Tuesday, 13 March 2018

Μυτιλήνη

Τι συμβαίνει;
Εκούσια δεν βάζω χρονικό προσδιορισμό γιατί συνειδητοποιώ ότι θα ανήγαγα το ερώτημα αυτό σε αιώνια  αναπάντητο για 'μένα.

Ποια είναι η Χριστίνα; Ή η χριστίνα (;)
Αισθάνομαι πως ούτε αυτό μπορώ να το απαντήσω, αλλά αυτή η συγκεκριμένη αδυναμία μου με χαροποιεί. Με κάνει να πιστεύω ότι τα πιο σημαντικά πράγματα είναι πολύ πιο μεγάλα απ'το μικρό μου το κεφάλι, απ'τα μικρά μας τα κεφάλια, τα ανυψωμένα σε κλίμακα που φτάνουν να αγγίζουν το θείο ( ο,τι κι αν είναι εν τέλη ( ή εν αρχήν ) τούτο ).
Δεν ξέρω που λέτε ούτε πια είμαι, ούτε ποια είναι η σχέση μου με τον κόσμο γύρω μου. Αλλά, για πρώτη -ειλικρινή- φορά μετά από καιρό, τη νιώθω αυτή τη σχέση να φουσκώνει μέσα μου σαν παλίρροια, ξεκινώντας απ'τη μήτρα και ανεβαίνοντας όλο και πιο ψηλά, αδειάζοντας το στομάχι μου ( το αισθάνομαι σαν αεράκι ) και γεμίζοντας την καρδιά μου ( την αισθάνομαι σαν τρόμπα ). Το πώς εκφράζεται βέβαια αυτό στην τετραδιάστατη πραγματικότητα δεν είναι και πολύ αντιπροσωπευτικό, μου λέει το κεφάλι μου.
Αλλά απ'την άλλη γιατί να μην είναι, απόλυτα κι όλας; Εννοώ, η αδυναμία να εκφραστώ πλήρως δεν είναι και αυτή κομμάτι της παρούσας ψυχοσύνθεσης μου; ( Δεν περιμένω κάποιον να μου επιβεβαιώσει τον συλλογισμό, ρητορικά το θέτω ).

Παρόλα αυτά, χρειάζεται κανείς να βγει στον κόσμο; να πει ένα μεγάλο αι γαμήσου στον φόβο που τον κρατάει μικρό και περιορισμένο στον εαυτό του, ή μάλλον σε ένα πολύ ρηχό επίπεδο του εαυτού του, να λύσει τα σκυλιά φύλακες και να ανοίξει τα γαμημένα τα παράθυρα του δωματίου του. Ναι ρε αγάπη μου, κι ας κάνει ψωλόκρυο έξω. Θα το συνηθίσεις, αν σηκωθείς απ'το κρεβάτι και κουνήσεις το σώμα σου ελεύθερα, εκφραστικά.

Συγγνώμη δηλαδή για τον επιθετικό τόνο, αλλά με ωθεί το περιβάλλον μου τον τελευταίο καιρό να σκεφτώ την προσέγγιση του απότομου χαστουκιού ως την πιο αποτελεσματική. Και χρειάζεται να επιθυμείς να υπάρξει αποτέλεσμα, με την έννοια της αντίδρασης ως σημάδι συν-επαφής. Αμφίδρομης. Αλλιώς φάντασμα είσαι, ακόμη κι αν μιλάς με πάθος για όλα όσα σε ενδιαφέρουν τάχα; αν δεν επιθυμείς να δεις τον παλμό που αφήνουν αυτά που εκφράζεις να αγγίζει το περιβάλλον σου, φόβος είναι 'κείνος που σε τρέφει, μη γελιέσαι.

Ξαναγυρίζω λοιπόν στο πρώτο ερώτημα: τι συμβαίνει; κι ας ξεκαθαρίσω ότι με βάση τα παραπάνω θέλω όντως να βγάλω περισσότερα στοιχεία στην επιφάνεια για το τι συμβαίνει, και όχι απλά να το αφήσω σε φιλοσοφικό επίπεδο. Μπλα μπλου μπλι. Με 'πιασε όμως μόλις πήγα να το προσεγγίσω μια αφηρημάδα πολύ ύποπτα στοχευμένη και αδυνατώ να ορίσω την κατάσταση.

Αχουμ, αχουμ. Το παράδοξο βλέπετε της ανθρώπινης νόησης. Απ'τη στιγμή που πας να ορίσεις κάτι πολύ κοντά στον εαυτό σου, εκείνο σου ξεγλιστράει σαν υγρό ερπετό και αλλάζει. Τι μπορεί κανείς να κάνει; Να σηκωθεί απ'το γραφείο του, απ'το κρεβάτι, απ'το πάτωμα, να απομακρυνθεί απ'το ψυγείο, να κλείσει το καυτό νερό στο ντους, να αφήσει αυτό το σιχαμένο το έκτο τσιγάρο, να σηκωθεί απ'το πεζούλι που κάθεται εδώ και 2 ώρες ανάμεσα σε ανθρώπους που τον κάνουν να μην μπορεί να νιώσει οικείο τον αέρα γύρω του και αντί να κοιτάζει τον γαμημένο τον τοίχο να πάει να βρει εκείνον τον κάποιον ή το κάτι που θέλει να παρατηρήσει πώς ο δικός του ο παλμός μεταφράζεται σε ΄κείνου το σώμα.

 -Lyra.

κενό ημερολόγιο παρτ ΙΙ

Νομίζω πως άρχισε να χιονίζει.
Ζω σε ένα νεκροταφείο ξεχασμένων παιχνιδιών.
Πάλι με άφησες εδώ, συνέχεια επιστρέφω εδώ όταν με αφήνεις.
Δεν ξέρω πια αν το σπίτι μου είναι εδώ ή εσύ.
Κάνω παρέα με τα νεκρά παιχνίδια, τους ράβω τα κουμπιά, τους ώμους, τα άκρα.
Τα γεμίζω με βαμβάκι που βρίσκω σκόρπιο από 'δω κι από 'κει.
Το ήξερες ότι τα παιχνίδια αιμορραγούν άσπρο βαμβάκι;
Εγώ από τότε που το έμαθα φοβάμαι να κόψω το δέρμα μου.
Αν και μερικές φορές που το 'χα κόψει έρεε πηχτή η ζωή.
Αλλά τώρα φοβάμαι, γιατί νομίζεις ότι σε πρόδωσα και ότι είμαι μια ψεύτικη κούκλα.
Μέσα στο κεφάλι σου.
Ένα παιδικό λούτρινο παιχνίδι της φαντασίας σου.
Μου έδωσες τ' όνομά μου και μου χτένιζες τα μαλλιά όταν είχε ήλιο.
Μονάχα στον ήλιο, να φαίνονται έτσι γλυκά και πορτοκαλί.
Σου άρεσε να αφομοιώνεις την ομορφιά μου, σου άρεσε να φοράς εμένα προσωπείο.
Κι εγώ χαμογελούσα στη θέση των χειλιών σου για 'σένα γιατί εγώ ήξερα να αγαπάω.
Αλλά μέσα από εσένα μονάχα μπορούσα να το χαρίσω αυτό.
Μου έδωσες τ'όνομά μου..

