Saturday, 1 September 2018

Αν ήμουν συναίσθημα θα ήμουν

Μόνοι με ό,τι καταφέραμε να αποδεχτούμε.
Μόνοι με όσα πιστέψαμε ότι είναι αληθινά
Αληθινά να μένουν και όταν εμείς νιώθουμε ψέμα
Είναι αφέλεια και παραμύθα να πιστέψεις στον έρωτα ως αλήθεια;

Ο κόσμος μου κλείνει και ανοίγει, ανά περιόδους, στιγμές
Δεν ψάχνω να γεμίσω χώρο
Ότι μπαίνει, μπαίνει επειδή ταιριάζει φυσικά
Μερικές φορές δεν υπάρχει βέβαια καθόλου κενό
Ή τέλος πάντων έχω μπλοκάρει τις εισόδους
και αναγκαστικά και τις εξόδους

Τώρα έχω όλους εσάς μέσα στον κόσμο του κορμιού μου
Δεν πρόκειται να σας διώξω
Δεν θα υποκύψω στους δαίμονες που θέλουν το μέρος για την πάρτη τους και μόνο
Αλλά αυτό είναι αγάπη κυρίως,
και όποιος έρωτας κρύβεται πίσω από την μεγάλη ομπρέλα της
δικαιολογείται

Ο έρωτας όμως ως αφετηρία;
Δικαιολογείται... η μαγεία;
Πύλες του μυστηρίου παντού γύρω μας
Όχι, ο έρωτας δεν είναι το κλειδί
Ούτως ή άλλως, πολλή φασαρία γίνεται για τα κλειδιά
Οι πόρτες ανοίγουν με πολλούς τρόπους
Παραβιάζονται, σπάνε
Ο έρωτας είναι τα γυαλιά, που σε κάνουν να βλέπεις τις εισόδους
και να αισθάνεσαι τα φανταστικά ενδεχόμενα που κρύβονται πίσω από αυτές
Μετά από αυτές
Χώρος, χρόνος
Το ίδιο και το αυτό
Το ένα και το άλλο
Τι σημασία έχει άλλωστε, όταν το μόνο που σκέφτεσαι είναι τα βάθη
Βάθη πέρα απ'το χώρο
Βάθη πέρα από... τις πρώτες στρώσεις

Θέλει όμως το μυστήριο να το ανακαλύψεις;
Τα όμορφα πράγματα λένε, δεν ζητούν προσοχή
Υπάρχουν όμως χωρίς παρατηρητή;
Και περισσότερο, έχουν συνείδηση της ύπαρξής τους, αν δεν γνωρίζουν ότι κάποιος τα βλέπει;

Και, τέλος, μέχρι ποιο βάθος φτάνει κανείς;
Ποιός παράγοντας ορίζει το όριο;
Αν έχεις πάρει καλή ανάσα πριν βουτήξεις;
Δεν το πιστεύω, η αναπνοή είναι η πηγή
Χωρίς αυτήν, ό,τι αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις παραμένει νεκρό
Σκέτη άψυχη ύλη
Μόλις αρχίσεις να ανασαίνεις, τα πάντα ζωντανεύουν
Ο σκοτεινός διάδρομος γίνεται ανοιχτός ουρανός

Όσο ανασαίνεις, προχωράς

( Το όριο για την ώρα )

 Lyra

Monday, 20 August 2018

διαστημόπλοιο "ζήτα τόνος τριάντα τρία"

Τα πόδια μου βουλιάζουν στα βαλτώδη νερά της προσδοκίας.
Δεν έχω πια φόβο παραδοχής για το ότι πατάω στον αέρα με τα χέρια.
Τα πόδια μου δείχνουν το έδαφος και μοιάζω να πορεύομαι με τον κόσμο.
Αλλά η βαρύτητα στο μυαλό μου έχει μετατοπίσει το σώμα μου.
Κυλώ ανάμεσα στα όντα και τα παρόντα και τα παρελθόντα-
-και όλο το βάρος του σώματός μου το αισθάνομαι στις παλάμες των χεριών μου.
Που δείχνουν τον ουρανό και τα αστέρια και τα σύννεφα.
Περπατώ με τα χέρια ψηλά και το βάδισμα προκύπτει απ' τον αντίχειρα.
Έχω γυρίσει τον κόσμο ανάποδα και εκείνος εμένα.
Τα πόδια μου είναι ελαφριά και ανέμελα καθώς ανεμίζουν στο έδαφος.
Περιμένω το διαστημόπλοιο της συγχώρεσης για τη φύση μου-
-να έρθει να με πάρει μακριά απ' την ενοχή της μοναχικότητας.

Η μοναξιά μου είναι κάτι ασταθές.
Δεν τη βρίσκω ανάμεσα στους ανθρώπους, ούτε και μαζί μ' εμένα.
Είναι κάπου ανάμεσα σε αυτές τις δύο διαστάσεις.
Στη μέση-και μου 'λεγες πως είμαι των άκρων.
Ίσως και να είμαι των άκρων, μιας και τη μια περπατώ με τα χέρια στον άνεμο-
και την άλλη με τα πόδια στη συγκατάβαση.
Σταμάτησα να φοβάμαι το μη πραγματικό τη στιγμή που το ένιωσα σα σπίτι.
Η θερμότητα και η ασφάλεια έχει μετατοπιστεί στο όνειρο.
Το ασυνείδητο είναι το σπίτι μου.
Με καλωσορίζει και μου δίνει μνήμες για επιβράβευση.
Νιώθω ασφάλεια στην ανάμνηση της παιδικότητας.
Είμαι ελεύθερη να φυλακιστώ όποτε εγώ το επιθυμήσω-
-και τόσες φορές που σας είπα να με αφήσετε, πια το κάνατε.
Και καλά κάνατε.
Μεταπηδώ από νεύρωση σε νεύρωση.
Κι από σπόνδυλο σε σπόνδυλο.
Ζω μέσα στο σώμα μου.
Γλιστράω στις αρτηρίες και κάνω τραμπολίνο στα πνευμόνια.
Η καρδιά μου είναι το πιο φιλόξενο δεντρόσπιτο.
Μυρίζει πρωινές μυρωδιές φούρνου και βρεγμένο χορτάρι.
Το δέρμα μου έχει βουνά και λόφους απόκρημνους.
Μια φορά είχα χτυπήσει κάνοντας τσουλήθρα στη γλώσσα μου.
Κι από τότε ξεκίνησα να έχω σημάδια λιγάκι πιο μόνιμα.
Κάνω βουτιά στο βάλτο με τα αιμοσφαίρια και τα γαργαλώ για να γελούν-
-έχουν το παιδικό μου γέλιο.
Έτσι, ψυχρό, υγρό, εξωγήινο, αλλά με το χρώμα της θέρμης και του πάθους.
Να ξεγελά πως η ζωή υπάρχει.
Πως υπάρχει με ζήλο, ζωηράδα και κάτι άλλο από ζήτα.
Να, σαν αυτό το "ζήτα" που σου είχα πει μια μέρα που έριξα το εγώ μου απ' το μπαλκόνι.
"Ζήτα μου".
Ή σαν το "Ζ" που ζωγράφισε η Ζωή μια μέρα στο χάρτη.
Και είπε "να, αυτή θα είναι η ζωή μας, αυτή η διαδρομή."
Ένα "ζήτα" που απλωνόταν από την Γροιλανδία στην Ιαπωνία-
-κι έπειτα στην Ανγκόλα έως την Αυστραλία.
"Η διαδρομή μας πριν χαθούμε".
Και τώρα που χαράξαμε το επόμενο όνειρο αρχίσαμε να ελπίζουμε.
Να κρατηθούμε ενωμένοι έως τότε - λιγάκι ακόμα δηλαδή.

Καλά όλα αυτά.
Και η αγάπη και η συντροφιά και όσα νομίζουμε ότι κατακτούμε.
Αλλά εγώ θα ξεχαστώ γιατί, όσο βαδίζουμε μαζί-
-εσείς αφήνετε ίχνη στο έδαφος κι εγώ με τις παλάμες μου στον άνεμο.
Κι είναι σαν να μην υπήρξα ποτέ στις πορείες και τις διαδρομές.
Γιατί η ύπαρξη ανιχνεύεται με προδιαγραφές.
Νομίζω και πως δεν ήρθα εδώ για να υπάρξω.
Αλλά για να βρίσκω πάντα τρόπο να ονειρεύομαι και να ξεφεύγω.
Να ψάχνω το σπίτι μου, να γυρίσω πίσω στο σπίτι.
Που έχει γεύση ανάμνησης και νοσταλγίας και φαντασίωσης.
Να περιμένω το διαστημόπλοιο Ζ'33.
Προσπαθώντας απελπισμένα να βρω για εκείνο ένα χώρο να προσγειωθεί.

Αλλά πώς προσγειώνεται κανείς στο έδαφος όταν δεν ακολουθεί τη βαρύτητα;

-veldaerya

Wednesday, 23 May 2018

Πορεία

Καθισμένος λοιπόν στις όχθες του ποταμού, κοιτούσε τις πληγές στα πόδια του. Είχε μερικές μελανιές, αλλά κυρίως τα καλάμια του ήταν γεμάτα γρατζουνιές, άλλες ελαφρές σαν κάποιο κλαδί τον χάιδευψε αυταρχικά, και άλλες βαθύτερες, όταν εξαντλούσε την υπομονή των φυτών. Και τα γόνατά του είχαν πληγές; αυτές θυμόταν πως είχαν γίνει, μια-μια. Θυμόταν δυο-τρία γερά πεσίματα που είχε ρίξει και είχε προσγειωθεί με το βάρος στα γόνατα. Πάντα έβρισκε μεγάλη ομορφιά στα σημάδια που έμεναν στο σώμα από την έντονη επαφή με τη ζωή ( πολύ ρομαντικό; τι να κάνουμε, έτσι έβλεπε μερικά πράγματα τούτου του κόσμου ).

Όμως κάτι του καθόταν παράξενα τώρα που εξέταζε το κορμί του. Είχε στ' αλήθεια εκθέσει τον εαυτό του στα στοιχεία της ζωής και της φύσης, μα τα χέρια του είχαν εμφανώς λιγότερες πληγές. Άρχισε να ψιλαφίζει τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, και βρήκε μάλλον ένα αγκαθάκι στο άκρο του παράμεσου, το πίεσε καταλάθος και τον έτσουξε. 

Αυτή η ξαφνική αίσθηση του έφερε απρόσμενες μνήμες. Μήνες πριν, καθόταν σε ένα καφενείο σε μια μικρή πόλη της Αμερικής, έξω στο πλακόστρωτο. Είχε μόλις αρχίσει να ψιχαλίζει, κι εκείνος χάζευε μια γυναίκα που καθόταν σ' ένα παγκάκι απέναντι. Κρατούσε στο ένα χέρι μια βελόνα με κλωστή και προσπαθούσε, όχι πολύ επιτυχημένα αλλά με μεγάλη προσήλωση, να ράψει μια κυπαρισσί ζακέτα που είχε σκιστεί σε ένα σημείο. 
Κάποια στιγμή, μέσα στην προσπάθειά της, έβαλε παραπάνω δύναμη και η βελόνα καρφώθηκε στον μέσο της. Η γυναίκα έφερε το δάχτυλό της στο στόμα και το πιπίλισε. 

Εντάξει, η αλήθεια είναι πως δεν το είχε όντως πιπιλίσει, απλά είχε ρουφήξει το αίμα. Αλλά στο μυαλό του εκείνη της η κίνηση συνδύασε ένα παιδικό συνήθειο με μια ώριμη αμεσότητα αντιμετώπισης της κατάστασης. Του είχε εμπνεύσει μεγάλη ασφάλεια και σιγουριά, ο τρόπος με τον οποίο τόσο γρήγορα αντέδρασε κ περιέθαλψε τον εαυτό της, χρησιμοποιώντας χωρίς καμία αναστολή εκείνο το παιδικό συνήθειο.

Θέλησε για μια παρορμητική στιγμή να κατευθυνθεί προς εκείνη τη γυναίκα και να ζητήσει τη συμβουλή της, να πέσει στα γόνατά της και να δεχτεί την αυστηρή φροντίδα της, όπως μονάχα μια γυναίκα που έχει μάθει να πειθαρχεί τις σκέψεις της και να κινείται παράλληλα με τα συναισθήματά της μπορεί να προσφέρει.

Εκείνη η ανάμνηση φάνταζε αιώνες μακρινή τώρα, που βρισκόταν μόνος σ' έναν τόπο σιωπηλό και άγριο. Σαν μιαν άλλης ζωής εμπειρίες, μιας ζωής όπου είχε το περιθώριο να κάνει λάθη και να μην τα πληρώσει ακριβά. Η φύση όμως δεν αφήνει τόσο χώρο; είναι άμεση στις απαντήσεις της.

