλεγε, πού 'ναι πάλι η κόρη σου; Κι η γριά πάλι τα ίδια. Γιώργο, είναι δυο χιλιάδες τόσο, είμαστε στην τάδε οδό, είσαι τόσων χρονών, κι εγώ είμαι η γυναίκα σου, η Μαρία. Ναι, ναι, έλεγε ο γέρος. Καταλαβαίνεις όμως, δεν ήτανε όλες τις φορές ήρεμος. Καμιά φορά συγχιζότανε, δηλαδή. Νόμιζε πως η γριά του λέει ψέματα και τέτοια. Τότε της μιλούσε πιο άσκημα, της έλεγε, πες μου μωρή, πες μου πού είναι η κόρη σου, ψέυτρα, και τα λοιπά. Και ποια 'ν' αυτή η ξένη που μου 'βαλες στο σπίτι -για μένα αυτό- και τέτοια. Δεν ήτανε δύσκολος πάντως παρ' ολ' αυτά. Και όταν τον βοηθούσα να πλυθεί, συνεργάσιμος. Απλά ντρεπότανε, βέβαια.. 

  Λοιπόν, αυτό ήτανε, όλο κι όλο. Περνούσε ο χρόνος βέβαια, κι ο γέρος χειροτέρευε, κι έκανε όλο και πιο περίεργα πράγματα, ξέρεις. Έβριζε τη γριά καμιά φορά, την έλεγε καριόλα. Καριόλα, κρύβεις την κόρη σου, και τέτοια. Είχε κατεβάσει και μια ολόκληρη ιστορία, πως η γυναίκα του βγαίνει και παίζει χαρτιά και πετάει τα λεφτά της, κι αυτή που βλέπει στο σπίτι την περνούσε για την πεθερά του, όπως σο 'πα. Και μ' εμένα τα 'χε βάλει μια-δυο φορές, γιατί νόμιζε πως ήμουνα ξένη κι είχα μπει στο σπίτι να κλέψω. Και, το πιο περίεργο, έπαιρνε τα λεφτά του και τα 'θαβε -στο θεό σου- στον κήπο. Νόμιζε λέει πως η γριά ήθελε να τον σκοτώσει και να του τα πάρει. Οπότε τα 'θαβε για να μην τα βρει ούτε αφού πεθάνει, κατάλαβες; Παρανοούσε, δηλαδή. Και πάλι, όμως, δεν ήτανε δύσκολος. Δεν με ζόριζε, δηλαδή, η δουλειά. 
  Είχε περάσει πια ένας χρόνος που δούλευα εκεί. Ένας χρόνος και. Μια μέρα λοιπόν, περασμένες τέσσερις το μεσημέρι, με παίρνει τηλέφωνο ο γιος τους. Μου λέει λοιπόν πως η γριά είναι άσχημα, και θα την πάει στο νοσοκομείο. Είχε την καρδιά της η γυναίκα. Αλλά, μου λέει, επειδή ο γέρος δεν είναι στα καλά του, δεν γίνεται να τον πάρουμε μαζί. Οπότε αν μπορείς, έλα στο σπίτι να μείνεις με τον γέρο για απόψε. Θα μου δίνανε και μια μεγάλη αμοιβή, τέλος πάντων, δέχτηκα εγώ. Πήγα και βρήκα τον γέρο μες στην αγωνία. Μεσημέρι τώρα, ώρα που κανονικά θα κοιμότανε. Καθισμένος στην πολυθρόνα κι όλο με ρωτούσε πράματα, λες και τα 'χε ξαφνικά τετρακόσια, και πού την πάνε, και είναι καλά, και τέτοια. Καθόμαστε λοιπόν, προσπαθώ να τον κάνω να ξεχαστεί