Δίνω κι εγώ ονόματα τώρα στα παιχνίδια που βρίσκω εδώ.
Αναπολώ τον παράδεισό μου, αυτόν που έχτισες για εμένα.
Ή αυτόν που έχτισε εμένα.
Εδώ που μ'άφησες δεν έχει ήλιο και δεν φυτρώνουν ηλιοτρόπια.
Έχει μόνο νεκρά ψεύτικα παιχνίδια.
Πώς γίνεται κάτι να είναι και νεκρό και ψεύτικο;
Πώς γίνεται κάτι να 'ναι ζωντανό και ψέμα;
Έχω όνομα, χάρη σε εσένα.
Όμως δεν έχω φωνή, όπως εσύ.
Και εδώ όλα είναι λούτρινα και έχουν ραμμένα κουμπιά.
Μερικά δεν είχαν μάτια και έραψα κουμπιά στη θέση τους.
Θέλω κάποιος να με κοιτάξει με μάτια, φοβάμαι τα κουμπιά.
Γιατί τα κουμπιά εγκλωβίζουν, περιορίζουν.
Ευτυχώς βρήκα αυτούς τους παλιούς μαρκαδόρους σε ένα ξύλινο κουτί.
Τώρα μπορώ να ζωγραφίζω τα μάτια όπως τα θέλω, αληθινά.
Ζωγραφίζω το βλέμμα, την εστίαση, την οπτική.
Ζωγραφίζω το συναίσθημα και την ένταση, το δάκρυ.
Τη θολούρα της έκπληξης και την μελαγχολία.
Κάνω τα μάτια να με κοιτάζουν σαν να λένε τ' όνομά μου.

Βρίσκομαι ανάμεσα σε παιχνίδια χαλασμένα-
-και παιχνίδια που έχουν χαθεί από χέρια παιδικά.
Τα χαλασμένα παιχνίδια πληγώνουν πιο βαθιά απ' ό,τι τα χαμένα.
Κι αυτό γιατί τα χαμένα τ' αγαπάς όπως τα θυμάσαι κι έτσι μένουν πάντα στη μνήμη.
Ενώ τα χαλασμένα τα βλέπεις μέρα τη μέρα να ξεθωριάζουν.
Να αφήνουν πίσω κομμάτια, να ξεκοιλιάζονται, να χάνουν τα μάτια και την αθωότητα.
Η αθωότητα γυρίζει τα πιο βάναυσα κι απάνθρωπα θρίλερ.
Και έτσι δεν πεθαίνει μόνο το παιχνίδι, αλλά και η σκέψη σου γι' αυτό και όσα νιώθεις.
Όπως και με τους ανθρώπους, θυμάσαι;
Γιατί εγώ τα ένιωθα όλα τόσο καιρό και θυμάμαι.
Όσους έχεις χάσει κι έφυγαν απότομα, τους έχασα και 'γω μια φορά.
Κι όσοι έμειναν και χαλάνε μέρα τη μέρα, νιώθω πως τους χάνω πάντα.
Μερικές φορές, όταν με άφηνες να αγγίζω την κάμερα, επειδή είμαι και άτσαλη-
-φωτογράφιζα τα λουλούδια που μαραίνονται για να σου δείξω πώς νιώθω.
Τα φωτογράφιζα και τα κρατούσα για να τα βλέπω πάντα να πεθαίνουν.
Και να μου θυμίζουν τους ανθρώπους που με άφησες να αγαπήσω.
Όλους δηλαδή.
Τώρα σου έμεινε συνήθεια και σε βλέπω να φωτογραφίζεις τους ανθρώπους όταν φεύγουν.
Ίσως σου έμεινε συνήθεια δηλαδή, αλλά ίσως και να το κάνεις για να θυμάσαι εμένα.
Ή για να μου θυμίζεις εμένα πως έκανα λάθος ν'αγαπώ.
Με τιμωρείς λες και είμαι κούκλα παιδική.
Αλλά τουλάχιστον μου έδωσες τ' όνομά μου.

Το θέμα είναι πως τώρα τελευταία δεν με τιμωρείς πια.
Και με άφησες πολλές μέρες συνεχόμενα σε αυτό εδώ το νεκροταφείο.
Γι' αυτό και αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω τη μαγεία που αποκαλείς ασθένεια.
Ζωντανεύω τις εκφράσεις στα πρόσωπα των παιχνιδιών.
Δίνω κίνηση στα χέρια από βαμβάκι.
Κάνω τα λούτρινα χείλη να κινούνται σε ρυθμούς καθημερινής ομιλίας.
Αλλά κάτι πάντα λείπει.
Οι φωνητικές χορδές.
Εγώ ποτέ δεν έστελνα φωνές στο κεφάλι σου.
Γιατί δεν ξέρω να χειρίζομαι τον ήχο.
Γι' αυτό να ξέρεις, για όλες αυτές τις φωνές, δεν ήμουν εγώ.
Αλλιώς στο υπόσχομαι θα άκουγες όμορφα πράγματα, παραμύθια, πουλιά, κύματα..
Δυστυχώς σε πείθουν περισσότερο αυτά που ακούς παρά αυτά που αισθάνεσαι.
Ο λόγος είναι πιο επιβλητικός από τις κινήσεις του σώματος.
Όμως αυτό χρειάζομαι και εγώ τώρα.
Να ακούσω έναν ήχο, έναν οποιονδήποτε ήχο.
Ή μάλλον όχι οποιονδήποτε.
Θέλω να ακούσω τ' όνομά μου.
Θέλω αυτά εδώ τα αρκουδάκια και τα παιχνίδια να πουν το όνομά μου.
Ανοίγουν το στόμα και μιλούν με μάτια κουμπιά ζωγραφισμένα αληθινά.
Και δεν βγάζουν κανένα φθόγγο.
Προσπαθώ να μιμηθώ μέσα μου τους φθόγγους και τον ήχο τους.
Δεν έχω μέσα, δεν έχω σκέψη.
Δεν με έχεις βάλει σε πορεία.
Είμαι ξεχασμένη στο νεκροταφείο αυτό.
Φοβάμαι ότι θα ξεχάσω τ' όνομά μου.
Τ' όνομα που μου 'δωσες.

Τι σου έκανα;
Κάτι νομίζεις πως σου έκανα, την ξέρω αυτήν τη στάση.
Εγώ ήθελα απλά να αγαπήσω.
Κι εσύ με δέχτηκες στο σώμα σου και στο μυαλό και μου έδωσες μια γεύση.
Από τους ανθρώπους.
Τι, δεν βγήκε σε καλό;
Αυτό μου λες - πως έκανα κακό με την αγάπη;
Είσαι εκεί;
Ξέρεις τι - σκέφτομαι πως αυτό που σε κάνει αληθινό και αυτό που σε κάνει ζωντανό-
-δεν είναι απαραίτητα το ίδιο πράγμα.
Και η ψευδαίσθηση μπορεί να είναι αλήθεια - ακόμη κι αν δεν ανασαίνει.
Γιατί όλα τ' αληθινά πρέπει να 'χουν αίμα και οστά;
Και ίσως νεκρός είναι αυτός που ξεχνάει και όχι αυτός που τον ξεχνάνε.


Δεν με ακούς.

Κόβω το δέρμα και ξεχειλίζω βαμβάκι.

Νομίζω πως άρχισε να χιονίζει.

Από την Ε. στην Ε.