Με το τσούξιμο λοιπόν στο δάχτυλο, σηκώθηκε ίσιος και ορθωτός και κοίταξε ψηλά τον ουρανό. Ήταν σούρουπο και ο ουρανός ψηλά είχε ήδη σκοτεινιασει. Μπροστά του όμως, στην απέναντι όχθη του ποταμού, προς εκείνη τη μεριά που είχε σκοπό να κατευθυνθεί, άκουγες ακόμη τα χαζογελάκια του ήλιου. Όσο πλησίαζες τον ορίζοντα, τόσο το μπλε έδινε τη θέση του στο πράσινο. Έχετε δει ποτέ το πράσινο τ' ουρανού; Λες και βγαίνει τις ώρες μονάχα που κάτι μεγάλο μέλλεται να αλλάξει, τις στιγμές που κάτι πεθαίνει και η κραυγή της γέννησής του νέου ηχεί στον κόσμο για πρώτη φορά. Χρώμα άπιαστο, δεν μπορείς να το συλλάβεις και κρατάει για πνοές ανθρώπινες λιγοστές.

Αντικρίζοντας το σπάνιο εκείνο χρώμα, οι αρτηρίες του γέμισαν με τη σιγουριά που σου δίνει η πίστη στη ζωή. Θυμήθηκε πως δεν ήταν μόνος. Δεν τον έμελλε πια αν δεν ήταν τώρα εκείνος ο άντρας που είχε την άνεση να κάνει σκέψεις για τις κρυμμένες επιθυμίες του για μητρική φροντίδα. Όχι, οι επιθυμίες αυτές δεν χάνονται ποτέ απ' τους ανθρώπους. Αλλά δεν σκεφτόταν αυτό τώρα. Γιατί η πράσινη απόχρωση ήταν για τώρα η μητέρα του. 

Η καρδιά του είχε φουσκώσει σαν μπαλόνι και κάθε χτύπος της τράνταζε όλο του το κορμί και μαζί και τη Γη που τον στήριζε. Με κάθε τράνταχμα, τα μάτια του φόρτωναν όλο και περισσότερα δάκρυα. Όταν πια ξεχείλισε το πρώτο, πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε στον Ποταμό. Τα νερά του πάγωσαν τα πάντα. Τα άκρα του πονούσαν απίστευτα, η καρδιά του έπαιζε τζαζ, τα δάκρυα παρόλα αυτά κυλούσαν συγχρονισμένα με τη ροή των νερών, αν και στο πρόσωπό του παρέμενε η ίδια αποφασισμένη έκφραση.

Ο ποταμός δεν ήταν πλατύς, και τα νερά, αν και είχαν ταχύτητα, δεν τον καθυστέρησαν ιδιαίτερα, απλά τον παρέσυραν πέντε - έξι μέτρα πιο δεξιά. Ο πυθμένας όμως ήταν καλυμμένος με μια λασπωμένη άμμο, και τα γυμνά του πέλματα φοβόντουσαν για το τι είδους ζωή μπορεί να συναντούσαν.

Παρόλα αυτά, εφτά λεπτά αργότερα βρισκόταν στην απεναντινή πλευρά και στράγγιζε τα ρούχα του. Η υγρασία και η περασμένη ώρα βέβαια δεν θα τον άφηναν να ξαναζεσταθεί απόψε. Ο χείμμαρος των δακρύων του είχε σταματήσει, και οι τελευταίες στάλες χάιδευαν τα μάγουλά του. Με τα μπλαβισμένα του χέρια, τα σκούπισε απαλά. Το δέρμα των χεριών του ήταν τρυφερό σαν μελωμένο κρέας. Του ήθραν στο νου τα ροδάκινα που έτρωγε μικρός στα μέσα του καλοκαιριού, αφού πρώτα τα έπαιζε σαν μπαλάκια στα χέρια του μέχρι να κάνουν σημάδια, σαν μελανιές.
Και λες και για μια στιγμή, πως φάνηκε ευγνώμων που τα χέρια του ήταν έτσι μαλακά, και μπόρεσαν να δώσουν ένα γλυκό τέλος στο κλάμα του. Η στιγμή εκείνη όμως πέρασε και, γυρνώντας απότομα προς την κατεύθυνση που θα προχωρούσε, πίεσε με δύναμη το αγκάθι στο δάχτυλό του.

Lyra

Sunday, 6 May 2018

μαγκιά, κλανιά, και κώλος φινιστρίνι

 Κυριακή. Κοντή γιορτή, όχι. Κυριακή σκέτη. Κυριακή έξι του Μάη, και στους δρόμους επικρατεί σιγή, μιας και στον ουρανό επικρατεί συννεφιά. Ενώ κανονικά, καταλαβαίνετε, μία αριθμητική πράξη είναι, Κυριακή (Κ) συν Μάης (Μ) συν Άνοιξη (Α) ίσον Εκδρομούλα (Ε)*. Με τ' αμάξι. Στην εξοχή. Ο κόσμος λοιπόν σήμερα δεν ξεχύθηκε ούτε στις παραλίες, ούτε στα δασάκια, ούτε στα χωριά. Άρα, και η βενζίνη παρέμεινε συσσωρευμένη στα γεμάτες δεξαμενές των βενζινάδικων. Και η εργαζόμενη στο πρατήριο -εγώ- παρέμεινε στην λευκή πλαστική καρέκλα της επί ώρες, με την υγρασία να έχει για τα καλά εισχωρήσει στο κοκκαλάκι της, και την φόρμα της δουλειάς να κολλάει απάνω της σαν δεύτερο δέρμα. Λόγω υγρασίας. 
  Το βενζινάδικο που δουλεύω είναι ένα απ' αυτά τα μεγάλα, πάνω στις εθνικές οδούς, αρκετά μακριά από την πόλη και αρκετά κοντά στην επαρχία ώστε από απλό πρατήριο να εξελιχθεί σε βενζινάδικο-πληντύριο-βουλκανιζατέρ-σούπερ μάρκετ-καφετέρια-αποχωρητήριον-σαντουιτσάδικο-κρεπερί ταυτόχρονα. Οπότε φαντάζεστε ότι είμαστε πολλοί. Εμείς οι εργαζόμενοι με τα κόκκινα καπελάκια μας που γράφουν πάνω Shell. Και τις φόρμες εργασίας για δεύτερο δέρμα. Κι αυτό το πράμα ε, χειμώνα-καλοκαίρι την ίδια μαλακία. Μακρύ παντελόνι, μακό μπλουζάκι πιο χοντρό κι από γούνα εσκιμώου (ευτυχώς κοντομάνικο), καπελάκι κόκκινο, κι άγιος ο θεός. Και ξεχωρίζουμε μεταξύ μας απ' τα χρώματα. Οι βενζινάδες κόκκινα, οι του πληντυρίου μαύρα, οι καφετζήδες λαχανί, και πάει λέγοντας. Αλλά το καπελάκι, καπελάκι. Εκτός τους καφετζήδες που αντί για Shell το καπέλο τους φέρει επιγραφή Snack Coffee Bar Η ΩΡΑΙΑ ΟΔΟΣ. Ω, ναι.
  Κάθομαι εγώ λοιπόν πάνω στην πλαστική μου την καρέκλα, την λευκή, και έχω την απόλυτη ησυχία μου για ένα σαρανταπεντάλεπτο τουλάχιστον. Αμάξια περνάνε, αλλά δεν σταματάνε ούτε για αέρα κοπανιστό (στα λάστιχα), που λέει ο λόγος. Είμαι μόνη μου στο πόστο μου, το βουλκανιζατέρ είναι κλειστό σήμερα, στο σούπερ μάρκετ δουλεύει ο Μήτσος ο ανιψιός του αφεντικού -που δεν είναι ότι δεν τον συμπαθεί κανένας, αλλά δεν τον συμπαθεί κανένας- που κουβαλάει το πισί του κάθε πρωί για να λιώνει στις σειρές, και στο Snack Coffee Bar Η ΩΡΑΙΑ ΟΔΟΣ βαριέται το γνωστό τιμάκι τριών εργαζομένων (βλ. παρακάτω). Όλοι τους απασχολούνται με πράγματα αντίστοιχου τύπου με εμένα, όπως οι βρωμίτσες στα νύχια ή το πόσο φανταστικό είναι που -23 τουλάχιστον χρόνια μετά- δεν μπορούμε να φτάσουμε να γλύψουμε τον ίδιο μας τον αγκώνα (λες και δεν το ξέραμε). Βέβαια, ντάξει. Δεν θέλω να γκρινιάζω επειδή βαριέμαι, έτσι; Μακάρι να 'τανε κάθε μέρα έτσι. Κανονικά, θέλω να πω, είναι και σεζόν τώρα, κανονικά τρελαινόμαστε 'δω πέρα. Τέλος πάντων. Αφού λοιπόν έχει περάσει ένα γιγάντιο κύμα αντικοινωνικότητας από πάνω μου και με 'χει ξεβράσει κάπου ανοιχτά του Βαριέμοβιλ, αποφασίζω να πάω να κάτσω στο σνακ μπαρ μαζί με τα παιδιά. Κι όταν λέμε τα παιδιά, εννοούμε: την Λίζα την καφετζού, μια 25χρονη επαρχιώτισσα που -όπως κι εγώ- δουλεύει θερινή σεζόν, τον Άκη τον ταμία, ο τριαντάρης που γι' αλλού πήγαινε κι αλλού κατέληξε (όπως όλοι, μάλλον) και την Μιράντα την μπισκότα, η -γύρω στα 27- κοπέλα για όλες τις δουλειές (λίγο-πολύ). Εντάξει, διασκεδαστικό τιμ.

  "Είναι οι ξεχασμένες πατρίδες" μου λέει ο Άκης, με το που πατάω το πόδι μου στην περιοχή τους. "Αλησμόνητες" απαντάω εγώ στο σταυρόλεξο του Άκη. "Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό είναι" προσθέτω, για να υποσχεθώ την εγκυρότητα του λόγου μου. Ο Άκης μετράει τις λέξεις. "Ταιριάζει" μου επιβεβαιώνει. "Όσα ξέρει ο Κωσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς" μουρμουρίζει μετά, με μία ανεπαίσθητη κίνηση των φρυδιών προς τα πάνω. Α, ναι. Ο Άκης είναι αυτός ο τύπος. Που λέει συνέχεια παροιμίες, οι οποίες μπορεί να μην σημαίνουν μεν τίποτα, αλλά δεν πειράζει, γιατί ο ρόλος τους δεν ήταν εξ' αρχής αυτός, αλλά να γεμίσουν την βαριά σιωπή. "Ποιος Κωσταντής;" ρωτάω εγώ, με την ξαφνική περιπαιχτική μου διάθεση. "Ο Πιστιόλης" μας ενημερώνει η Μιράντα, που όπως και να το κάνουμε είναι αριστερή και ψαγμένη, και το δηλώνει ανεπιφύλακτα. "Τα ξερά σκατά στον τοίχο δεν κολλάνε" δηλώνω κι εγώ με την σειρά μου, έτσι, να 'χαμε να λέγαμε. "Λοιπόν, ένα γκαφέ;"
  Ώσπερ και εγένετο. Αλλά, μέχρι να ετοιμαστεί ο φρέντος ο καπουτσίνος μου, να σου το. Το αμάξι. Ο πελάτης. Αυτός ο τολμηρός. Ο θαρραλεος. Ο ένας. Ο κανένας. Ο αυχένας. Ενοικιαζόμενο, λευκό, μάλλον απ' τα πιο φθηνά του είδους του, μέσα 5 φοιτηταί σε έξαλλη κατάσταση. Πέντε φοιτηταί, πέντε ζευγάρια γυαλιά ηλίου φορεμένα παρ' ότι δεν έχει ακριβώς ήλιο (σαρανταπέντε Γιάννηδες, ενός κοκκόρου γνώση, μας λέει ο Άκης), τέσσερα χέρια κρεμασμένα από τα παράθυρα, πέντε χαζοχαρούμενα χαμόγελα σε τιμή ευκαιρίας, και εκκωφαντικαί μουσικαί εκ του ηχητικού συστήματος. Αχ, η γριά όταν χαιρότανε, τα νιάτα της θυμότανε. Που θα 'λεγε κι ο Άκης. Στρίβει το αμάξι στον παράδρομο, το πλησιάζω κι εγώ όσο πιο ανέκφραστα γίνεται, καλημέρα, καλησπέρα. Όλα υποκειμενικά σ' αυτήν την ζωή. Τριάντα ευρώ παρακαλώ, δεν έχω φίλε μου. Γέλιο από όλο μου το κοινό. Απίστευτο πώς μπορείς να εντυπωσιάσεις τη νεολαία. Τσουκ τσουκ η βενζίνη, ντλιν ντλιν τα φράγκα, ζιπ ζιπ η απόδειξη, καλό ταξίδι, καλή συνέχεια. Συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, εκκίνηση. Όπα. Φρένο. Από το αμαξίδιο ακούγεται μία πνιχτή κραυγή για καφέ. Κρυφακούω, εντάξει, εννοείται. Γενικά, έτσι, για την παρένθεση, εδώ πέρα, στο βενζινάδικο, βλέπεις τα πάντα. Κι άμα θες, καταλαβαίνεις και τα πάντα. Σχεδόν. Δηλαδή, μεγάλα αμάξια για μικρές οικογένειες και μικρά αμάξια για μεγάλες, ακριβά αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια και ολοσκόνιστα αγροτικά μ' έναν γέρο και δύο κατσίκες, πιτσιρικάδες που κλέψανε το αμάξι του πατέρα τους για να κατέβουνε στην πόλη αργά τη νύχτα, όλα από 'δω περνάνε. Δεν έχουν άλλη επιλογή. Οπότε, έχει την πλάκα του να τους παρακολουθείς να υπάρχουνε, έτσι; Έτσι. Λοιπόν, τι έλεγα. Για τας φοιτητάς. Τσακώνονται για το ποιος θα πάει. Να πάμε όλοι, προτείνει ο ειρηνιστής (προφανώς αυτός που κάθεται στη μέση). Να πας εσύ, του αντιπροτείνει η βασίλισσα της Αγγλίας/πρίγκιπας Κάρολος(προφανώς αυτός που κάθεται μπροστά). Να ρίξουμε κλήρο, ρίχνει πρόταση κάποιος που δεν ακούει κανένας (προφανώς αυτός που έκατσε στην πλευρά με το παράθυρο με την λιγότερη θέα). Λοιπόν, τι καφέδες θέλετε; παίρνει την πρωτοβουλία ο οδηγός, που βαρέθηκε να τους ακούει. 
  Ο οδηγός κατέβηκε, πήγε στην καφετέρια, και εν τέλει κατέβηκαν όλοι, γιατί θα περίμεναν ώρα για τους καφέδες και ήθελαν να ξεμουδιάσουν. 
  Ξαναγυρνάω κι εγώ στο καφέ. Σημαντικότερα: ξαναγυρνάω στον φρέντο καπουτσίνο μου. Παρατηρώ. Τα γνωστά. Η Μιράντα καμάκι, η Λίζα καλαμάκι (καφέδες, και καλά, το πιάσατε) και ο Άκης σταυρόλεξο. Αι φοιτηταί (και αι φοιτήτριαι τελικά, δεν είχα δει καλά) πάνε με τη σειρά, ένας ένας, στο ΑΠΟΧΩΡΗΤΗΡΙΟΝ. "Μαζί με τον βασιλικό, ποτίζεται κι η γλάστρα" είπε επιτέλους κάτι εύστοχο ο Άκης.