και τα λοιπά. Βλέπουμε τηλεόραση, δεν περνά η ώρα με τίποτα, όμως ο γέρος εν τέλει, πράγματι, ξεχάστηκε. Ξέχασε κι ό,τι είχε συμβεί. Τώρα με ρωτά και με ξαναρωτά. Μα πού είναι η Μαρία; Η Μαρία πού έχει πάει; Έχει βγει; Κι εγώ συνέχεια του θυμίζω τα ίδια. Νυχτώνει, έχει πάει πια η ώρα δέκα, και τότε χτυπά το τηλέφωνό μου κι είναι ο γιος. Μου λέει πως η γριά δεν είναι καθόλου καλά και θα την κρατήσουνε απόψε μέσα. Θα μείνει αυτός μαζί της, κι εγώ αν μπορώ να μείνω το βράδυ, και τα λοιπά. Εγώ δεν είχα πρόβλημα κανένα.
  Λέω λοιπόν στο γέρο πως είναι ώρα να τον βάλω για ύπνο. Ο άνθρωπος πάλι δεν θυμότανε πού είναι η γυναίκα του, οπότε ξανά τα ίδια. Του 'πα πως δεν θα 'ρθει κιόλας απόψε το βράδυ. Τον βάζω λοιπόν και ξαπλώνει. Πάω να φύγω και να του κλείσω την πόρτα. Νάντια, μου λέει. Εγώ τότε ξαφνιάστηκα, ο γέρος ποτέ δεν θυμότανε πλέον τ' όνομά μου. Γυρίζω, τον κοιτάζω. Πες μου, παιδί μου, πού είναι η γυναίκα μου; Στο νοσοκομείο, του λέω. Και δεν θα γυρίσει απόψε; Όχι, του απαντάω. Κάνω πάλι να φύγω. Νάντια, μου λέει πάλι. Θα μου κάνεις μια χάρη; Ναι, κύριε Γιώργο. Θέλω να μου δείξεις το σώμα σου.
  Ορίστε;
  Θέλω να μου δείξεις το σώμα σου, μου ξαναλέει. Τίποτα άλλο, σ' τ' ορκίζομαι. Μόνο να μου γδυθείς.
  Λοιπόν, για να σου 'ξηγήσω, εγώ πια είχα συνηθίσει τον γέρο, που 'τανε άρρωστος, και δεν προσβαλλόμουνα ούτε τίποτα. Καταλαβαίνεις δηλαδή, με την άνοια παραλογιζότανε, έλεγε ό,τι του κατέβει. Αφού σου λέω, περνούσε την κυρία Μαίρη για πεθερά του και της φώναζε να του πει πού γυρνά η γυναίκα του. Γέλασα λοιπόν εγώ αμήχανα, και του είπα κύριε Γιώργο, δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα. Μη μου το ζητάτε, και τέτοια. Του λέω πάλι καληνύχτα και πάω να κλείσω το φως. Νάντια, μου κάνει, τρίτη φορά. Άκου, παιδί μου. Αύριο αυτό το πράμα ούτε που θα το θυμάμαι και το ξέρεις. Και του χρόνου τέτοια μέρα ποιος ξέρει άμα θα ζω ακόμη. Απόψε το βράδυ μπορεί να μ' αφήσει κι η γυναίκα μου η ίδια μόνο στον κόσμο. Εδώ είσαι, κάθε μέρα, την ζωή μου όλη τηνέ βλέπεις. Κάθε μέρα τα ίδια πράματα κάνω. Έχω να δω σώμα γυναίκας σαν το δικό σου, γυμνό, πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Θα πεθάνω, παιδί μου, σε λίγο. Σε παρακαλώ. 