-veldaerya

Wednesday, 21 February 2018

Εγώ, ήμουνα τότε_

  _κάπου στα τριάντα. Κάπου εκεί. Και τότε, ξέρεις. Σου έχω πει. Η δουλειά μου ήτανε, πώς το λένε, πρόσεχα παιδιά κι αρρώστους, τέτοια. Σε σπίτια, δηλαδή. Ή μπορεί και να καθάριζα, ό,τι με βάζανε να κάνω, κατάλαβες. Αλλά άμα πας σ' ένα σπίτι και σε μάθουνε σαν, ας πούμε, γυναίκα που προσέχει αρρώστους, μετά σε προτείνουνε από 'δω κι από 'κει σαν τέτοια. Οπότε τέτοια γίνεσαι. Αποχτάς, δηλαδή, μια φήμη, πώς να σ'το πω.
  Τέλος πάντων, επειδή γενικά, πιο εύκολα σου εμπιστεύονται ένα γέρο παρά ένα παιδί, έτσι κι εγώ ξεκίνησα με μεγάλους ανθρώπους. Πήγαινα τότε σ' ένα σπίτι που μένανε ένας γέρος και μια γριά. Πάνω από εβδομήντα κι οι δυο, νομίζω. Τριανταπέντε χρόνια γάμου και τέτοια, καταλαβαίνεις. Είχανε μόνο ένα παιδί, ένα γιο, κι αυτός είχε κάνει δυο παιδιά, που δεν τα 'χα δει ποτέ μου. Η γριά ήτανε -για τα χρόνια της- μια χαρά, στα καλά της και τα λοιπά, αλλά ο γέρος είχε άνοια. Και προφανώς, η γυναίκα μόνη της, δεν μπορούσε πια να τον κρατάει, είχε κι αυτή τα δικά της. Κουραζότανε εύκολα. Πήγαινα λοιπόν εκεί κάθε μέρα, μαγείρευα, καθάριζα, και κάθε Τρίτη και Σάββατο βοηθούσα τον γέρο να πλυθεί. Κυριακές είχα ρεπό, γιατί πηγαίνανε με τα παιδιά τους για φαί. Αυτά. Καθόμουνα τέσσερις ώρες, από τις δέκα μέχρι τις δύο. Ύστερα πέφτανε για ύπνο, οπότε δεν με χρειαζότανε. Ούτε, δηλαδή, να βαρεθώ δεν προλάβαινα, κατάλαβες.
  Η καθημερινότητα ήτανε έτσι: ξυπνούσανε ο γέρος κι η γριά, σηκωνόντουσαν, και πηγαίνανε στην κουζίνα να πιουν τον καφέ τους. Όταν έμπαινα εγώ στο σπίτι -τότε μου άνοιγε πάντα ο γέρος, γιατί η γριά δυσκολευότανε να σηκωθεί- πάντα εκεί τους έβρισκα. Μα πάντα. Με τους ίδιους καφέδες, τα ίδια μπισκότα κανέλας, και κάτι φρυγανιές με βούτυρο και μέλι. Μετά, σηκωνόντουσαν και πηγαίνανε στο σαλόνι. Η γριά καθόταν στη μια πολυθρόνα κι ο γέρος στην άλλη. Ανάβανε την τηλεόραση, κι αυτό ήτανε. Αν δεν τους έδινες έναν λόγο, δεν κουνούσανε ως το μεσημέρι. Εγώ, στο μεταξύ, καθάριζα, έπλενα πιάτα, ξέρεις, τα διάφορα. Μετά, έπρεπε να σηκώσω τον γέρο να πάμε βόλτα. Στη βόλτα, περνούσαμε και κάναμε και ψώνια για το σπίτι και τα λοιπά. Γυρνούσαμε, καθότανε ξανά ο γέρος στην πολυθρόνα, κι εγώ με τη γριά πηγαίναμε στην κουζίνα. Μου έδινε η γυναίκα οδηγίες κι εγώ μαγείρευα· θέλανε διάφορα ελληνικά φαγητά που εγώ τότε δεν τα 'ξερα, καταλαβαίνεις. Μετά τους σερβίριζα, τρώγανε, και πέφτανε για ύπνο. Αυτά.
  Θέλω να σου πω, ήταν καλή δουλειά. Απλή. Δεν έκανα τίποτα τρομερό, εντάξει. Δηλαδή, να πλένω το γέρο, αυτό ήτανε το χειρότερο. Κι αργότερα, όταν άρχισε η ακράτεια, να το φροντίζω κι αυτό. Αυτός ήτανε σε φάση περίεργη, πότε δεν αναγνώριζε τον ένα, πότε τον άλλο.. Κι εμένα ειδικά, που ήμουνα και νέα, με έλεγε ανά καιρούς με διάφορα ονόματα. Με μπέρδευε με υπαρκτά πρόσωπα, θέλω να πω. Με γυναίκες που γνώριζε. Η γριά κάθε φορά επαναλάμβανε τις ίδιες προτάσεις, αστείες προτάσεις. Γιώργο, είναι δυο χιλιάδες τόσο, είμαστε στην τάδε οδό, είσαι τόσων χρονών, κι αυτή η κοπέλα είναι η Νάντια που μας προσέχει. Με κοιτούσε ο γέρος καλά-καλά, κι έλεγε ναι, ναι. Αλλά το 'βλεπες στο βλέμμα του πως δεν το πίστευε ούτε λίγο. Και τη γριά τη μπέρδευε, νόμιζε πως είναι η μάνα της. Η πεθερά του δηλαδή. Κι έτσι την έλεγε. Πεθερά, της έλεγε, πού 'ναι πάλι η κόρη σου; Κι η γριά πάλι τα ίδια. Γιώργο, είναι δυο χιλιάδες τόσο, είμαστε στην τάδε οδό, είσαι τόσων χρονών, κι εγώ είμαι η γυναίκα σου, η Μαρία. Ναι, ναι, έλεγε ο γέρος. Καταλαβαίνεις όμως, δεν ήτανε όλες τις φορές ήρεμος. Καμιά φορά συγχιζότανε, δηλαδή. Νόμιζε πως η γριά του λέει ψέματα και τέτοια. Τότε της μιλούσε πιο άσκημα, της έλεγε, πες μου μωρή, πες μου πού είναι η κόρη σου, ψέυτρα, και τα λοιπά. Και ποια 'ν' αυτή η ξένη που μου 'βαλες στο σπίτι -για μένα αυτό- και τέτοια. Δεν ήτανε δύσκολος πάντως παρ' ολ' αυτά. Και όταν τον βοηθούσα να πλυθεί, συνεργάσιμος. Απλά ντρεπότανε, βέβαια.. 