  Αυτά. Καφέδες, οκέι, και κάνα σάντουιτς -νηστικό αρκούδι δεν χορεύει, ευχαριστούμε Άκη- σακούλα θέλετε, όχι, ευχαριστούμε, καλό ταξίδι, καλή συνέχεια. Επιβίβαση, συμπλέκτης, πρώτη, γκάζι, κι έφυγον εκ του παραδρόμου και εισχώρησον εις την εθνικήν οδό.
  Μετά, σιωπή.


  Τρεις η ώρα. Έχω γυρίσει στην αγαπητή μου πλαστική καρέκλα. Δεν θέλω να μιλάμε απ' το facebook το βράδυ, θέλω να κάνουμ' έρωτα μωρό μου στο σκοτάδι, σκέφτομαι για κάποιο λόγο. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και ένα. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και δύο. Στις τέσσερις σχολάω. Τρεις και τρία. Στις τέσσερις σχολάω. 
  Είκοσι αμάξια έχω εξυπηρετήσει όλα κι όλα. Δεκαεννιά επαρχιώτικα, γνωστά, και ένα το ενοικιαζόμενο με το φοιτηταριάτο. Πανηγύρι είναι σήμερα η φάση. 
  Όπα. Τι είναι αυτό που μπαίνει μάνα μου. Τι χλιδή είναι αυτή. Τι στυλ. Τι γυαλιστερό χρώμα. Τι φιμέ τζάμι. Τι εξάτμιση. Τι λάστιχα. Τι ανάρτηση. Ω, ναι. Ένα απ' αυτά τα σπάνια. Τα τζιπ. Τα μεγάλα. Τα τιτάνια. Τα πλούσια. Δεν υπερβάλλω, έτσι, θα δείτε. Δεν μιλάω για ένα απλό τζιπ ενός κλασικού αστού. Μιλάω για κάτι καλύτερο, κάτι μεγαλειώδες. Πλησιάζω. Καλησπέρα, καλησπέρα. Το φιμέ τζάμι κατεβαίνει ως τη μέση. Κοιτάζω. Άδειο κατά τ' άλλα. Μόνο η οδηγός -μια ξανθιά σαραντάρα- και τα τσιγάρα της. Και η καπνίλα. Να το γεμίσουμε, μου λέει. Βεβαίως.  Κατεβαίνει. Πωπω, μάνα μου, ένα ψώνιο. Γυαλί ηλίου που την κάνει μύγα, μαλλί ξανθό βαμμένο σε Ρώσικες αποχρώσεις, δώδεκα πόντοι τακούνι, κι άλλοι δώδεκα πόντοι μέικ απ. Και κάτι νύχια, μαλάκα μου, δολοφονικά όπλα. Ένα τσακ σου κάνει με το νύχι και σου κόβει το λαιμό. Βάζεις και στοίχημα ότι ολόκληρη η εξωτερική της εμφάνιση (μαλλιά-ρούχα-εσώρουχα-νύχια-παπούτσια-τσάντα) κοστίζουν συνολικά περίπου όσο δέκα μηνιάτικα δικά σου. Να μην μιλήσουμε για το αμάξι, που κοστίζει μάλλον περισσότερο από όλα τα μεροκάματα που έβγαλες στην μέχρι τώρα ζωή σου, συν το ένα σου νεφρό. Στέκεται μπροστά μου, την κοιτάζω, με κοιτάζει. Δεν βγάζει τα μυγογυαλιά της. Τα χείλη της είναι συμπιεσμένα σε μία γραμμή πιο ευθεία και από.. ξέρω 'γω, κάτι πολύ ευθύγραμμο. "Το καφέ;" με ρωτάει. Σαν να 'μαι δουλικό ένα πράμα. Αναρωτιέμαι αν το δηλητήριο που βγαίνει από το στόμα της είναι συλλεκτικό. Να πα' να πάρω καμιά φιάλη να το μαζέψω, ρε αδερφέ. Καλά, και τι ρωτάει κιόλας. Λες και δεν βλέπεις. Της δείχνω προς την ΩΡΑΙΑ ΟΔΟ χωρίς να μιλήσω. "Τι χαρμάνι έχει;" με ρωτάει μετά. Α, καλά. Καταπίνω μερικά λογοπαίγνια, και της λέω, με φωνή Google translate: "Εξαιρετική προσωπική επιλογή της διευθύνσεως, το χαρμάνι μας έρχεται κατευθείαν από τα δενδρίλια της Κούβας". Ορίστε, ολόκληρη παράσταση. Δεν με ευχαριστεί. Φεύγει. Τέλεια. Στο διάολο. Το μπιτόνι της σχεδόν άδειο, θα κάνει να γεμίσει, ου. Καλά, τι ρωτάς τι χαρμάνι έχει μωρή. Στο καφέ στην άκρη του κόσμου. Τι ζωή θα κάνει δηλαδή αυτή ρε φίλε. Δηλαδή.. Τι θα τα κάνει όλα αυτά τα λεφτά. Ρούχα; Τσάντες σανέλ; Μονοήμερα ταξίδια στο Παρίσι; Και πού σκατά πάει από 'δω; Στην κωλοεπαρχία; Σε καμιά βίλλα; Μόνη της; Μπορεί. Καλά. Έχει αφήσει και τα κλειδιά στη μηχανή. Θα μπορούσα να το κλέψω. Το αμάξι. Έτσι απλά, να φύγω, να την αφήσω 'δω πέρα, πλάκα θα 'χε. Να μην έχει πώς να φύγει. Και να πάθει υστερία και ν' αρχίσει να φωνάζει κι έτσι όπως φωνάζει ν' αρχίσει να τρέμει και τελικά να ραγίσει σε χίλια κομματάκια και να σπάσει, γιατί είναι γυάλινη, αυτό είναι, και από μέσα της να βγει ένα ογκώδες τέρας με σώμα σαν, πώς να το πω, σαν μύξα, το σώμα της είναι από μύξα, το πραγματικό της σώμα, δεν έχει πόδια χέρια τίποτα, μόνο ένα σώμα είναι, και πάνω πάνω δύο μάτια και ένα στόμα, χωρίς λαιμό, που σέρνεται και αφήνει πίσω του μύξες, και μπορεί και λέει μόνο ΓΚΟΥΑΑΑΑΑ και τέτοια. 
  Μπορεί να σας φαίνεται λίγο υπερβολικό το μίσος μου, αλλά χέστηκα. Εσείς δεν ήσασταν εκεί, δεν την είδατε. Δεν ξέρετε. Δεν την μισώ απλά επειδή έχει λεφτά. Τη μισώ κυρίως γιατί νομίζει ότι επειδή έχει λεφτά, είναι κάτι. Κάποια. Ότι μπορεί να μου μιλάει μ' αυτή τη μούρη. Επειδή εγώ, σε αντίθεση μ' αυτήν, φοράω αυτήν την κωλοφόρμα που κολλάει πάνω μου. Είπαμε, σαν δεύτερο δέρμα. Και άμα σε αφήσω εγώ χωρίς τα λεφτά σου, εδώ, στο κωλοβενζινάδικο στην άκρη του κόσμου, χωρίς τίποτα, μόνο με τις δωδεκάποντες τις γόβες της και το δωδεκάποντο μέικ απ της, θα σου πω εγώ, μωρή. Αμέ.
  Φωνές ακούγονται από το καφέ. Κοιτάζω. Είναι η ξανθιά η μαλακισμένη. Και φωνάζει. Γιατί; Α, έχει λερωθεί. Α, η Λίζα της έχυσε πάνω της τον καφέ. Ω, ρε πούστη μου. Και ξέρεις ποια είμαι 'γω και δεν ντρέπεσαι και θα απολυθείς μετά από αυτό. Καλά, πάμε καλά; Φωνές. Όλο φωνές. Πού είναι ο προϊστάμενος και τα ρέστα. Και μες στις φωνές ο Άκης που δηλώνει "Καλά, κι εσύ, δεν σου 'χουνε πει να μην πατάς το φίδι στην ουρά;" και τέτοια. Γέμισε και το ντεπόζιτο. Η Λίζα κλαίει, τι φάση. Η Ξανθιά Μαλακισμένη έρχεται στο αμάξι. Κάνω την αδιάφορη. Δεν μου μιλάει. Ανοίγει το πορτ μπαγκάζ -δύο βαλίτσες με διακριτική επιγραφή CHANEL- βγάζει μια αλλαξιά, αφήνει το πορτοφόλι της και πηγαίνει στην τουαλέτα. Τι είπα; Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. Αφήνει το πορτοφόλι της. 
  Λοιπόν. 
   Το έκανα πολύ φυσιολογικά. 