  Αυτά μου είπε ρε συ, στο σταυρό που σου κάνω. Έναν χρόνο τον ήξερα τον άνθρωπο, τον έβλεπα κάθε μέρα, τον φρόντιζα, τον ήξερα, δεν ήτανε κακός άνθρωπος. Δεν ήθελε να μου κάνει κακό. Δηλαδή, κι όλο αυτό το συμβάν, όταν έγινε, δεν με τρόμαξε. Δεν ήταν δηλαδή επιβλητικός, με παρακαλούσε, κατάλαβες; Με παρακαλούσε απ' το κρεβάτι του να του γδυθώ, χωρίς καμία αυταρχικότητα, παρά μόνο με ντροπή. Με ζητιάνευε, κατάλαβες; Βέβαια, δεν λέω, τ' ότι μου ζητούσε να δει το σώμα μου γυμνό ήτανε από μόνο του άσκημο. Τι είμαι, δηλαδή, εγώ; Κούκλα πλαστική; Αλλά, θέλω να σου πω, πέρα απ' αυτό, δεν το 'κανε με κακία. Τέλος πάντων.
  Συνέχισε λοιπόν να μιλάει, αφού εγώ στεκόμουνα εκεί στην πόρτα και δεν μιλούσα. Μη με παρεξηγείς, μου λέει, άμα ήμουνα πιο νέος δεν θα μου περνούσε τέτοιο πράγμα απ' το μυαλό, σ' τ' ορκίζομαι. Σ' τ' ορκίζομαι στη μάνα μου. Και τότε, να δεις, λες και τ' ότι ανέφερε τη μάνα του τον έφερε στα συγκαλά του, άλλαξε ολόκληρος. Μου ζήτησε κατευθείαν συγγνώμη. Συγγνώμη, παιδί μου, Παναγιά μου, σ'χ'ώρεσέ με, δεν ξέρω τι έπαθα. Συγχώρεσέ με. Εντάξει, κάνω εγώ να του πω, δεν πειράζει κύριε Γιώργο. Κι αυτός, ρε συ, στο σταυρό που σου κάνω, έβαλε τα κλάμματα. Κουλουριάστηκε κι άρχισε να κλαίει σα μωρό παιδί. Άσε με, μου λέει. Άσε με και φύγε, παιδί μου. Κλείσε την πόρτα. Εγώ, μάρμαρο, εκεί πέρα. Τον περίμενα να ηρεμήσει. Τελικά, πήρε δυο αναπνοές, σκούπισε τα μάτια του. Σ'χώρα με, μου λέει πάλι. Παιδί μου, έζησα ωραία ζωή. Δεν ήμουν σίγουρη πια αν ήξερε σε ποια μιλούσε. Έζησα ωραία ζωή, αυτό το θυμάμαι, μου λέει. Καληνύχτα. Του 'κλεισα κι εγώ το φως, χωρίς λόγια, κι έφυγα. 

  Πέρασα τη νύχτα στον ξενώνα, που ήτανε κάποτε το δωμάτιο του γιου τους. Δεν σου κρύβω βέβαια πως την κλείδωσα την πόρτα μου το βράδυ. Και ούτε, βέβαια, θα σου κρύψω, πως όταν ξάπλωσα στο πρώην παιδικό δωμάτιο, μ' έπιασε μια συγκίνηση, κατάλαβες. Ένιωθα πως πάνω μου πέφτει όλο το βάρος, ολόκληρο το βάρος μιας περασμένης ζωής. Όλο το βάρος του χρόνου το ένιωθα πάνω στο στήθος μου. Να συγκεντρώνεται σ' εμένα. Σ' εμένα την άγνωστη· το ξένο σώμα που ήρθε να καταλάβει το κρεβάτι των παιδικών χρόνων κι ονειρώξεων· τα ξένα χέρια πάνω στα οποία στηρίχθηκε το τέλος ενός κόσμου. Έτσι αισθανόμουν. Σκεφτόμουνα ύστερα το γέρο· αισθανόμουνα, πώς το λένε, οίκτο. Ένιωθα οίκτο. Σκεφτόμουνα, έλεγα, για φαντάσου. Πόσο κενή θα 'ταν αυτή η ζωή, που το μόνο που αποζήτησε από τη νιότη ήταν η θέα ενός γυμνού σώματος.. Σκεφτόμουνα μια στάξη και τους δικούς μου. Όπου και να 'τανε. Κι έκλαψα, στ' αλήθεια, απ' αυτήν την συγκίνηση· έκλαψα ώσπου να με πάρει ο ύπνος.