  Λοιπόν, αυτό ήτανε, όλο κι όλο. Περνούσε ο χρόνος βέβαια, κι ο γέρος χειροτέρευε, κι έκανε όλο και πιο περίεργα πράγματα, ξέρεις. Έβριζε τη γριά καμιά φορά, την έλεγε καριόλα. Καριόλα, κρύβεις την κόρη σου, και τέτοια. Είχε κατεβάσει και μια ολόκληρη ιστορία, πως η γυναίκα του βγαίνει και παίζει χαρτιά και πετάει τα λεφτά της, κι αυτή που βλέπει στο σπίτι την περνούσε για την πεθερά του, όπως σο 'πα. Και μ' εμένα τα 'χε βάλει μια-δυο φορές, γιατί νόμιζε πως ήμουνα ξένη κι είχα μπει στο σπίτι να κλέψω. Και, το πιο περίεργο, έπαιρνε τα λεφτά του και τα 'θαβε -στο θεό σου- στον κήπο. Νόμιζε λέει πως η γριά ήθελε να τον σκοτώσει και να του τα πάρει. Οπότε τα 'θαβε για να μην τα βρει ούτε αφού πεθάνει, κατάλαβες; Παρανοούσε, δηλαδή. Και πάλι, όμως, δεν ήτανε δύσκολος. Δεν με ζόριζε, δηλαδή, η δουλειά. 
  Είχε περάσει πια ένας χρόνος που δούλευα εκεί. Ένας χρόνος και. Μια μέρα λοιπόν, περασμένες τέσσερις το μεσημέρι, με παίρνει τηλέφωνο ο γιος τους. Μου λέει λοιπόν πως η γριά είναι άσχημα, και θα την πάει στο νοσοκομείο. Είχε την καρδιά της η γυναίκα. Αλλά, μου λέει, επειδή ο γέρος δεν είναι στα καλά του, δεν γίνεται να τον πάρουμε μαζί. Οπότε αν μπορείς, έλα στο σπίτι να μείνεις με τον γέρο για απόψε. Θα μου δίνανε και μια μεγάλη αμοιβή, τέλος πάντων, δέχτηκα εγώ. Πήγα και βρήκα τον γέρο μες στην αγωνία. Μεσημέρι τώρα, ώρα που κανονικά θα κοιμότανε. Καθισμένος στην πολυθρόνα κι όλο με ρωτούσε πράματα, λες και τα 'χε ξαφνικά τετρακόσια, και πού την πάνε, και είναι καλά, και τέτοια. Καθόμαστε λοιπόν, προσπαθώ να τον κάνω να ξεχαστεί και τα λοιπά. Βλέπουμε τηλεόραση, δεν περνά η ώρα με τίποτα, όμως ο γέρος εν τέλει, πράγματι, ξεχάστηκε. Ξέχασε κι ό,τι είχε συμβεί. Τώρα με ρωτά και με ξαναρωτά. Μα πού είναι η Μαρία; Η Μαρία πού έχει πάει; Έχει βγει; Κι εγώ συνέχεια του θυμίζω τα ίδια. Νυχτώνει, έχει πάει πια η ώρα δέκα, και τότε χτυπά το τηλέφωνό μου κι είναι ο γιος. Μου λέει πως η γριά δεν είναι καθόλου καλά και θα την κρατήσουνε απόψε μέσα. Θα μείνει αυτός μαζί της, κι εγώ αν μπορώ να μείνω το βράδυ, και τα λοιπά. Εγώ δεν είχα πρόβλημα κανένα.
  Λέω λοιπόν στο γέρο πως είναι ώρα να τον βάλω για ύπνο. Ο άνθρωπος πάλι δεν θυμότανε πού είναι η γυναίκα του, οπότε ξανά τα ίδια. Του 'πα πως δεν θα 'ρθει κιόλας απόψε το βράδυ. Τον βάζω λοιπόν και ξαπλώνει. Πάω να φύγω και να του κλείσω την πόρτα. Νάντια, μου λέει. Εγώ τότε ξαφνιάστηκα, ο γέρος ποτέ δεν θυμότανε πλέον τ' όνομά μου. Γυρίζω, τον κοιτάζω. Πες μου, παιδί μου, πού είναι η γυναίκα μου; Στο νοσοκομείο, του λέω. Και δεν θα γυρίσει απόψε; Όχι, του απαντάω. Κάνω πάλι να φύγω. Νάντια, μου λέει πάλι. Θα μου κάνεις μια χάρη; Ναι, κύριε Γιώργο. Θέλω να μου δείξεις το σώμα σου.
  Ορίστε;
  Θέλω να μου δείξεις το σώμα σου, μου ξαναλέει. Τίποτα άλλο, σ' τ' ορκίζομαι. Μόνο να μου γδυθείς.
  Λοιπόν, για να σου 'ξηγήσω, εγώ πια είχα συνηθίσει τον γέρο, που 'τανε άρρωστος, και δεν προσβαλλόμουνα ούτε τίποτα. Καταλαβαίνεις δηλαδή, με την άνοια παραλογιζότανε, έλεγε ό,τι του κατέβει. Αφού σου λέω, περνούσε την κυρία Μαίρη για πεθερά του και της φώναζε να του πει πού γυρνά η γυναίκα του. Γέλασα λοιπόν εγώ αμήχανα, και του είπα κύριε Γιώργο, δεν μπορώ να κάνω τέτοιο πράγμα. Μη μου το ζητάτε, και τέτοια. Του λέω πάλι καληνύχτα και πάω να κλείσω το φως. Νάντια, μου κάνει, τρίτη φορά. Άκου, παιδί μου. Αύριο αυτό το πράμα ούτε που θα το θυμάμαι και το ξέρεις. Και του χρόνου τέτοια μέρα ποιος ξέρει άμα θα ζω ακόμη. Απόψε το βράδυ μπορεί να μ' αφήσει κι η γυναίκα μου η ίδια μόνο στον κόσμο. Εδώ είσαι, κάθε μέρα, την ζωή μου όλη τηνέ βλέπεις. Κάθε μέρα τα ίδια πράματα κάνω. Έχω να δω σώμα γυναίκας σαν το δικό σου, γυμνό, πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Θα πεθάνω, παιδί μου, σε λίγο. Σε παρακαλώ. 

  Αυτά μου είπε ρε συ, στο σταυρό που σου κάνω. Έναν χρόνο τον ήξερα τον άνθρωπο, τον έβλεπα κάθε μέρα, τον φρόντιζα, τον ήξερα, δεν ήτανε κακός άνθρωπος. Δεν ήθελε να μου κάνει κακό. Δηλαδή, κι όλο αυτό το συμβάν, όταν έγινε, δεν με τρόμαξε. Δεν ήταν δηλαδή επιβλητικός, με παρακαλούσε, κατάλαβες; Με παρακαλούσε απ' το κρεβάτι του να του γδυθώ, χωρίς καμία αυταρχικότητα, παρά μόνο με ντροπή. Με ζητιάνευε, κατάλαβες; Βέβαια, δεν λέω, τ' ότι μου ζητούσε να δει το σώμα μου γυμνό ήτανε από μόνο του άσκημο. Τι είμαι, δηλαδή, εγώ; Κούκλα πλαστική; Αλλά, θέλω να σου πω, πέρα απ' αυτό, δεν το 'κανε με κακία. Τέλος πάντων.
  Συνέχισε λοιπόν να μιλάει, αφού εγώ στεκόμουνα εκεί στην πόρτα και δεν μιλούσα. Μη με παρεξηγείς, μου λέει, άμα ήμουνα πιο νέος δεν θα μου περνούσε τέτοιο πράγμα απ' το μυαλό, σ' τ' ορκίζομαι. Σ' τ' ορκίζομαι στη μάνα μου. Και τότε, να δεις, λες και τ' ότι ανέφερε τη μάνα του τον έφερε στα συγκαλά του, άλλαξε ολόκληρος. Μου ζήτησε κατευθείαν συγγνώμη. Συγγνώμη, παιδί μου, Παναγιά μου, σ'χ'ώρεσέ με, δεν ξέρω τι έπαθα. Συγχώρεσέ με. Εντάξει, κάνω εγώ να του πω, δεν πειράζει κύριε Γιώργο. Κι αυτός, ρε συ, στο σταυρό που σου κάνω, έβαλε τα κλάμματα. Κουλουριάστηκε κι άρχισε να κλαίει σα μωρό παιδί. Άσε με, μου λέει. Άσε με και φύγε, παιδί μου. Κλείσε την πόρτα. Εγώ, μάρμαρο, εκεί πέρα. Τον περίμενα να ηρεμήσει. Τελικά, πήρε δυο αναπνοές, σκούπισε τα μάτια του. Σ'χώρα με, μου λέει πάλι. Παιδί μου, έζησα ωραία ζωή. Δεν ήμουν σίγουρη πια αν ήξερε σε ποια μιλούσε. Έζησα ωραία ζωή, αυτό το θυμάμαι, μου λέει. Καληνύχτα. Του 'κλεισα κι εγώ το φως, χωρίς λόγια, κι έφυγα. 