  Σαν να ήταν, ξέρω 'γω, το αμάξι μου. 
  Μπήκα μέσα, έκατσα στην θέση του οδηγού. Πωπω, τρομερή αίσθηση. Λες κι είναι ο κώλος μου βασιλικός. Έστρωσα το κάθισμα στα μέτρα μου, σαν να είχα όλο το χρόνο μπροστά μου. Συμπλέκτης πατημένος, νεκρό. Έβαλα μπροστά. Πρώτη. Γκάζι. Αφήνεις συμπλέκτη. Γκάζι. Κι άλλο γκάζι. Και άντε. Και γεια σας.
  Λωρίδα επιταχύνσεως. Συμπλέκτης-δευτέρα. Συμπλέκτης-τρίτη. Τετάρτη. Πέμπτη. Παρασκευές και Σάββατα κλειστά. Μαλάκα μου. Έχει και έκτη ταχύτητα. Οκέι, έκτη. Ωραία. Οκέι. Αυτό είναι το αμάξι μου. Είναι μία απόλυτα φυσιολογική μέρα. Που πάω. Κάπου. Με το αμάξι μου. Μαλάκα τι έκανα. Έχω παγώσει. Λοιπόν. Ενθουσιασμός; Όχι. Για τρία δευτερόλεπτα. Σοκ; Ναι. Για πολλή ώρα. Πάγος. Παγωμάρα. Ντεντ. Μπλου σκριν. Κυριακή έξι Μαίου και πάω κάπου με το πανάκριβο αμάξι μου. Απόλυτα φυσιολογικό. Απλά οδηγάω. Κρίση πανικού; Όχι, όχι κρίση πανικού, όχι πανικός, τώρα θέλουμε λογική, ψυχραιμία, θέλουμε σχέδιο. Μαλάκα μου, έκλεψα ένα αμάξι. Ένα πανάκριβο αμάξι. Φάτσα κάρτα. Αυθόρμητα. Χωρίς κανένα σχέδιο. Ξέρουν ότι το έκανα εγώ. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Υπάρχει; Ξέρω 'γω; Να το παρατήσω κάπου και να αρχίσω να τρέχω. Μέχρι πού; Να πάρω τα λεφτά της και να ξοριστώ στην Βενεζουέλα. Έλα, σταμάτα, σοβαρέψου. Μαλάκα, δεν γίνεται, δεν υπάρχει τρόπος. Οκέι, απλά θα συνεχίσω να οδηγάω. Ξέρω 'γω. Σε φάση. Άλλωστε. 
  Ω, μαλάκα μου, τι έκανα. 

  ..Και άλλες τέτοιες συνομιλίες με τον εαυτό μου, που αν κάτσω να τις γράψω όλες, θα βαρεθείτε να διαβάζετε και θα φύγετε. Και είναι κρίμα γιατί έχει αστείο τέλος. Προοικονομία, ε; Λοιπόν. Ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι. Οδηγάω εδώ και μισή ώρα μόνο. Κι αν κελαηδεί η οχιά, δεν είναι καρδερίνα. Λέω παροιμίες, κατεβατές, σαν προσευχή ένα πράμα, για να μην σκέφτομαι. Κοντή γυναίκα πέρδικα, ψηλή καρακαηδόνα. Λοιπόν. Πάμε και βλέπουμε. Αυτό είναι το σχέδιο. Αυτό αποφάσισα. Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψομενε. Εν τω μεταξύ, σκέφτομαι τώρα, τη σκέφτομαι δηλαδή, τη μαλακισμένη, να κάθεται μες στην τσίτα στο βενζινάδικο, ούτε τον καφέ της δεν έχει να πληρώσει. Ούτε τον καφέ της. Μπορεί να την κρατήσουνε να καθαρίζει την τουαλέτα για σήμερα, να ξεπληρώσει τον καφέ της. Γελάω. Η μαλακισμένη. Ελπίζω να νιώθει αβοήθητη. Ελπίζω να νιώθει σκατά, σκατά, σκατά. Ελπίζω να νιώθει ανασφαλής. Σαν κατσαρίδα κάτω από σαγιονάρα. Έτσι να νιώθει. 
  Δεν θέλω να σταματήσω να οδηγάω ποτέ. Πραγματικά. Θέλω να μου μείνει βενζίνη για πάντα. Για πάντα. Και να μην τελειώσει αυτός ο αυτοκινητόδρομος ποτέ. Να χέζομαι πάνω μου, να κατουριέμαι πάνω μου, και να τρώω τα σκατά μου για να επιβιώνω, χέστηκα, αρκεί να μην κουνήσω απ' την θέση μου, να μην σταματήσω να οδηγάω, και ας μην κοιμάμαι ποτέ, να μην ξανακοιμηθώ. Την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο, γεια σου ρε Άκη, όπου και να 'σαι. Στο βενζινάδικο δηλαδή. Έχετε πάρει ήδη τους μπάτσους; Μακάρι να 'ξερα. Πάω με 130. Ε, κλέψαμε που κλέψαμε, να μην γιολάρουμε λίγο ακόμα; Δεν με νοιάζει τίποτα, πείτε μου απλά αν ένιωσε αυτή η μαλακισμένη σαν κατσαρίδα. Και θα βάλω και ραδιόφωνο. Και θα νιώσω σαν τις ταινίες. Grand theft auto. Αυτό είμαι. Βόλιουμ όσο πιο δυνατά πάει. Να πα να γαμηθείτε όλοι. Αυτό. Παροιμία πρέπει να το κάνουμε. Που να με πάρει. Τα έχω παίξει τελείως. Τι ανδρεναλίνη είναι αυτή. 
  Και τι σειρήνα. Τι σειρηνάρα είναι αυτή μάνα μου. Πωπω. Σκατά. Σκατά, Μανώλη. Ποιος είναι ο Μανώλης; Κανένας, απλά ακούστηκε σαν παροιμία. Οκέι. Είναι πίσω μου. Οκέι. Έρχονται. Εμ βέβαια. Άμα έχεις φράγκα έχεις και δύναμη. Και οι μπάτσοι σκάνε κατευθείαν. Γιατί σου ανήκουνε κι αυτοί κατά βάθος, που να με πάρει. Λοιπόν. Μπορώ να οδηγάω για πάντα. Μπορώ να πέσω πάνω τους και να πεθάνουμε όλοι. Εντάξει. Όχι. Δεν μπορώ. Δεν με ψήνει να πεθάνω. Με ψήνει απλά να ζήσω αξιοπρεπώς. Δεν ξέρω γιατί την έκανα αυτή τη μαλακία. Και τώρα έχω πίσω μου - σκατά, σκατά, και δίπλα μου, σκατά. Μπάτσους. Και θα με χώσουνε μέσα. Ρε μαλάκες. Έπρεπε να το 'χα σκεφτεί. Σκατά, σκατά, πανικός. Πανικός. Ιδρώτας. Τρέμουλο. Θα πεθάνω μαλάκα. Λοιπόν. Δεν θα πεθάνω, απλά θα φρενάρω. Να. Απλά. Θα φρενάρω. Γιατί ρε μαλάκα. Σκατά. Σκατά. Ωραία. Εδώ. Το πατάω τώρα. 130. 120. 100. 90. 70. Σκατά ρε μαλάκα, σκατά. 50. 40.30. Αλλά να σου πω κάτι, σκατά σε εσάς, σκατά σε όλους, σκατά σ' αυτήν την απελπισία, δεν φταίω εγώ για την κατάστασή μου, δεν με έφερα εγώ σ' αυτά τα σκατά, δηλαδή, μία κίνηση αυθόρμητη, 20, 10, δεν ζήλεψα ακριβώς, απλά φαντάστηκα να φεύγω, ξέρω 'γω, από το βενζινάδικο, δεν ξέρω τι φαντάστηκα, τι θα τους πω, ότι ήταν μαλακισμένη αυτή και ήθελα να την κάνω να νιώσει σαν κατσαριδάκι και δεν σκέφτηκα τι μπορεί να συνέβαινε, και τώρα σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και ήρθανε γύρω μου και πρέπει να βγω από το αμάξι με τα χέρια σηκωμένα και να παραδωθώ και μετά την διαδικασία ούτε που την ξέρω, και στη μάνα μου τι θα πω που εγώ απλά για σεζόν ήρθα στο κωλοβενζινάδικο, για σεζόν για να μαζέψω τα λεφτά να πάω στην κωλοϊδιωτική που της έλεγα μάνα έχω όνειρο να πάω, σκατά, σκατά, κι αυτός ο Σεπτέμβρης που έλεγα ότι θα τον περάσω πια στην Αθήνα, ορίστε, να, εντάξει, βγήκα ρε μαλάκες, φαγωθήκατε, --  


 Ελάτε, ντάξει. Πλάκα κάνω. Είναι δυνατόν να το έκανα αυτό; Τι είμαστε, σε κάνα διήγημα φαντασίας; Απλά, εντάξει, δεν σας κρύβω. Ένα κατοσταρικάκι το πήρα από το πορτοφόλι. Ε, τι; Πέντε είχε μέσα. Πράσινα, έτσι, όχι αστεία. Δεν θα της λείψει κιόλας. Μπορούσα να 'χα πάρει παραπάνω αλλά φοβήθηκα. Έτσι είμαι 'γω. Κοκοκο. Κότα. Αυτή άλλαξε, βγήκε απ' την τουαλέτα, πλήρωσε, έφυγε. Στο διάολο. Και μόλις χάθηκε το αμάξι απ' το οπτικό πεδίο, πήγα εγώ στην καφετέρια όλο χαρά. "Παίδες" τους είπα, γεμάτη στυλ. "Σήμερα το βράδυ το γλεντάμε" κι έβγαλα το κλεμμένο κατοστάρικο από την τσέπη. Ξαφνιάσματα, χαρές και βρισίδια στην ξανθιά μαλακισμένη. Πέφτει η πρόταση να πάμε με το που σχολάσουμε. Σε μισή ώρα δηλαδή. Μέσα; Μέσα. 

  "Κατοστάρι δηλαδή ε;" κάνει ο Άκης. Κατοστάρι, ναι. "Απόψε θα ζήσουμε Άκη μου, σαν να ζούσαμε σαν αυτήνανε κάθε μέρα" του λέω. "Σήμερα, ε;" κάνει πάλι ο Άκης, όλο δυσπιστία. "Ναι ρε Άκη, σήμερα." απαντάω. "Και απ' αύριο;" επιμένει αυτός. "Ε, ρε παιδί μου, τι να σου πω. Απ' αύριο τα ίδια. Εδώ θα 'μαστε" κάνω. 

  "Δηλαδή, σα να λέμε.. Να σε χέσω Γιάννη, να σ' αλείψω με μέλι".

  Και δεν είχε κι άδικο.  


*η γνωστή εξίσωση Κ+Μ+Α=Ε

-ζωή 

Sunday, 15 April 2018

το δεντρί

Έχω φυτέψει ένα δεντρί οπού 'ναι οι μοναξιές μου
ένα δεντράκι σκυθρωπό, ρυτιδιασμένο κι άγριο
στα κλαδιά του κρέμονται βαριές παραδομένες οι πληγές μου
κι η ρίζα του παρασιτεί στη νιότη μου και στ' αύριο.

Μια τρύπα έχω παιδική ξωπίσω στον αυχένα

ένα πηγάδι που ο καιρός κρύβει τους θησαυρούς του
οι χαρές μου ξεγλιστρούν μεμιάς και φεύγουν από 'μένα
κι ο διάβολος τους θησαυρούς τους παίρνει όλους δικούς του.

Έν' άλογο έχω πλάι μου, δυο δράκους κι ένα λύκο
τρέφονται απ' τις ανάγκες μου κι ανάγκες πάντα έχω
στ' αυτιά μου κλαίνε ή και γελούν πως ποτέ δεν θα ανήκω
κι αντί να ξέρω ν' αγαπώ, ξέρω μόνο ν'αντέχω.

Ένα δεντρί έχω στο μυαλό με ρίζες στο λαιμό μου
με πνίγουν κάθε που γελώ κι ελέγχουν τις πνοές μου
και σαν κατάρα μ' άνθησαν τα κέρατα του χρόνου
σαν οι πληγές απ' τα κλαδιά αγγίξαν τις πληγές μου.



-veldaerya

Friday, 13 April 2018

omoide

Ένας άντρας με στρογγυλά γυαλιά, αμυγδαλωτά καφέ μάτια και λεπτά χείλια, σαν γραμμή, με κοιτούσε διαπεραστικά σήμερα στο λεωφορείο σαν να με ξέρει από πάντα. Σαν να με ξέρει καλύτερα από όσο θα ξέρω εγώ ποτέ τον εαυτό μου. Και σαν να με λυπάται, όπως με λυπόταν η μόνα λίζα την πρώτη φορά που είδα τον πίνακα, στα έξι μου, σε ένα διάδρομο με μαρμάρινο πάτωμα και ανοιχτούς ξεθωριασμένους κίτρινους τοίχους. Εκείνη τη στιγμή, ήταν από τις καθημερινές στιγμές στα λεωφορεία όπου δεν αισθανόμουν και δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα. Μια στιγμή σαν εκείνη ήταν που μια φορά με πέτυχε μια φίλη, η οποία στεκόταν έξω από το λεωφορείο και περίμενε να το δει να ξεκινάει να με πάει σπίτι, και έγραψε για εμένα πως "nowhere to run home to". Είναι φυσικό, ή πλέον έχω συνηθίσει και ο οργανισμός μου θεωρεί φυσικό, σε εκείνες τις στιγμές, η επαφή με τους ξένους να μην σημαίνει τίποτα, η βλεμματική επαφή αυτόματα να γίνεται μια ξεθωριασμένη ανάμνηση που ήδη κάποια δευτερόλεπτα αργότερα θα έχω ξεχάσει. Έτσι και έγινε. Ο λεπτός άντρας, με το οβάλ κρανίο, τα στρογγυλά γυαλιά, τα πλεγμένα δάχτυλα μπροστά από το γόνατό του, καθισμένος με το ένα πόδι πάνω στ' άλλο σαν υπομονετικός, ψυχρός ψυχίατρος και το ευθές συμπαγές βλέμμα, ξεχάστηκε σύντομα. 