 Την επομένη στις δέκα ακριβώς, χτύπησε το ξυπνητήρι μου. Βγήκα στην κουζίνα όπως έκανα κάθε πρωί. Την βρήκα άδεια, και την πόρτα του γέρου ακόμη κλειστή.
  Όταν ήρθε το ασθενοφόρο να τον πάρει, είπανε πως ήτανε ήδη νεκρός. 
  

-Zωή 

Friday 16 February 2018

άκου τι παίζει με τους καθρέφτες -

Λοιπόν, άκου τι παίζει.

      Έχω ένα πρόβλημα με τα κείμενα που γράφω: τα νιώθω ξένα αν αναφέρονται σε τρίτο ενικό πρόσωπο. Είμαι αρκετά εριστική με την έννοια του "ξένου" σε ποιότητα και αίσθηση. Αισθάνομαι ξένο καθετί που δεν αισθάνομαι ζωντανό. Παρατηρώ ποιότητες και υπαρκτές φιγούρες να μου μοιάζουν πλήρως αποκομμένες και ξέχωρες από την χωροταξική πραγματικότητα, όταν κάπως αλλοιώνονται αισθητικά και μεταβαίνουν ποιοτικά στην έννοια του "ξένου". "Ξένο" για εμένα σημαίνει μη πραγματικό, αποκομμένο από το υπόλοιπο περιβάλλον με έναν τρόπο επιβλητικό και εξουσιαστικό, ψυχωτικό και νεκρό, κάτι διαστημικά κρύο και κάπως ιδρωμένο, εξωγήινο και απειλητικό, όπως για παράδειγμα η ντουλάπα του δωματίου μου που αυτή τη στιγμή είναι αλαζονικά ανοιχτή με κλίση σαράντα έξι μοιρών ή η καρέκλα του γραφείου μου που δεν είναι τοποθετημένη σωστά προς το γραφείο, αλλά έχει στραφεί προς το έπιπλο με τον καθρέφτη.

      Κι εκεί κάπου ήθελα να καταλήξω, στον καθρέφτη. Διότι έχω ένα θέμα και με τους καθρέφτες: δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτούς. Οι περισσότεροι που συναναστρέφονται μαζί μου θεωρούν πως είμαι ωραιοπαθής ή νάρκισση και γουστάρω να βλέπω την αντανάκλαση του εαυτού μου στον καθρέφτη. Ωστόσο, πολύ μακριά από την αγάπη για τον εαυτό θεωρώ πως βρίσκομαι. Η αλήθεια με εμένα είναι πως η τρομακτική και ψυχρή έννοια του "ξένου" έχει αναθχεί και στο πώς αντιλαμβάνομαι πολύ συχνά τον εαυτό μου. Νιώθω αποκομμένη, εκτός πραγματικότητας, ξέχωρη, άγαρμπα και επιβλητικά τοποθετημένη στο χώρο, ανάμεσα σε ανθρώπους οικείους ή και περπατώντας αδιάφορα σε ένα στενό με αγνώστους. Έχω την αίσθηση της αυτοανυπαρξίας, της νεκρότητας, της αποκοπής. Η μοναξιά του μυαλού μου και της φαντασίας μου με έχει φτάσει σε σημείο αυτοαναίρεσης. Υπάρχω τάχα ανάμεσά σας και νομίζω πως είμαι ένα μηχάνημα παραγωγής λόγου και σκέψης με μια μεγάλη οθόνη στη μέση κάπου για να σας βλέπω. Η συνείδηση της κάθε στιγμής που περνάει, η αυτόματη και διαρκής διαύγεια της ύπαρξης, με έχει κάνει να αποδεχτώ τον εαυτό μου μονάχα σαν έναν εγκέφαλο με δομή, λειτουργία και σκοπό. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου σαν μια μηχανική πηγή αντίληψης. Όσο αυξάνει η διαύγεια και η συνείδηση της στιγμής, τόσο περισσότερο χάνω την ικανότητα να θυμηθώ και να ανακαλέσω στη μνήμη το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου, τις ατέλειές μου, την ανθρώπινη υπόστασή μου. Είμαι ένα μηχάνημα δίχως μορφή και φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν ένα εξελιγμένο ρομπότ. Δεν έχω φύλο, δεν έχω σεξουαλικότητα, δεν έχω αίμα να κυλάει μέσα μου, δεν έχω συναίσθηση.