  Πέρασα τη νύχτα στον ξενώνα, που ήτανε κάποτε το δωμάτιο του γιου τους. Δεν σου κρύβω βέβαια πως την κλείδωσα την πόρτα μου το βράδυ. Και ούτε, βέβαια, θα σου κρύψω, πως όταν ξάπλωσα στο πρώην παιδικό δωμάτιο, μ' έπιασε μια συγκίνηση, κατάλαβες. Ένιωθα πως πάνω μου πέφτει όλο το βάρος, ολόκληρο το βάρος μιας περασμένης ζωής. Όλο το βάρος του χρόνου το ένιωθα πάνω στο στήθος μου. Να συγκεντρώνεται σ' εμένα. Σ' εμένα την άγνωστη· το ξένο σώμα που ήρθε να καταλάβει το κρεβάτι των παιδικών χρόνων κι ονειρώξεων· τα ξένα χέρια πάνω στα οποία στηρίχθηκε το τέλος ενός κόσμου. Έτσι αισθανόμουν. Σκεφτόμουνα ύστερα το γέρο· αισθανόμουνα, πώς το λένε, οίκτο. Ένιωθα οίκτο. Σκεφτόμουνα, έλεγα, για φαντάσου. Πόσο κενή θα 'ταν αυτή η ζωή, που το μόνο που αποζήτησε από τη νιότη ήταν η θέα ενός γυμνού σώματος.. Σκεφτόμουνα μια στάξη και τους δικούς μου. Όπου και να 'τανε. Κι έκλαψα, στ' αλήθεια, απ' αυτήν την συγκίνηση· έκλαψα ώσπου να με πάρει ο ύπνος.

 Την επομένη στις δέκα ακριβώς, χτύπησε το ξυπνητήρι μου. Βγήκα στην κουζίνα όπως έκανα κάθε πρωί. Την βρήκα άδεια, και την πόρτα του γέρου ακόμη κλειστή.
  Όταν ήρθε το ασθενοφόρο να τον πάρει, είπανε πως ήτανε ήδη νεκρός. 
  

-Zωή 

Friday, 16 February 2018

άκου τι παίζει με τους καθρέφτες -

Λοιπόν, άκου τι παίζει.

      Έχω ένα πρόβλημα με τα κείμενα που γράφω: τα νιώθω ξένα αν αναφέρονται σε τρίτο ενικό πρόσωπο. Είμαι αρκετά εριστική με την έννοια του "ξένου" σε ποιότητα και αίσθηση. Αισθάνομαι ξένο καθετί που δεν αισθάνομαι ζωντανό. Παρατηρώ ποιότητες και υπαρκτές φιγούρες να μου μοιάζουν πλήρως αποκομμένες και ξέχωρες από την χωροταξική πραγματικότητα, όταν κάπως αλλοιώνονται αισθητικά και μεταβαίνουν ποιοτικά στην έννοια του "ξένου". "Ξένο" για εμένα σημαίνει μη πραγματικό, αποκομμένο από το υπόλοιπο περιβάλλον με έναν τρόπο επιβλητικό και εξουσιαστικό, ψυχωτικό και νεκρό, κάτι διαστημικά κρύο και κάπως ιδρωμένο, εξωγήινο και απειλητικό, όπως για παράδειγμα η ντουλάπα του δωματίου μου που αυτή τη στιγμή είναι αλαζονικά ανοιχτή με κλίση σαράντα έξι μοιρών ή η καρέκλα του γραφείου μου που δεν είναι τοποθετημένη σωστά προς το γραφείο, αλλά έχει στραφεί προς το έπιπλο με τον καθρέφτη.

      Κι εκεί κάπου ήθελα να καταλήξω, στον καθρέφτη. Διότι έχω ένα θέμα και με τους καθρέφτες: δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς αυτούς. Οι περισσότεροι που συναναστρέφονται μαζί μου θεωρούν πως είμαι ωραιοπαθής ή νάρκισση και γουστάρω να βλέπω την αντανάκλαση του εαυτού μου στον καθρέφτη. Ωστόσο, πολύ μακριά από την αγάπη για τον εαυτό θεωρώ πως βρίσκομαι. Η αλήθεια με εμένα είναι πως η τρομακτική και ψυχρή έννοια του "ξένου" έχει αναθχεί και στο πώς αντιλαμβάνομαι πολύ συχνά τον εαυτό μου. Νιώθω αποκομμένη, εκτός πραγματικότητας, ξέχωρη, άγαρμπα και επιβλητικά τοποθετημένη στο χώρο, ανάμεσα σε ανθρώπους οικείους ή και περπατώντας αδιάφορα σε ένα στενό με αγνώστους. Έχω την αίσθηση της αυτοανυπαρξίας, της νεκρότητας, της αποκοπής. Η μοναξιά του μυαλού μου και της φαντασίας μου με έχει φτάσει σε σημείο αυτοαναίρεσης. Υπάρχω τάχα ανάμεσά σας και νομίζω πως είμαι ένα μηχάνημα παραγωγής λόγου και σκέψης με μια μεγάλη οθόνη στη μέση κάπου για να σας βλέπω. Η συνείδηση της κάθε στιγμής που περνάει, η αυτόματη και διαρκής διαύγεια της ύπαρξης, με έχει κάνει να αποδεχτώ τον εαυτό μου μονάχα σαν έναν εγκέφαλο με δομή, λειτουργία και σκοπό. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου σαν μια μηχανική πηγή αντίληψης. Όσο αυξάνει η διαύγεια και η συνείδηση της στιγμής, τόσο περισσότερο χάνω την ικανότητα να θυμηθώ και να ανακαλέσω στη μνήμη το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου, τις ατέλειές μου, την ανθρώπινη υπόστασή μου. Είμαι ένα μηχάνημα δίχως μορφή και φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν ένα εξελιγμένο ρομπότ. Δεν έχω φύλο, δεν έχω σεξουαλικότητα, δεν έχω αίμα να κυλάει μέσα μου, δεν έχω συναίσθηση.

      Ο λόγος που επιθυμώ τους καθρέφτες τόσο πολύ είναι επειδή επιβεβαιώνουν την ύπαρξή μου ως ανθρώπινη οντότητα. Είναι επειδή μου δίνουν μορφή, μου δίνουν δέρμα, οφθαλμούς, χείλη, μάγουλα και κυρίως βλέμμα. Το σημαντικό είναι το βλέμμα - το βλέμμα και το σφίξιμο των χειλιών. Αυτά με κάνουν άνθρωπο στις οθόνες μου, αυτά με πείθουν πως έχω ανθρωπιά. Οι καθρέφτες με πείθουν πως είμαι άνθρωπος και κατά συνέπεια μου δίνουν την ελπίδα πως μπορώ να αγαπήσω και να αγαπηθώ - όχι επειδή είμαι όμορφη, αλλά επειδή υπάρχω. Η αντανάκλασή μου στον καθρέφτη είναι η μόνη μου ελπίδα και απόδειξη πως σας μοιάζω, κατάλαβες; Πως έχω χέρια που εκφράζονται με δική τους γλώσσα, πως έχω στήθος που κινείται με την αναπνοή, πως έχω αρτηρίες να διαγράφονται στο λαιμό μου, πως έχω βλέμμα! Φοβάμαι συχνά όταν με κοιτάτε ότι δεν βλέπετε τίποτα, ότι είμαι ένα ανέκφραστο ψυχρό μηχάνημα, ότι τα μάτια μου είναι οθόνες κενές με χιόνι. Και νιώθω πολύ άσχημα γι αυτό. Εντάξει; Μην μου παίρνετε τους καθρέφτες. Γιατί μέχρι να καταφέρω να αφεθώ απ' την κατάρα της συνείδησης της στιγμής, από την ψυχρή λειτουργία του μυαλού μου, τους έχω ανάγκη για να ελπίζω πως έχω καρδιά που χτυπάει και δεν είμαι φάντασμα με ψηφιακό κωδικό. Αφαιρούμαι συχνά όταν είμαι στις παρέες σας και σας παρακολουθώ σαν να έχω κατεβάσει μέσα μου κάποια ταινία υψηλής ποιότητας. Όταν αφαιρούμαι, αναιρούμαι. Η φαντασία είναι το κλειδί στην αυτοκαταστροφή μου και στη συγκεκριμένη περίπτωση, στον συγκεκριμένο άξονα προσωπικότητας, η φαντασία ορίζεται ως ψηφιακή. Να ξέρεις, κάθε φορά που με σκουντάς, με σώζεις από την αυτοανάλυση και αυτοαναίρεση.