Τώρα, που τα θυμάμαι όλα πολύ καθαρά, μπορεί να είχα ξεχάσει τον άντρα στο λεωφορείο, αλλά όλα είχαν εντυπωθεί στο κεφάλι μου -ή ό,τι και αν είναι αυτό που βιώνει, θυμάται και κατανοεί χωρίς να επεξεργάζεται- σαν ένα πρότυπο, σαν ένα γλωσσικό σύμβολο, σαν κάτι αφηρημένο με υπόσταση του οποίου κομμάτια θα συναντώ ξανά και ξανά. Σαν γλωσσικό σύμβολο. Σαν αρχέτυπος συμβολισμός που θα ζω και θα ντύνω με τις δικές μου εμπειρίες ώστε να του δώσω προσωπικό νόημα.

Δύο εβδομάδες αργότερα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα. Εκείνη την ημέρα πέθανε η μητέρα μου. Ή μήπως ήταν την προηγούμενη; Ήταν ο ψυχίατρος. Μου εξήγησε πως ήταν ο ψυχίατρος της μητέρας μου από λίγο πριν γεννηθώ έως και τα τρία μου χρόνια. Πήγα στο γραφείο του και βρέθηκα στον διάδρομο με τον γνώριμο πίνακα. Έστριψα και απότομα βγήκα έξω, έκανα ένα τσιγάρο περπατώντας μακριά από το γραφείο και ένιωθα τον καπνό βρώμικο να γίνεται συμπαγής και πυκνός στον λαιμό μου. Δεν θυμάμαι τίποτα πέρα από την αίσθηση αυτή. Θυμάμαι να συνειδητοποιώ την αίσθηση και από αυτήν να βγάζω το συμπέρασμα ότι λογικά θα έχω αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που συχνά έχω όταν με κρατώ από το κλάψω, όταν δεν ξέρω γιατί θέλω να κλάψω. Όταν δεν ξέρω αν θέλω να κλάψω. Δεν θυμάμαι τίποτα να νιώθω ή να σκέφτομαι, να βγάζω συμπεράσματα, αποπροσωποίηση. Δεν βίωνα την στιγμή. Μπήκα σε ένα λεωφορείο, έτσι, από συνήθεια ή για να με ηρεμήσει αυτό το κάτι με το οποίο σαν παιδί ένιωθα άβολα αλλά πλέον δεν με κάνει να νιώθω τίποτα. Όχι δεν με κάνει να νιώθω τίποτα. Με κάνει να μην νιώθω τίποτα. Έκανα πολλά reality checks αλλά υπέθεσα ότι μάλλον ονειρεύομαι και είναι από τις στιγμές που το μυαλό μου είναι τόσο θολό και η συνείδηση τόσο πυκνή και τα εξωτερικά ερεθίσματα τόσο ρευστά και εύθραυστα που δεν μπορούσα να γίνω lucid. Πήγα σπίτι και κοιμήθηκα και άφησα τον χρόνο να λύσει το μυστήριο για εμένα. 

Ξύπνησα από το τηλέφωνο να χτυπάει. Ήταν ο ψυχίατρος. Δεν ονειρευόμουν και όλα όσα αφηγήθηκα ήταν η πραγματικότητα εκέινης της μέρας. Σκέφτηκα να του πω να μου πει ό,τι έχει να μου πει σε κάποιο άλλο μέρος, αλλά δεν το έκανα απλά, και πήγα πίσω στο γραφείο. Έμαθα πως η μητέρα μου με εγκατέλειψε σπίτι της μητέρας της και πήγε να αυτοκτονήσει. Η γιαγιά μου την βρήκε και της βρήκε δουλειά, της είπε να με πάρει πίσω, ότι πρέπει να προσπαθήσει. Ο ψυχίατρος είπε πως με έπαιρνε μαζί της στις συνεδρίες τους. Έπεισε την μητέρα μου να μιλήσει στην γιαγιά μου και της είπε να μην με αφήσει να μείνω με την μητέρα μου. Η μητέρα μου θύμωσε και με πήρε μαζί της. Η γιαγιά μου χτυπούσε την πόρτα έξω από το διαμέρισμα που νοίκιαζε, η μητέρα μου την έδιωξε. Η γιαγιά μου έκατσε απ' έξω αφήνοντας την μητέρα μου να νομίζει πως έφυγε. 
Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, η μητέρα μου βάδιζε πάνω κάτω στο σπίτι μιλώντας στον εαυτό της και καπνίζοντας. Το θυμάμαι και εγώ αυτό. Αν όχι τότε που ήμουν δύο, αργότερα, πάντα το έκανε. Άρχισα να κλαίω και να διαμαρτύρομαι και η μητέρα μου να γελάει και να φωνάζει ''ΣΚΑΣΕ, ΣΚΑΣΕ, ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ, ΣΚΑΣΕ ΓΑΜΩΤΟ, ΒΟΥΛΩΣΤΟ''. Γελώντας. Δεν το θυμάμαι, ακόμη και με τον ψυχίατρο να μου το περιγράφει, δείχνοντας μου τις σημειώσεις του, μπροστά μου, αλλά μπορώ πολύ καθαρά να φτιάξω την εικόνα στο κεφάλι μου και να την βιώσω σαν να είμαι όλα τα εμπλεκόμενα άτομα. Το μωρό, η τρελή, η γιαγιά, η πόρτα... όλα. 

Φυσικά τώρα που τα θυμάμαι όλα, τα θυμάμαι, ναι. Τώρα που το μυαλό μου καθάρισε βλέπω τι συνέβαινε και πριν από αυτό, και μετά από αυτό. 

Εκείνο το βράδυ είδα στον ύπνο μου πως ήμουν η μητέρα μου, άκουγα το "θάλασσα μου σκοτεινή'' και προσπαθούσα να νιώσω τους φόβους μου αλλά δεν μπορούσα. Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ στο ότι ξέρω ότι έχω ήδη χάσει, έχω ήδη παραιτηθεί και πεθάνει για να νιώσω κάτι, αλλά δεν ένιωθα τίποτα. Χανόμουν σαν τον καπνό του τσιγάρου μου, μιλούσα στον εαυτό μου και ήταν χειρότερο από το να μιλάω στον τοίχο. Χωρίς καν να το βιώνω, χωρίς να το συνειδητοποιώ, χωρίς να νιώθω, εξαφανιζόμουν, γινόμουν αέρας, έχανα τον εαυτό μου, την ζωή μου, τον δρόμο μου. Κοιτούσα το παιδί στην άλλη άκρη του δωματίου και δεν μπορούσα να αισθανθώ ότι είναι κάτι διαφορετικό από εμένα. Ήξερα ότι κάτι πρέπει να νιώσω, έλεγα ''αφού ξέρω ότι δεν είναι εγώ, γιατί δε το νιώθω;'' και δε το έλεγα καν, απλά αυτό το ελαφρύ, αδιάφορο, ξένο, ενοχλητικό ερωτηματικό υπήρχε και ξεθύμαινε σαν το τσιγάρο μου, κυλούσε σαν το τραγούδι που άκουγα επανειλημένα όλο το βράδυ, κυλούσε σαν τις ώρες της ζωής μου, τόσες ώρες, μια ολόκληρη αιωνιότητα και δεν μπορούσα να θυμηθώ ή να αισθανθώ μία από αυτές. Είχα πεθάνει, και να πέθαινα δεν θα ένιωθα τίποτα. Και να ζούσα δεν θα ένιωθα τίποτα. Έσβηνα, γινόμουν ένα τίποτα, ένα σώμα, ένας οργανισμός με συνήθεια, μπορεί κάτι που έκανα για μήνες, όπως το να κρατάω τα σπασμένα νύχια μου στην σειρά στο κομοδίνο και να τα ψιλαφίζω καθημερινά για ώρες, να μην το παρατηρούσα καν, κάποιος να μου το έλεγε και να το ξεχνούσα δύο δευτερόλεπτα αργότερα. Και το παιδί στην άκρη του δωματίου, μου τα είχε πάρει όλα. Είχε πάρει το πρόσωπο μου, τις εκφράσεις μου, τις αναμνήσεις μου, την ενσυναίσθηση, την συνείδηση, την ζωή μου. Ένιωθα χωρισμένη χωρίς να νιώθω τίποτα. Ήθελα να το σκοτώσω, ήθελα να σκάσει, το κλάμα του μου θύμιζε πως θα πεθάνει και αυτό σαν εμένα, ένιωθα ότι η ύπαρξη του μαρτυρούσε πως θα ξαναπεθάνω χωρίς να ξαναζήσω. Συνεχώς θα πεθαίνω επειδή το γέννησα. Ήθελα να το σκοτώσω και να μην πεθάνω ποτέ ξανά. 

Είδα πως έκλαιγα, διαμαρτυρόμουν, δεν καταλάβαινα, ένιωθα το κεφάλι μου στα πλάγια να πονάει, ένιωθα εξαντλημένη, ήθελα να σταματήσει η μαμά να ακούει αυτό το τραγούδι, να σταματήσει να χάνεται με τον καπνό στον αέρα και να με πνίγει, να με μαυρίζει, να με μπουκώνει, να βρωμάει και να δακρύζω. Φοβάμαι την θάλασσα. Μ' αρέσει να παίζω στην άμμο φορώντας τα μπρατσάκια μου αλλά φοβάμαι τα μαύρα νερά. Και τα μπλε. Τα ψάρια. Το υγρό κρύο. Έκλαιγα γιατί αν ήξερα, αν είχα την δύναμη, αν δεν ήμουν παιδί, θα επέλεγα να κλείσω τα αυτιά μου. Να κλείσω το κασετόφωνο, να σβήσω το τσιγάρο και να κοιμηθώ. Ήμουν το μωρό μου και η μητέρα μου. Χανόμουν από το ένα σώμα, το εγώ και την συνείδηση και γεννιόμουν στο άλλο. 

Είδα πως μεγάλωσα και είδα την ίδια εκείνη μέρα στην οποία ονειρευόμουν, την μέρα με τον ψυχίατρο της μητέρας μου, ή καλύτερα, τη μέρα με τον ψυχίατρο της προηγούμενης ζωής μου. Μεγάλωσα και άλλο και γέννησα ένα παιδί. Είδα πως το κρατούσα και το χάζευα και πως γέλασε για πρώτη φορά. Την στιγμή που για πρώτη φορά γέλασε, άρχισα να πεθαίνω. Άρχισα να τα θυμάμαι όλα, ένα ένα, αλλά δεν άφηνα τίποτα να φανεί, τίποτα να χαλάσει το πρόσωπο που κοιτούσε ο εαυτός-παιδί μου. Συνέχισα να το χαζεύω ενώ οι αναμνήσεις όλων των προηγούμενων ζωών μου ερχόντουσαν μία μία όλες μαζί στο κεφάλι μου, ή ό,τι είναι αυτό το οποίο βιώνει, θυμάται και κατανοεί χωρίς να επεξεργάζεται. Και μία μία όλες μαζί τις ξεχνούσα. Και μία μία όλες μαζί τις ζούσε το μωρό που κρατούσα στην αγκαλιά μου. Το χάζευα ενώ γελούσε και προσπαθούσα να συγκρατήσω τα κομμάτια μου ενώ ένιωθα επιτέλους να καταλαβαίνω και να θυμάμαι όλα όσα παλεύω μια ζωή να καταλάβω και θα να θυμηθώ. Επιτέλους καταλαβαίνω την φύση μου, μια φύση που όλη μου την ζωή είμαι σίγουρη πως υπάρχει, όλη μου την ζωή ψάχνω και όλη μου την ζωή ζω χωρίς να την γνωρίζω. Η ταυτότητα μου αποκαθίσταται, τα ερωτήματα λύνονται, τα θυμάμαι όλα, και τα ξεχνάω όλα την ίδια στιγμή. Τα κερδίζω και τα χάνω όλα την ίδια στιγμή. Πεθαίνω. Σύντομα θα είμαι απλά ένα σακί από θαμπό, ξερό δέρμα από τον θηλασμό. Κίτρινα νύχια και δόντια από το κάπνισμα. Ξεχειλωμένο στήθος, θολά, ανέκφραστα, γερασμένα μάτια, ανύπαρκτο βλέμμα, ανύπαρκτη ψυχή. Το μωρό στην αγκαλιά μου κερδίζει όλα όσα ψάχνω όλη μου την ζωή μέσα σε μία χρονική στιγμή ενώ εγώ τα χάνω, τα παίρνει από εμένα, και γελάει. Γελάει και χαζεύει και αυτή εμένα να την χαζεύω και να γίνονται ένα με το τίποτα. Νιώθω πως θέλω να το σκοτώσω. Ντρέπομαι μόνο που το λέω. Νιώθω αγάπη, νιώθω στοργή, νιώθω ολοκληρωμένη, νιώθω ότι πεθαίνω, χάνομαι. Αφήνω το μωρό ήρεμα στην κούνια, σηκώνω το μαξιλάρι ώστε να το ξανατοποθετήσω πιο βολικά για το κεφάλι της. Κοιταζόμαστε και ξέρω ότι ξέρει ποια είναι, ποια είμαι, ποια ήμουν, για λίγο ξέρουμε και οι δύο, δεν της κάνω κακό, δεν την μισώ, την αγαπώ, το ξέρω ότι το ξέρει, το ξέρω ότι το εκτιμάει. Χτυπάει τα χέρια και τα πόδια της πάνω κάτω γελώντας πολύ δυνατά, είναι ενθουσιασμένη που είναι ζωντανή, προσπαθεί να σταματήσει να ζαλίζεται, προσπαθεί να επιταχύνει την διαδικασία του να καταλάβει την πραγματικότητα, να αποθηκεύσει ο εγκέφαλος της τα εξωτερικά ερεθίσματα, να μάθει να τα ερμηνεύει ώστε να αποκτήσει τον προσανατολισμό, τον μυικό συχρονισμό, να μπορεί σκόπιμα να κινηθεί, να μιλήσει. Προσπαθεί να με σκοτώσει. Την χάζευα για ένα ακαθόριστο μέσα στο όνειρο χρονικό διάστημα. Μέχρι να μην είμαι τίποτα, να μην ξέρω ότι υπάρχω, ότι σκέφτομαι, ότι στέκομαι και χαζεύω, τι στέκομαι και χαζεύω, δεν θυμάμαι τίποτα. Αφήνω το παιδί στην κούνια και καπνίζω. Δεν σκέφτομαι, δεν νιώθω, δεν θυμάμαι, δεν είμαι. Το μωρό με πυροβολεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Το μουνί μου στάζει αίμα, όπως και το κεφάλι μου. Ξυπνάω.