      Ο λόγος που επιθυμώ τους καθρέφτες τόσο πολύ είναι επειδή επιβεβαιώνουν την ύπαρξή μου ως ανθρώπινη οντότητα. Είναι επειδή μου δίνουν μορφή, μου δίνουν δέρμα, οφθαλμούς, χείλη, μάγουλα και κυρίως βλέμμα. Το σημαντικό είναι το βλέμμα - το βλέμμα και το σφίξιμο των χειλιών. Αυτά με κάνουν άνθρωπο στις οθόνες μου, αυτά με πείθουν πως έχω ανθρωπιά. Οι καθρέφτες με πείθουν πως είμαι άνθρωπος και κατά συνέπεια μου δίνουν την ελπίδα πως μπορώ να αγαπήσω και να αγαπηθώ - όχι επειδή είμαι όμορφη, αλλά επειδή υπάρχω. Η αντανάκλασή μου στον καθρέφτη είναι η μόνη μου ελπίδα και απόδειξη πως σας μοιάζω, κατάλαβες; Πως έχω χέρια που εκφράζονται με δική τους γλώσσα, πως έχω στήθος που κινείται με την αναπνοή, πως έχω αρτηρίες να διαγράφονται στο λαιμό μου, πως έχω βλέμμα! Φοβάμαι συχνά όταν με κοιτάτε ότι δεν βλέπετε τίποτα, ότι είμαι ένα ανέκφραστο ψυχρό μηχάνημα, ότι τα μάτια μου είναι οθόνες κενές με χιόνι. Και νιώθω πολύ άσχημα γι αυτό. Εντάξει; Μην μου παίρνετε τους καθρέφτες. Γιατί μέχρι να καταφέρω να αφεθώ απ' την κατάρα της συνείδησης της στιγμής, από την ψυχρή λειτουργία του μυαλού μου, τους έχω ανάγκη για να ελπίζω πως έχω καρδιά που χτυπάει και δεν είμαι φάντασμα με ψηφιακό κωδικό. Αφαιρούμαι συχνά όταν είμαι στις παρέες σας και σας παρακολουθώ σαν να έχω κατεβάσει μέσα μου κάποια ταινία υψηλής ποιότητας. Όταν αφαιρούμαι, αναιρούμαι. Η φαντασία είναι το κλειδί στην αυτοκαταστροφή μου και στη συγκεκριμένη περίπτωση, στον συγκεκριμένο άξονα προσωπικότητας, η φαντασία ορίζεται ως ψηφιακή. Να ξέρεις, κάθε φορά που με σκουντάς, με σώζεις από την αυτοανάλυση και αυτοαναίρεση.

      Να σου πω τι φοβάμαι περισσότερο, ωστόσο; Την περίπτωση να "ξενοποιηθεί" η ποιότητα του καθρέφτη, όπως ξενοποιείται και η ποιότητα της πόρτας της ντουλάπας μου. Τι θα είμαι εγώ τότε; Και τι θα είσαι εσύ για το μυαλό μου;

~ veldaerya

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...