      Να σου πω τι φοβάμαι περισσότερο, ωστόσο; Την περίπτωση να "ξενοποιηθεί" η ποιότητα του καθρέφτη, όπως ξενοποιείται και η ποιότητα της πόρτας της ντουλάπας μου. Τι θα είμαι εγώ τότε; Και τι θα είσαι εσύ για το μυαλό μου;

~ veldaerya

Saturday, 16 December 2017

zeigefinger [ο δείκτης]

 Καλή μου, 

  αν κι αισθάνομαι πως δεν μετακινήθηκα ποτέ απ' το σημείο στο οποίο με άφησες, η πραγματικότητα δείχνει να 'χει διαφορετική γνώμη. Καθημερινώς στον δρόμο νέα πρόσωπα μου χαμογελούν, πρόσωπα που ελάχιστα γνωρίζω ή που ποτέ μου δεν περίμενα να λάβουν τον ελάχιστο ρόλο στην κοινωνική μου ζωή. Τους τελευταίους δύο μήνες έχω γνωρίσει υπέρ-αρκετό κόσμο, ανθρώπους συναρπαστικούς και μη, κι έχω βρεθεί σε αρκετές ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Έχω ανακαλύψει νέα στέκια και έχω αναπτύξει ιδιαίτερα τις ικανότητές μου στο πιάνο. Ταυτόχρονα, έγινε δεκτή η αίτηση μου για προαγωγή· έτσι, όχι μόνο βρίσκομαι πιο κοντά στην πραγμάτωση των επαγγελματικών μου ιδεών, αλλά από την πρώτη κιόλας του μήνα, θα μετρώ επιπλέον εκατόν είκοσι ευρώ στον μισθό μου. Τα χρήματα αυτά έχω σκοπό να τα συλλέξω έως ότου συμπληρώσω το απαραίτητο ποσό για να αποκτήσω επιτέλους αυτό το σπίτι που πάντα συζητούσαμε. Τέλος -και ίσως κυριότερα- ο ύπνος μου έχει πλέον γαληνέψει· καταφέρνω να κοιμάμαι τις απαραίτητες ώρες ατάραχος, χωρίς φαρμακευτική βοήθεια.
  Θέλω μ' αυτά να σου εξηγήσω πως βρίσκομαι στ' αλήθεια σε ικανοποιητική -πρακτικά- θέση. Όλα δείχνουν να κυλούν προς μία θετική πορεία, την οποία μάλιστα εγώ προκάλεσα, επιμένοντας να φέρω τον εαυτό μου πιο κοντά στην ικανοποίηση των ονειροπολήσεών μου. Το συμπεραίνεις άλλωστε- είναι όλα τους πράγματα που συζητήσαμε κάποτε μαζί, ίσως σε φαντασιακό, ή και  σε πραγματικό επίπεδο. Οι νέοι άνθρωποι, η δουλειά, οι νέες εμπειρίες. Ο ήρεμος ύπνος. Για όλα αυτά ξόδεψα αρκετή ενέργεια, αρκετό κόπο, και τώρα τα θετικά αποτέλεσματα που κέρδισα απ' αυτήν θα περίμενε κανείς να μου προσδώσουν αυτήν την γλυκιά ευχαρίστηση της αποτελεσματικότητας. Μου είναι όμως απαραίτητο, μαζί μ' αυτά, να παραδεχτώ -έστω σ' εσένα- τα συναισθήματά μου. 

  Είναι η πρώτη μου φράση που τα περιγράφει στ' αλήθεια όλα. Δεν αισθάνομαι πως μετακινήθηκα ποτέ απ' το σημείο που μ' άφησες. Και μ' αυτό εννοώ, το αφηρημένο στάδιο της ζωής μου -εξωτερικά και εσωτερικά- κατά το οποίο είχες νέα μου τελευταία φορά. Σε αντιπαράθεση με ό,τι μου συμβαίνει πραγματικά, εγώ δεν διανύω ενθουσιασμό. Δεν διανύω ευχαρίστηση. Δεν βιώνω τη χαρά της -ας το πούμε-  επιτυχίας. Όπως, αντίστοιχα, δεν αισθάνομαι κανέναν πόνο. Καμία θλίψη. Κανένα άγχος, τίποτα, γλυκιά μου, τίποτα. Ή, τουλάχιστον, δεν τα διανύω σε ένα επίπεδο βαθιά εσωτερικό. Τα συναισθήματα χαιδεύουν το ανώτερο στρώμα του σώματός μου. Αυτό ειν' όλο. Δεν με τρυπάνε, όπως με τρυπούσαν κάποτε, όπως -χριστέ μου- θα ήθελα να με τρυπήσουν. Δεν με διανύει τίποτα. Αισθάνομαι πάνω στο σώμα μου μια απέραντη νεκρή έκταση, ένα ανοξικό πεδίο, στο οποίο τίποτα δεν μπορεί να βλαστήσει, τίποτα δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Στο όριο αυτού του πεδίου, τίθενται οι αισθήσεις μου. Η επιφανής αντίληψη των εξωτερικών ερεθισμάτων. Σε μια ευθεία, λεπτή γραμμή, λεπτή όσο το δέρμα· εκεί πάνω διαρρέουν τα συναισθήματα, ρευστά, πάνω στην επιδερμίδα, και παραμένουν εκεί, ανίκανα να εισχωρήσουν βαθύτερα. Αναρωτιέμαι, καλή μου, αν είναι δική μου η ευθύνη που δεν μπορώ να αισθανθώ. Αν πάσχω από κάτι, αν είμαι προβληματικός, αν δεν είναι στην φύση μου η αισθαντικότητα· όμως μετά θυμάμαι -με χαρά και θλίψη ταυτόχρονα- πως κάποτε δεν ήταν έτσι ο εαυτός μου. Συνεπώς, καταλήγω πως οι εξωτερικοί παράγοντες δεν είναι αρκετά ικανοποιητικοί ώστε να μου προσδώσουν οποιοδήποτε βαθύ συναίσθημα. Δεν μπορώ όμως ούτε αυτό να το δεχτώ. Καταρχάς, όσα μου συμβαίνουν αυτόν τον καιρό είναι πράγματα που πάντοτε ποθούσα να μου συμβούν. Μα κι έτσι να μην ήταν, διένυσα τους τελευταίους μήνες αρκετές πικρές στιγμές, οι οποίες θα μπορούσαν να μου είχαν χαρίσει έστω ένα δάκρυ. Μα αυτό το σώμα δείχνει να 'χει πια στερέψει.
  Παραδέχομαι -κάπως ντροπαλά είναι η αλήθεια- πως ο μόνος ενθουσιασμός που μου προσδίδουν οι εξελίξεις στις ημέρες μου δεν είναι τα γεγονότα αυτά καθ' αυτά, μα η ανυπομονησία να μοιραστώ μαζί σου αυτά τα νέα. Βέβαια, η συνειδητοποίηση αυτή μου προκαλεί μια παραπάνω αίσθηση κενότητας. 