Ξυπνάω με όλες τις αναμνήσεις μου. Από όλες τις ζωές μου. Έχω όλες τις αναμνήσεις της μητέρας μου, που είχε όλες τις αναμνήσεις της γιαγιάς μου, που είχε όλες τις αναμνήσεις της προ-γιαγιάς μου. Μεγαλώνω τον εαυτό μου μόνο και μόνο για να τον ξαναγεννήσω και πεθαίνω. Ύστερα μεγαλώνω τον εαυτό μου μόνο και μόνο για να τον ξαναγεννήσω και πεθάινω. Απλά σε αυτήν την ζωή...

Σε αυτή τη ζωή η μητέρα μου, εγώ, πεθαίνοντας έγινε το χειρότερο κομμάτι του εαυτού μου. shadow self. Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού που δεν βλέπει ποτέ την ζωή στον πλανήτη γύρω από τον οποίο στρέφεται. Συνεπώς συνέχεται την άλλη πλευρά, την πλευρά που τόσοι και τόσοι ζωντανοί οργανισμοί θαυμάζουν, δημιουργούν μύθους γύρω από αυτήν, την ζωγραφίζουν, μεθάνε στο φως της, την ερμηνεύουν, τραγουδάνε και χορεύουν στο όνομα της. Συνεπώς σιχαίνεται και όλο τον εαυτό της, όλο το πέτρωμα που στρέφεται γύρω από τον πλανήτη, την τροχιά, την απόσταση, την ταχύτητα, όλα όσα την καταδικάζουν να μένει η σκοτεινή πλευρά. Η πλευρά που δεν βλέπει ποτέ στην ζωή. Αλλά ξέρει πως υπάρχει, είναι εθισμένη στην ύπαρξή της, είναι αλαζόνας και σιχαίνεται την ύπαρξη χωρίς να θέλει να την διακόψει. Θέλει να επιβιώσει, καταστρέφοντας κάθε άλλη υπόνοια ζωής πέρα από τον εαυτό της. Θέλει όλα γύρω της να πεθαίνουν αλλά ποτέ να πεθάνουν. Σε αυτήν την ζωή, η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού έχοντας κερδίσει μία μάχη, με έκανε να απωθήσω την φύση μου, να μπερδευτώ, να ξεχάσω πράγματα που ξέρω εδώ και δισεκατομύρια χρόνια και να τα θυμηθώ με τον θάνατο της μητέρας μου, με το τηλεφώνημα του ψυχιάτρου, με το όνειρο της ξένης εκείνης μέρας. 

Τώρα όλα τα θυμάμαι καθαρά, όπως είπα, αλλά σε εκείνη την ζωή μου είχα χάσει τις αναμνήσεις μου. Δεν ήξερα ποια είμαι και γέννησα ένα παιδί που μίσησα. Έγινα η πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και το μόνο που του έδειξα ήταν ο θάνατος. Τι είναι, πώς είναι και που να τον βρει πιο αργά και βασανιστικά. Μεγάλωσα σαν αυτό το παιδί και θυμήθηκα ποια είμαι. Σίγουρα, μία ερώτηση, με έκανε να αναρωτιέμαι ξανά και ξανά αν ζω σε ένα ψέμα, σε έναν μύθο που έφτιαξα για τον εαυτό μου ή αν όντως θυμήθηκα μια αλήθεια που είχα ξεχάσει για μία ζωή. Για λίγο, μια ζωή στην αιωνιότητα... Κάποιος είπε πως είμαι τρελή, πως για να αντιμετωπίσω τον θάνατο έχτισα μια πραγματικότητα και έζησα μέσα σε αυτή, εξού και η ερώτηση, how much of it is real? Αλλά θυμήθηκα ποια είμαι. Ξέρω που πηγαίνω. Τώρα έχω μια ακόμη ζωή να ζήσω. Να γεννήσω ένα παιδί και να μην γίνω για αυτό, αυτό που η μητέρα μου έγινε για εμένα. Να το μάθω πως να θυμάται. Να του δείξω που είναι η ζωή. Ύστερα να πεθάνω, να χαθώ ευτυχισμένη και σιωπηλή.

Selene

Tuesday, 13 March 2018

Μυτιλήνη

Τι συμβαίνει;
Εκούσια δεν βάζω χρονικό προσδιορισμό γιατί συνειδητοποιώ ότι θα ανήγαγα το ερώτημα αυτό σε αιώνια  αναπάντητο για 'μένα.

Ποια είναι η Χριστίνα; Ή η χριστίνα (;)
Αισθάνομαι πως ούτε αυτό μπορώ να το απαντήσω, αλλά αυτή η συγκεκριμένη αδυναμία μου με χαροποιεί. Με κάνει να πιστεύω ότι τα πιο σημαντικά πράγματα είναι πολύ πιο μεγάλα απ'το μικρό μου το κεφάλι, απ'τα μικρά μας τα κεφάλια, τα ανυψωμένα σε κλίμακα που φτάνουν να αγγίζουν το θείο ( ο,τι κι αν είναι εν τέλη ( ή εν αρχήν ) τούτο ).
Δεν ξέρω που λέτε ούτε πια είμαι, ούτε ποια είναι η σχέση μου με τον κόσμο γύρω μου. Αλλά, για πρώτη -ειλικρινή- φορά μετά από καιρό, τη νιώθω αυτή τη σχέση να φουσκώνει μέσα μου σαν παλίρροια, ξεκινώντας απ'τη μήτρα και ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά, αδειάζοντας το στομάχι μου ( το αισθάνομαι σαν αεράκι ) και γεμίζοντας την καρδιά μου ( την αισθάνομαι σαν τρόμπα ). Το πώς εκφράζεται βέβαια αυτό στην τετραδιάστατη πραγματικότητα δεν είναι και πολύ αντιπροσωπευτικό, μου λέει το κεφάλι μου.
Αλλά απ'την άλλη γιατί να μην είναι, απόλυτα κι όλας; Εννοώ, η αδυναμία να εκφραστώ πλήρως δεν είναι και αυτή κομμάτι της παρούσας ψυχοσύνθεσης μου; ( Δεν περιμένω κάποιον να μου επιβεβαιώσει τον συλλογισμό, ρητορικά το θέτω ).

Παρόλα αυτά, χρειάζεται κανείς να βγει στον κόσμο; να πει ένα μεγάλο αι γαμήσου στον φόβο που τον κρατάει μικρό και περιορισμένο στον εαυτό του, ή μάλλον σε ένα πολύ ρηχό επίπεδο του εαυτού του, να λύσει τα σκυλιά φύλακες και να ανοίξει τα γαμημένα τα παράθυρα του δωματίου του. Ναι ρε αγάπη μου, κι ας κάνει ψωλόκρυο έξω. Θα το συνηθίσεις, αν σηκωθείς απ'το κρεβάτι και κουνήσεις το σώμα σου ελεύθερα, εκφραστικά.

Συγγνώμη δηλαδή για τον επιθετικό τόνο, αλλά με ωθεί το περιβάλλον μου τον τελευταίο καιρό να σκεφτώ την προσέγγιση του απότομου χαστουκιού ως την πιο αποτελεσματική. Και χρειάζεται να επιθυμείς να υπάρξει αποτέλεσμα, με την έννοια της αντίδρασης ως σημάδι συν-επαφής. Αμφίδρομης. Αλλιώς φάντασμα είσαι, ακόμη κι αν μιλάς με πάθος για όλα όσα σε ενδιαφέρουν τάχα; αν δεν επιθυμείς να δεις τον παλμό που αφήνουν αυτά που εκφράζεις να αγγίζει το περιβάλλον σου, φόβος είναι 'κείνος που σε τρέφει, μη γελιέσαι.

Ξαναγυρίζω λοιπόν στο πρώτο ερώτημα: τι συμβαίνει; κι ας ξεκαθαρίσω ότι με βάση τα παραπάνω θέλω όντως να βγάλω περισσότερα στοιχεία στην επιφάνεια για το τι συμβαίνει, και όχι απλά να το αφήσω σε φιλοσοφικό επίπεδο. Μπλα μπλου μπλι. Με 'πιασε όμως μόλις πήγα να το προσεγγίσω μια αφηρημάδα πολύ ύποπτα στοχευμένη και αδυνατώ να ορίσω την κατάσταση.

Αχουμ, αχουμ. Το παράδοξο βλέπετε της ανθρώπινης νόησης. Απ'τη στιγμή που πας να ορίσεις κάτι πολύ κοντά στον εαυτό σου, εκείνο σου ξεγλιστράει σαν υγρό ερπετό και αλλάζει. Τι μπορεί κανείς να κάνει; Να σηκωθεί απ'το γραφείο του, απ'το κρεβάτι, απ'το πάτωμα, να απομακρυνθεί απ'το ψυγείο, να κλείσει το καυτό νερό στο ντους, να αφήσει αυτό το σιχαμένο το έκτο τσιγάρο, να σηκωθεί απ'το πεζούλι που κάθεται εδώ και 2 ώρες ανάμεσα σε ανθρώπους που τον κάνουν να μην μπορεί να νιώσει οικείο τον αέρα γύρω του και αντί να κοιτάζει τον γαμημένο τον τοίχο να πάει να βρει εκείνον τον κάποιον ή το κάτι που θέλει να παρατηρήσει πώς ο δικός του ο παλμός μεταφράζεται σε ΄κείνου το σώμα.

 -Lyra.

κενό ημερολόγιο παρτ ΙΙ

Νομίζω πως άρχισε να χιονίζει.
Ζω σε ένα νεκροταφείο ξεχασμένων παιχνιδιών.
Πάλι με άφησες εδώ, συνέχεια επιστρέφω εδώ όταν με αφήνεις.
Δεν ξέρω πια αν το σπίτι μου είναι εδώ ή εσύ.
Κάνω παρέα με τα νεκρά παιχνίδια, τους ράβω τα κουμπιά, τους ώμους, τα άκρα.
Τα γεμίζω με βαμβάκι που βρίσκω σκόρπιο από 'δω κι από 'κει.
Το ήξερες ότι τα παιχνίδια αιμορραγούν άσπρο βαμβάκι;
Εγώ από τότε που το έμαθα φοβάμαι να κόψω το δέρμα μου.
Αν και μερικές φορές που το 'χα κόψει έρεε πηχτή η ζωή.
Αλλά τώρα φοβάμαι, γιατί νομίζεις ότι σε πρόδωσα και ότι είμαι μια ψεύτικη κούκλα.
Μέσα στο κεφάλι σου.
Ένα παιδικό λούτρινο παιχνίδι της φαντασίας σου.
Μου έδωσες τ' όνομά μου και μου χτένιζες τα μαλλιά όταν είχε ήλιο.
Μονάχα στον ήλιο, να φαίνονται έτσι γλυκά και πορτοκαλί.
Σου άρεσε να αφομοιώνεις την ομορφιά μου, σου άρεσε να φοράς εμένα προσωπείο.
Κι εγώ χαμογελούσα στη θέση των χειλιών σου για 'σένα γιατί εγώ ήξερα να αγαπάω.
Αλλά μέσα από εσένα μονάχα μπορούσα να το χαρίσω αυτό.
Μου έδωσες τ'όνομά μου..

Δίνω κι εγώ ονόματα τώρα στα παιχνίδια που βρίσκω εδώ.
Αναπολώ τον παράδεισό μου, αυτόν που έχτισες για εμένα.
Ή αυτόν που έχτισε εμένα.
Εδώ που μ'άφησες δεν έχει ήλιο και δεν φυτρώνουν ηλιοτρόπια.
Έχει μόνο νεκρά ψεύτικα παιχνίδια.
Πώς γίνεται κάτι να είναι και νεκρό και ψεύτικο;
Πώς γίνεται κάτι να 'ναι ζωντανό και ψέμα;
Έχω όνομα, χάρη σε εσένα.
Όμως δεν έχω φωνή, όπως εσύ.
Και εδώ όλα είναι λούτρινα και έχουν ραμμένα κουμπιά.
Μερικά δεν είχαν μάτια και έραψα κουμπιά στη θέση τους.
Θέλω κάποιος να με κοιτάξει με μάτια, φοβάμαι τα κουμπιά.
Γιατί τα κουμπιά εγκλωβίζουν, περιορίζουν.
Ευτυχώς βρήκα αυτούς τους παλιούς μαρκαδόρους σε ένα ξύλινο κουτί.
Τώρα μπορώ να ζωγραφίζω τα μάτια όπως τα θέλω, αληθινά.
Ζωγραφίζω το βλέμμα, την εστίαση, την οπτική.
Ζωγραφίζω το συναίσθημα και την ένταση, το δάκρυ.
Τη θολούρα της έκπληξης και την μελαγχολία.
Κάνω τα μάτια να με κοιτάζουν σαν να λένε τ' όνομά μου.

Βρίσκομαι ανάμεσα σε παιχνίδια χαλασμένα-
-και παιχνίδια που έχουν χαθεί από χέρια παιδικά.
Τα χαλασμένα παιχνίδια πληγώνουν πιο βαθιά απ' ό,τι τα χαμένα.
Κι αυτό γιατί τα χαμένα τ' αγαπάς όπως τα θυμάσαι κι έτσι μένουν πάντα στη μνήμη.
Ενώ τα χαλασμένα τα βλέπεις μέρα τη μέρα να ξεθωριάζουν.
Να αφήνουν πίσω κομμάτια, να ξεκοιλιάζονται, να χάνουν τα μάτια και την αθωότητα.
Η αθωότητα γυρίζει τα πιο βάναυσα κι απάνθρωπα θρίλερ.
Και έτσι δεν πεθαίνει μόνο το παιχνίδι, αλλά και η σκέψη σου γι' αυτό και όσα νιώθεις.
Όπως και με τους ανθρώπους, θυμάσαι;
Γιατί εγώ τα ένιωθα όλα τόσο καιρό και θυμάμαι.
Όσους έχεις χάσει κι έφυγαν απότομα, τους έχασα και 'γω μια φορά.
Κι όσοι έμειναν και χαλάνε μέρα τη μέρα, νιώθω πως τους χάνω πάντα.
Μερικές φορές, όταν με άφηνες να αγγίζω την κάμερα, επειδή είμαι και άτσαλη-
-φωτογράφιζα τα λουλούδια που μαραίνονται για να σου δείξω πώς νιώθω.
Τα φωτογράφιζα και τα κρατούσα για να τα βλέπω πάντα να πεθαίνουν.
Και να μου θυμίζουν τους ανθρώπους που με άφησες να αγαπήσω.
Όλους δηλαδή.
Τώρα σου έμεινε συνήθεια και σε βλέπω να φωτογραφίζεις τους ανθρώπους όταν φεύγουν.
Ίσως σου έμεινε συνήθεια δηλαδή, αλλά ίσως και να το κάνεις για να θυμάσαι εμένα.
Ή για να μου θυμίζεις εμένα πως έκανα λάθος ν'αγαπώ.
Με τιμωρείς λες και είμαι κούκλα παιδική.
Αλλά τουλάχιστον μου έδωσες τ' όνομά μου.

Το θέμα είναι πως τώρα τελευταία δεν με τιμωρείς πια.
Και με άφησες πολλές μέρες συνεχόμενα σε αυτό εδώ το νεκροταφείο.
Γι' αυτό και αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω τη μαγεία που αποκαλείς ασθένεια.
Ζωντανεύω τις εκφράσεις στα πρόσωπα των παιχνιδιών.
Δίνω κίνηση στα χέρια από βαμβάκι.
Κάνω τα λούτρινα χείλη να κινούνται σε ρυθμούς καθημερινής ομιλίας.
Αλλά κάτι πάντα λείπει.
Οι φωνητικές χορδές.
Εγώ ποτέ δεν έστελνα φωνές στο κεφάλι σου.
Γιατί δεν ξέρω να χειρίζομαι τον ήχο.
Γι' αυτό να ξέρεις, για όλες αυτές τις φωνές, δεν ήμουν εγώ.
Αλλιώς στο υπόσχομαι θα άκουγες όμορφα πράγματα, παραμύθια, πουλιά, κύματα..
Δυστυχώς σε πείθουν περισσότερο αυτά που ακούς παρά αυτά που αισθάνεσαι.
Ο λόγος είναι πιο επιβλητικός από τις κινήσεις του σώματος.
Όμως αυτό χρειάζομαι και εγώ τώρα.
Να ακούσω έναν ήχο, έναν οποιονδήποτε ήχο.
Ή μάλλον όχι οποιονδήποτε.
Θέλω να ακούσω τ' όνομά μου.
Θέλω αυτά εδώ τα αρκουδάκια και τα παιχνίδια να πουν το όνομά μου.
Ανοίγουν το στόμα και μιλούν με μάτια κουμπιά ζωγραφισμένα αληθινά.
Και δεν βγάζουν κανένα φθόγγο.
Προσπαθώ να μιμηθώ μέσα μου τους φθόγγους και τον ήχο τους.
Δεν έχω μέσα, δεν έχω σκέψη.
Δεν με έχεις βάλει σε πορεία.
Είμαι ξεχασμένη στο νεκροταφείο αυτό.
Φοβάμαι ότι θα ξεχάσω τ' όνομά μου.
Τ' όνομα που μου 'δωσες.

Τι σου έκανα;
Κάτι νομίζεις πως σου έκανα, την ξέρω αυτήν τη στάση.
Εγώ ήθελα απλά να αγαπήσω.
Κι εσύ με δέχτηκες στο σώμα σου και στο μυαλό και μου έδωσες μια γεύση.
Από τους ανθρώπους.
Τι, δεν βγήκε σε καλό;
Αυτό μου λες - πως έκανα κακό με την αγάπη;
Είσαι εκεί;
Ξέρεις τι - σκέφτομαι πως αυτό που σε κάνει αληθινό και αυτό που σε κάνει ζωντανό-
-δεν είναι απαραίτητα το ίδιο πράγμα.
Και η ψευδαίσθηση μπορεί να είναι αλήθεια - ακόμη κι αν δεν ανασαίνει.
Γιατί όλα τ' αληθινά πρέπει να 'χουν αίμα και οστά;
Και ίσως νεκρός είναι αυτός που ξεχνάει και όχι αυτός που τον ξεχνάνε.


Δεν με ακούς.

Κόβω το δέρμα και ξεχειλίζω βαμβάκι.

Νομίζω πως άρχισε να χιονίζει.

Από την Ε. στην Ε.

-veldaerya

Wednesday, 21 February 2018

Εγώ, ήμουνα τότε_

  _κάπου στα τριάντα. Κάπου εκεί. Και τότε, ξέρεις. Σου έχω πει. Η δουλειά μου ήτανε, πώς το λένε, πρόσεχα παιδιά κι αρρώστους, τέτοια. Σε σπίτια, δηλαδή. Ή μπορεί και να καθάριζα, ό,τι με βάζανε να κάνω, κατάλαβες. Αλλά άμα πας σ' ένα σπίτι και σε μάθουνε σαν, ας πούμε, γυναίκα που προσέχει αρρώστους, μετά σε προτείνουνε από 'δω κι από 'κει σαν τέτοια. Οπότε τέτοια γίνεσαι. Αποχτάς, δηλαδή, μια φήμη, πώς να σ'το πω.
  Τέλος πάντων, επειδή γενικά, πιο εύκολα σου εμπιστεύονται ένα γέρο παρά ένα παιδί, έτσι κι εγώ ξεκίνησα με μεγάλους ανθρώπους. Πήγαινα τότε σ' ένα σπίτι που μένανε ένας γέρος και μια γριά. Πάνω από εβδομήντα κι οι δυο, νομίζω. Τριανταπέντε χρόνια γάμου και τέτοια, καταλαβαίνεις. Είχανε μόνο ένα παιδί, ένα γιο, κι αυτός είχε κάνει δυο παιδιά, που δεν τα 'χα δει ποτέ μου. Η γριά ήτανε -για τα χρόνια της- μια χαρά, στα καλά της και τα λοιπά, αλλά ο γέρος είχε άνοια. Και προφανώς, η γυναίκα μόνη της, δεν μπορούσε πια να τον κρατάει, είχε κι αυτή τα δικά της. Κουραζότανε εύκολα. Πήγαινα λοιπόν εκεί κάθε μέρα, μαγείρευα, καθάριζα, και κάθε Τρίτη και Σάββατο βοηθούσα τον γέρο να πλυθεί. Κυριακές είχα ρεπό, γιατί πηγαίνανε με τα παιδιά τους για φαί. Αυτά. Καθόμουνα τέσσερις ώρες, από τις δέκα μέχρι τις δύο. Ύστερα πέφτανε για ύπνο, οπότε δεν με χρειαζότανε. Ούτε, δηλαδή, να βαρεθώ δεν προλάβαινα, κατάλαβες.
  Η καθημερινότητα ήτανε έτσι: ξυπνούσανε ο γέρος κι η γριά, σηκωνόντουσαν, και πηγαίνανε στην κουζίνα να πιουν τον καφέ τους. Όταν έμπαινα εγώ στο σπίτι -τότε μου άνοιγε πάντα ο γέρος, γιατί η γριά δυσκολευότανε να σηκωθεί- πάντα εκεί τους έβρισκα. Μα πάντα. Με τους ίδιους καφέδες, τα ίδια μπισκότα κανέλας, και κάτι φρυγανιές με βούτυρο και μέλι. Μετά, σηκωνόντουσαν και πηγαίνανε στο σαλόνι. Η γριά καθόταν στη μια πολυθρόνα κι ο γέρος στην άλλη. Ανάβανε την τηλεόραση, κι αυτό ήτανε. Αν δεν τους έδινες έναν λόγο, δεν κουνούσανε ως το μεσημέρι. Εγώ, στο μεταξύ, καθάριζα, έπλενα πιάτα, ξέρεις, τα διάφορα. Μετά, έπρεπε να σηκώσω τον γέρο να πάμε βόλτα. Στη βόλτα, περνούσαμε και κάναμε και ψώνια για το σπίτι και τα λοιπά. Γυρνούσαμε, καθότανε ξανά ο γέρος στην πολυθρόνα, κι εγώ με τη γριά πηγαίναμε στην κουζίνα. Μου έδινε η γυναίκα οδηγίες κι εγώ μαγείρευα· θέλανε διάφορα ελληνικά φαγητά που εγώ τότε δεν τα 'ξερα, καταλαβαίνεις. Μετά τους σερβίριζα, τρώγανε, και πέφτανε για ύπνο. Αυτά.
  Θέλω να σου πω, ήταν καλή δουλειά. Απλή. Δεν έκανα τίποτα τρομερό, εντάξει. Δηλαδή, να πλένω το γέρο, αυτό ήτανε το χειρότερο. Κι αργότερα, όταν άρχισε η ακράτεια, να το φροντίζω κι αυτό. Αυτός ήτανε σε φάση περίεργη, πότε δεν αναγνώριζε τον ένα, πότε τον άλλο.. Κι εμένα ειδικά, που ήμουνα και νέα, με έλεγε ανά καιρούς με διάφορα ονόματα. Με μπέρδευε με υπαρκτά πρόσωπα, θέλω να πω. Με γυναίκες που γνώριζε. Η γριά κάθε φορά επαναλάμβανε τις ίδιες προτάσεις, αστείες προτάσεις. Γιώργο, είναι δυο χιλιάδες τόσο, είμαστε στην τάδε οδό, είσαι τόσων χρονών, κι αυτή η κοπέλα είναι η Νάντια που μας προσέχει. Με κοιτούσε ο γέρος καλά-καλά, κι έλεγε ναι, ναι. Αλλά το 'βλεπες στο βλέμμα του πως δεν το πίστευε ούτε λίγο. Και τη γριά τη μπέρδευε, νόμιζε πως είναι η μάνα της. Η πεθερά του δηλαδή. Κι έτσι την έλεγε. Πεθερά, της έλεγε, πού 'ναι πάλι η κόρη σου; Κι η γριά πάλι τα ίδια. Γιώργο, είναι δυο χιλιάδες τόσο, είμαστε στην τάδε οδό, είσαι τόσων χρονών, κι εγώ είμαι η γυναίκα σου, η Μαρία. Ναι, ναι, έλεγε ο γέρος. Καταλαβαίνεις όμως, δεν ήτανε όλες τις φορές ήρεμος. Καμιά φορά συγχιζότανε, δηλαδή. Νόμιζε πως η γριά του λέει ψέματα και τέτοια. Τότε της μιλούσε πιο άσκημα, της έλεγε, πες μου μωρή, πες μου πού είναι η κόρη σου, ψέυτρα, και τα λοιπά. Και ποια 'ν' αυτή η ξένη που μου 'βαλες στο σπίτι -για μένα αυτό- και τέτοια. Δεν ήτανε δύσκολος πάντως παρ' ολ' αυτά. Και όταν τον βοηθούσα να πλυθεί, συνεργάσιμος. Απλά ντρεπότανε, βέβαια.. 