  Η πορεία των σκέψεών μου έχει αυτήν την καθημερινή κυκλική πορεία που προσπαθώ να σου περιγράψω. Πράγματα συμβαίνουν, κι εγώ πάνω σε αυτά ανυπομονώ για τα συναισθήματα να εισρεύσουν στο σώμα μου. Όμως μένω πάντοτε στην αναμονή, όπως σου περιγράφω, ενώ τα συναισθήματα περνούν από πάνω μου χωρίς να μ' αγγίζουν, αδιάφορα, τα ξεφυλλίζω με το νου μου αλλού σαν περιοδικό τελευταίας κατηγορίας σε κάποια αίθουσα αναμονής, αυτό, αυτό ακριβώς, αυτό κάνω με όλη την ζωή μου. Με όλες τις ημέρες. Κι ενώ είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου στην εξωτερική αλλαγή, ενώ, σου τ' ορκίζομαι, με προγραμμάτισα, εφόσον η διάθεσή μου από μόνη της δεν μπορούσε να με βάλει στον χορό, άνοιξα την πλάτη μου και με ρύθμισα σαν κομπιούτερ, να επιτελέσω εργασίες, να κάνω πράγματα, και αυτό συνέβη -συγχώρεσέ με, χάνω την ψυχραιμία μου- και οι πράξεις μου έφεραν αποτέλεσμα, όμως το γεγονός ότι αυτό το αποτέλεσμα δεν μου προσέδωσε κανένα συναίσθημα, με βύθισε ακόμη περισσότερο στο νεκρό σώμα στο οποίο αισθάνομαι κάτοικος. Κι αυτό είναι το αδιέξοδο στο οποίο αισθάνομαι πως έχω βρεθεί. Το οποίο νομίζω πως αρνούμαι να κοιτάξω στα μάτια. Η απευθείας αγγλική μετάφραση είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική. Νεκρό τέλος· dead end. Αυτό, γλυκιά μου. Αυτό ακριβώς.   
  Δεν σου κρύβω πως υπάρχουν στιγμές που νομίζω για λίγο πως χάνομαι ξανά στην αισθαντικότητα. Όμως αυτές οι στιγμές κρατάνε λίγο, κι εμπεριέχουν πάντα την παρεξήγηση των ίδιων των συναισθημάτων μου. Ίσως και την εσκεμμένη μεγένθυσή τους, από ανάγκη να βιώσω επιτέλους κάτι βαρύ. Συγχώρεσέ με γι' αυτήν την εικόνα που θα σου μεταδώσω- μα μου μοιάζει λες και πιέζω τους πόρους της επιδερμίδας μου έως ότου ξεράσουν από μέσα τους ό,τι σμήγμα απομένει· αυτό είναι το συναίσθημα, αυτό το αηδιαστικό σμήγμα που πιέζω να παραχθεί. Δεν πέρασε ούτε μια βδομάδα που διένυσα για λίγο την παραίσθηση πως -ξανά- ερωτεύτηκα. Την παραίσθηση αυτή ακολούθησε η συνειδητοποίηση πως έσπρωξα τον εαυτό μου σε ένα οποιοδήποτε συναίσθημα, πάνω σε ένα οποιοδήποτε πρόσωπο, αναίτια, από ανάγκη για αυθεντικότητα. Παράλληλα, υπάρχουν στιγμές που ακριβώς αυτή η αίσθηση της ανοησίας, της κενότητας σημασίας, μου γεννά μια αναπάντεχη διάθεση να συμπλεύσω μαζί της πρακτικά. Να προσαρμόσω τις πράξεις μου στην ανοησία, να αρνηθώ οποιονδήποτε συμβιβασμό, οποιαδήποτε λογική, πώς να στο πω- να στρίψω απότομα το τιμόνι στ' αριστερά και να τρακάρω, να τσιμπήσω το μάτι μου με το πιρούνι την ώρα που τρώω, να κατεβάσω το παντελόνι μου και να ουρήσω πάνω στα έπιπλα του γραφείου όπου εργάζομαι, να αυνανιστώ μπροστά στους συναδέλφους μου, να σπάσω τις καρέκλες της κουζίνας πάνω στο πιάνο, έως ότου καταστραφούν και τα δύο. Όλα αυτά εκούσια και συνειδητά. Με πλήρη αντίληψη και κατανόηση των πράξεών μου. Μέχρι στιγμής, βέβαια, δεν έχω φτάσει στο σημείο να πραγματώσω οποιαδήποτε από αυτές τις φαντασιώσεις. Η σκέψη τους όμως είναι από τα λίγα πράγματα που μου προσδίδουν αληθινή ευχαρίστηση. 
 Είναι κι αυτό που σου περιέγραψα μια σημαντική διακλάσωση της σκέψης μου. Πως εφόσον τίποτα δεν βγάζει αρκετό νόημα, τότε γιατί να πειθαρχώ τον εαυτό μου σε συμβάσεις οι οποίες δεν με ενδιαφέρουν; Δεν μου προσφέρουν; Καταλαβαίνεις; Διανύω την α-νοησία. Την ματαιότητα. Η οποία -παρεμπιπτόντως- άκουσα κάποτε πως αποτελεί το δηλητήριο της νιότης. Από ανάγκη να επιτελώ τουλάχιστον τις βασικές μου λειτουργίες, περπατάω μέσα στους μήνες αυτόματα, αποφεύγοντας πια να μπαίνω στη διαδικασία της αμφισβήτησης, της αμφιβολίας, πολύ απλά επειδή γνωρίζω πως σ' αυτά θα συναντήσω την νεκρωμένη μου ύπαρξη. Και παράλληλα, αυτή η εσκεμμένη άγνοια προκαλεί την περαιτέρω σήψη μου. Εκτονώνω την αρρώστια μου- γιατί περί τέτοιας πρόκειται- σε παράλογες ονειρώξεις και φαντασιώσεις, μέχρις ότου η σύγχυση λυθεί, και μπορέσω να συνεχίσω την ανόητη καθημερινότητά μου.
  Δεν σου κρύβω, βέβαια, πως σαν αποτέλεσμα όλων αυτών, με χτυπά η ενοχικότητα, σαν κηδεμόνας που με επιπλήττει επειδή δεν καταφέρνω να εκτιμήσω την πλεονεκτική μου θέση. Βέβαια, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Είμαι ευγνώμων για αυτήν την θέση. Όμως δεν την βιώνω πραγματικά. Η ενοχή μου είναι τόσο γενική -σε σύγκριση δηλαδή με τους υπόλοιπους ανθρώπους, που μπορεί να είναι σε λιγότερο βολική θέση απ' τη δική μου- αλλά και προσωπική- σε σύγκριση με τα δεινά που πέρασα στο παρελθόν, και τα οποία κατάφερα να ξεπεράσω χωρίς ποτέ να διανύσω μια πορεία τόσο δυσχερή όσο τούτη εδώ. 

  Και είναι, γλυκιά μου -που να με πάρει ο διάολος- παράδοξο, γιατί στ' αλήθεια, να, σου τ' ορκίζομαι -και συγχώρεσέ με που πάλι χάνω την ψυχραιμία μου- εγώ αγαπώ την ζωή, την αγαπώ, την εκτιμώ, στ' αλήθεια, το αναγνωρίζω αυτό ως βασικό χαρακτηριστικό του εαυτού μου. Αγαπώ την ζωή. Δεν είναι απλώς ότι φοβάμαι το θάνατο. Αγαπώ την ζωή. Την ροή της. Την αγαπώ σαν άνθρωπος που βίωσε στο πετσί του την απειλή της στέρησής της, την απάρνησή της, την περιθωριοποίηση από την ίδια την ζωή. Αγαπώ τους ανθρώπους, την αισθαντικότητα, αγαπώ το άλγος όσο αγαπώ τη χαρά, ακριβώς επειδή αγαπώ την ζωή· μα τώρα ενώ αυτή συμβαίνει, εγώ, ειλικρινά, βαριέμαι να την διανύσω. Προτιμώ να καθίσω περιμένοντας· χωρίς αντικείμενο· απλώς, περιμένοντας. 
  Μου φαίνεται πως πλάτιασα αρκετά. Κι ειν' η αλήθεια πως συνάντησα ξαφνικά το σημείο στο οποίο μου μοιάζει πλέον ανόητο να συνεχίσω να σου εξομολογούμαι και να σου περιγράφω. Μακάρι να μπορούσα να σου πω πως αισθάνομαι καλύτερα μετά απ' όλα όσα σου είπα. 
  Μακάρι, εν τέλει, να μπορούσα να σου πω το οτιδήποτε. 