  Λοιπόν, αυτό ήτανε, όλο κι όλο. Περνούσε ο χρόνος βέβαια, κι ο γέρος χειροτέρευε, κι έκανε όλο και πιο περίεργα πράγματα, ξέρεις. Έβριζε τη γριά καμιά φορά, την έλεγε καριόλα. Καριόλα, κρύβεις την κόρη σου, και τέτοια. Είχε κατεβάσει και μια ολόκληρη ιστορία, πως η γυναίκα του βγαίνει και παίζει χαρτιά και πετάει τα λεφτά της, κι αυτή που βλέπει στο σπίτι την περνούσε για την πεθερά του, όπως σο 'πα. Και μ' εμένα τα 'χε βάλει μια-δυο φορές, γιατί νόμιζε πως ήμουνα ξένη κι είχα μπει στο σπίτι να κλέψω. Και, το πιο περίεργο, έπαιρνε τα λεφτά του και τα 'θαβε -στο θεό σου- στον κήπο. Νόμιζε λέει πως η γριά ήθελε να τον σκοτώσει και να του τα πάρει. Οπότε τα 'θαβε για να μην τα βρει ούτε αφού πεθάνει, κατάλαβες; Παρανοούσε, δηλαδή. Και πάλι, όμως, δεν ήτανε δύσκολος. Δεν με ζόριζε, δηλαδή, η δουλειά. 
  Είχε περάσει πια ένας χρόνος που δούλευα εκεί. Ένας χρόνος και. Μια μέρα λοιπόν, περασμένες τέσσερις το μεσημέρι, με παίρνει τηλέφωνο ο γιος τους. Μου λέει λοιπόν πως η γριά είναι άσχημα, και θα την πάει στο νοσοκομείο. Είχε την καρδιά της η γυναίκα. Αλλά, μου λέει, επειδή ο γέρος δεν είναι στα καλά του, δεν γίνεται να τον πάρουμε μαζί. Οπότε αν μπορείς, έλα στο σπίτι να μείνεις με τον γέρο για απόψε. Θα μου δίνανε και μια μεγάλη αμοιβή, τέλος πάντων, δέχτηκα εγώ. Πήγα και βρήκα τον γέρο μες στην αγωνία. Μεσημέρι τώρα, ώρα που κανονικά θα κοιμότανε. Καθισμένος στην πολυθρόνα κι όλο με ρωτούσε πράματα, λες και τα 'χε ξαφνικά τετρακόσια, και πού την πάνε, και είναι καλά, και τέτοια. Καθόμαστε λοιπόν, προσπαθώ να τον κάνω να ξεχαστεί και τα λοιπά. Βλέπουμε τηλεόραση, δεν περνά η ώρα με τίποτα, όμως ο γέρος εν τέλει, πράγματι, ξεχάστηκε. Ξέχασε κι ό,τι είχε συμβεί. Τώρα με ρωτά και με ξαναρωτά. Μα πού είναι η Μαρία; Η Μαρία πού έχει πάει; Έχει βγει; Κι εγώ συνέχεια του θυμίζω τα ίδια. Νυχτώνει, έχει πάει πια η ώρα δέκα, και τότε χτυπά το τηλέφωνό μου κι είναι ο γιος. Μου λέει πως η γριά δεν είναι καθόλου καλά και θα την κρατήσουνε απόψε μέσα. Θα μείνει αυτός μαζί της, κι εγώ αν μπορώ να μείνω το βράδυ, και τα λοιπά. Εγώ δεν είχα πρόβλημα κανένα.
  Λέω λοιπόν στο γέρο πως είναι ώρα να τον βάλω για ύπνο. Ο άνθρωπος πάλι δεν θυμότανε πού είναι η γυναίκα του, οπότε ξανά τα ίδια. Του 'πα πως δεν θα 'ρθει κιόλας απόψε το βράδυ. Τον βάζω λοιπόν και ξαπλώνει. Πάω να φύγω και να του κλείσω την πόρτα. Νάντια, μου λέει. Εγώ τότε ξαφνιάστηκα, ο γέρος ποτέ δεν θυμότανε πλέον τ' όνομά μου. Γυρίζω, τον κοιτάζω. Πες μου, παιδί μου, πού είναι η γυναίκα μου; Στο νοσοκομείο, του λέω. Και δεν θα γυρίσει απόψε; Όχι, του απαντάω. Κάνω πάλι να φύγω. Νάντια, μου λέει πάλι. Θα μου κάνεις μια χάρη; Ναι, κύριε Γιώργο. Θέλω να μου δείξεις το σώμα σου.
  Ορίστε;
  Θέλω να μου δείξεις το σώμα σου, μου ξαναλέει. Τίποτα άλλο, σ' τ' ορκίζομαι. Μόνο να μου γδυθείς.
  Λοιπόν, για να σου 'ξηγήσω, εγώ πια είχα συνηθίσει τον γέρο, που 'τανε άρρωστος, και δεν προσβαλλόμουνα ούτε τίποτα. Καταλαβαίνεις δηλαδή, με την άνοια παραλογιζότανε, έλεγε ό,τι του κατέβει. Αφού σου λέω, περνούσε την κυρία Μαίρη για πεθερά του και της φώναζε να του πει πού γυρνά η γυναίκα του. Γέλασα λοιπόν εγώ αμήχανα, και του είπα κύριε Γιώργο, δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα. Μη μου το ζητάτε, και τέτοια. Του λέω πάλι καληνύχτα και πάω να κλείσω το φως. Νάντια, μου κάνει, τρίτη φορά. Άκου, παιδί μου. Αύριο αυτό το πράμα ούτε που θα το θυμάμαι και το ξέρεις. Και του χρόνου τέτοια μέρα ποιος ξέρει άμα θα ζω ακόμη. Απόψε το βράδυ μπορεί να μ' αφήσει κι η γυναίκα μου η ίδια μόνο στον κόσμο. Εδώ είσαι, κάθε μέρα, την ζωή μου όλη τηνέ βλέπεις. Κάθε μέρα τα ίδια πράματα κάνω. Έχω να δω σώμα γυναίκας σαν το δικό σου, γυμνό, πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Θα πεθάνω, παιδί μου, σε λίγο. Σε παρακαλώ. 

  Αυτά μου είπε ρε συ, στο σταυρό που σου κάνω. Έναν χρόνο τον ήξερα τον άνθρωπο, τον έβλεπα κάθε μέρα, τον φρόντιζα, τον ήξερα, δεν ήτανε κακός άνθρωπος. Δεν ήθελε να μου κάνει κακό. Δηλαδή, κι όλο αυτό το συμβάν, όταν έγινε, δεν με τρόμαξε. Δεν ήταν δηλαδή επιβλητικός, με παρακαλούσε, κατάλαβες; Με παρακαλούσε απ' το κρεβάτι του να του γδυθώ, χωρίς καμία αυταρχικότητα, παρά μόνο με ντροπή. Με ζητιάνευε, κατάλαβες; Βέβαια, δεν λέω, τ' ότι μου ζητούσε να δει το σώμα μου γυμνό ήτανε από μόνο του άσκημο. Τι είμαι, δηλαδή, εγώ; Κούκλα πλαστική; Αλλά, θέλω να σου πω, πέρα απ' αυτό, δεν το 'κανε με κακία. Τέλος πάντων.
  Συνέχισε λοιπόν να μιλάει, αφού εγώ στεκόμουνα εκεί στην πόρτα και δεν μιλούσα. Μη με παρεξηγείς, μου λέει, άμα ήμουνα πιο νέος δεν θα μου περνούσε τέτοιο πράγμα απ' το μυαλό, σ' τ' ορκίζομαι. Σ' τ' ορκίζομαι στη μάνα μου. Και τότε, να δεις, λες και τ' ότι ανέφερε τη μάνα του τον έφερε στα συγκαλά του, άλλαξε ολόκληρος. Μου ζήτησε κατευθείαν συγγνώμη. Συγγνώμη, παιδί μου, Παναγιά μου, σ'χ'ώρεσέ με, δεν ξέρω τι έπαθα. Συγχώρεσέ με. Εντάξει, κάνω εγώ να του πω, δεν πειράζει κύριε Γιώργο. Κι αυτός, ρε συ, στο σταυρό που σου κάνω, έβαλε τα κλάμματα. Κουλουριάστηκε κι άρχισε να κλαίει σα μωρό παιδί. Άσε με, μου λέει. Άσε με και φύγε, παιδί μου. Κλείσε την πόρτα. Εγώ, μάρμαρο, εκεί πέρα. Τον περίμενα να ηρεμήσει. Τελικά, πήρε δυο αναπνοές, σκούπισε τα μάτια του. Σ'χώρα με, μου λέει πάλι. Παιδί μου, έζησα ωραία ζωή. Δεν ήμουν σίγουρη πια αν ήξερε σε ποια μιλούσε. Έζησα ωραία ζωή, αυτό το θυμάμαι, μου λέει. Καληνύχτα. Του 'κλεισα κι εγώ το φως, χωρίς λόγια, κι έφυγα. 

  Πέρασα τη νύχτα στον ξενώνα, που ήτανε κάποτε το δωμάτιο του γιου τους. Δεν σου κρύβω βέβαια πως την κλείδωσα την πόρτα μου το βράδυ. Και ούτε, βέβαια, θα σου κρύψω, πως όταν ξάπλωσα στο πρώην παιδικό δωμάτιο, μ' έπιασε μια συγκίνηση, κατάλαβες. Ένιωθα πως πάνω μου πέφτει όλο το βάρος, ολόκληρο το βάρος μιας περασμένης ζωής. Όλο το βάρος του χρόνου το ένιωθα πάνω στο στήθος μου. Να συγκεντρώνεται σ' εμένα. Σ' εμένα την άγνωστη· το ξένο σώμα που ήρθε να καταλάβει το κρεβάτι των παιδικών χρόνων κι ονειρώξεων· τα ξένα χέρια πάνω στα οποία στηρίχθηκε το τέλος ενός κόσμου. Έτσι αισθανόμουν. Σκεφτόμουνα ύστερα το γέρο· αισθανόμουνα, πώς το λένε, οίκτο. Ένιωθα οίκτο. Σκεφτόμουνα, έλεγα, για φαντάσου. Πόσο κενή θα 'ταν αυτή η ζωή, που το μόνο που αποζήτησε από τη νιότη ήταν η θέα ενός γυμνού σώματος.. Σκεφτόμουνα μια στάξη και τους δικούς μου. Όπου και να 'τανε. Κι έκλαψα, στ' αλήθεια, απ' αυτήν την συγκίνηση· έκλαψα ώσπου να με πάρει ο ύπνος.

 Την επομένη στις δέκα ακριβώς, χτύπησε το ξυπνητήρι μου. Βγήκα στην κουζίνα όπως έκανα κάθε πρωί. Την βρήκα άδεια, και την πόρτα του γέρου ακόμη κλειστή.
  Όταν ήρθε το ασθενοφόρο να τον πάρει, είπανε πως ήτανε ήδη νεκρός. 
  

-Zωή 

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...