  Σε φιλώ με νόστο και άλγος. 
                                                          ______
https://www.youtube.com/watch?v=2tEHmiCluU4&t=4s

                                                -Ζωή (ορ γουατέβερ)
  

Wednesday, 1 November 2017

φάε την σκέψη σου / θοτ φορ φουντ

      Ξύπνησα μέσα στη νύχτα πεινασμένος. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία και βάδισα ασυνείδητα προς το ψυγείο, όμως μετά συνειδητοποίησα πως είχα φάει αρκετά καλά ελάχιστες ώρες πριν το συμβάν. Το στομάχι μου παραπονιόταν με ανθρώπινη ανυπομονησία, σχεδόν ένιωθα το βάρος της αντίληψης και συνείδησής μου σαν άνθρωπος να βρίσκεται εκεί. Άνοιξα το ψυγείο και ήταν γεμάτο με μπαγιάτικα φαγητά σε τάπερ της μάνας μου, μερικά αυγά, πορτοκάλια και μπύρες. Πρώτο τάπερ-μουσακάς. Ο μουσακάς της μάνας μου είναι ο καλύτερος μουσακάς και η μάνα μου η καλύτερη μάνα. Δεν γουστάρω να λένε πράγματα για τη μάνα μου, τρελαίνομαι και πέφτει μαύρο στη σκέψη μου. Γουστάρω τη μάνα μου τρελά και όταν πλένει τα πιάτα μ'αρέσει να περνάω από την κουζίνα και να της δίνω μια στον κώλο. Καμία γκόμενα δεν έχει τον κώλο της μάνας μου, γι' αυτό και καμία δεν αξίζει να της φέρομαι καλά. Άσε που ποια θα μπορούσε να φτιάξει τέτοιο μουσακά;
      Με αυτές τις σκέψεις και τη μυρωδιά της μάνας μου όταν καθαρίζει το σπίτι, που έχει άρωμα χλωρίνης και απορρυπαντικών, να διαπερνάει τη μνήμη μου, ούτε που κατάλαβα πότε πρόλαβα να φάω όλο το μουσακά. Έτσι είναι τα φαγητά της μάνας μου, σε στέλνουν. Άνοιξα και το δεύτερο τάπερ-φακές. Εντάξει, οι φακές είναι παράδοση στο πατρικό μου. Ο πατέρας μου τρώει τουλάχιστον τέσσερα πιάτα κάθε φορά και μετά πηγαίνει πάνω κάτω στο σπίτι και κλάνει. Αυτός ο ήχος είναι το ερωτικό του κάλεσμα προς την αδερφή μου-εντάξει ίσως υπερβάλλω, μου αρέσει να υπερβάλλω. Παρ' όλα αυτά, η αδερφή μου είναι αρκετά καλό μουνάκι. Και η αλήθεια είναι πως όντως, οι περισσότερες φορές που έχω ακούσει τους γονείς μου να γαμιούνται, ήταν μέρες που το μεσημέρι η μάνα μου είχε μαγειρέψει φακές. Έχω τραβήξει τη μαλακία της ζωής μου ακούγοντας τον μπαμπά και τη μαμά να γαμιούνται. Νομίζω πως καμία γκόμενα δεν μούγκρισε ποτέ στο αυτί μου με τον ευλαβικό τρόπο που μουγκρίζει η μάνα μου στα αυτιά του πατέρα μου-ήχος που διαπερνούσε τον τοίχο και συνήθιζε να φτάνει και στα δικά μου αυτιά, όταν ήμουν έφηβος κι έμενα μαζί τους. Ίσως κι αυτός να ήταν ο πρώτος ήχος που άκουσα, όταν βγήκα απ' τον φαλλό του πατέρα μου.
      Πολλές φορές, μάλιστα, όταν τα είχα με την Φαίη, που έφερνε λίγο στη μάνα μου-είχαν περίπου την ίδια μέση, παρόμοιους αστραγάλους και ένα σημάδι στον δεξί γοφό που έμοιαζε αρκετά-προσποιούμουν πως είμαι ο πατέρας μου για να την κάνω να μουγκρίσει με τον ίδιο σκοπό. Κι εκείνη δεν μούγκριζε ποτέ γιατί ήταν μουγκή από τη γέννησή της και εμένα μου έπεφτε. Κάπως έτσι άρχισα να αισθάνομαι αποτυχημένος, γιατί του πατέρα μου ποτέ δεν του πέφτει και είμαι σίγουρος γι αυτό. Αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να ευθύνομαι γι' αυτό και η Φαίη πλήρωσε γι αυτό το έγκλημα πολύ ακριβά. Έχω κρατήσει σε ένα συρτάρι στο κομοδίνο μου μερικά απ' τα δόντια που έχασε στην διαδικασία ενοχοποίησης και τιμωρίας της. Τα κρατάω εκεί και περιμένω την νεράιδα των δοντιών να τα πάρει και να βάλει τάπερ της μάνας μου στη θέση τους-πραγματική μαγεία. Τι να τα κάνεις τα λεφτά αν έχεις τέτοια τάπερ; Εγώ δεν θα ζητούσα ποτέ παραπάνω από τη ζωή, δεν είμαι φιλόδοξος άνθρωπος και ξέρω να εκτιμάω αυτά που έχω.
      Τρίτο τάπερ-φασολάκια. Τέταρτο-αρακάς. Και μερικά άλλα κατεψυγμένα με μπιφτέκια και κιμά. Τα έφαγα όλα, ακόμη και τα ωμά κατεψυγμένα και ακόμα η γαμημένη η πείνα δεν έλεγε να κοπάσει. Τι συμβαίνει; Άρχισα σιγά σιγά να ξυπνάω και να συνειδητοποιώ ότι κάτι δεν πάει καλά. Πώς γίνεται να μην χορταίνω με τίποτα και να συνεχίζω να πεινάω; Και ένιωθα και έναν έντονο πόνο στον οισοφάγο μου, σαν να μου είχε κάτσει ένα ολόκληρο τάπερ εκεί, σαν να είχα καταπιεί μια μπάλα ράγκμπι και δεν είχε επανέλθει στα φυσιολογικά του. Τι διάολο. Τέλος πάντων, άρχισα να τρώω τα αυγά. Στην αρχή έπιασα το λάδι για να το ρίξω στο τηγάνι και να τα τηγανίσω, αλλά για κάποιο λόγο κατέληξα να καταπίνω το λάδι με τέτοια ηδονική απόλαυση, σαν να ήταν σωστό παλιό ουίσκι. Έτσι κατέβαζε η αδερφή μου τα μίλκο όταν είχε περίοδο. Πλέον είχα αποδεχτεί ότι δεν θα ηρεμήσω αν δεν φάω ό,τι υπάρχει μέσα στο ψυγείο. Καθώς έτρωγα ένα ένα τα αυγά, έτσι ωμά και με το τσόφλι, και καθώς αργότερα δάγκωνα και καταβρόχθιζα μανιωδώς τα πορτοκάλια ένα προς ένα, ένιωθα το κεφάλι μου κενό, σαν αερόμπαλα, σαν πλαστικό μπαλάκι παιδότοπου. Στο πρώτο αυγό που το έφαγα με ιδιαίτερα αριστουργηματικό τρόπο-το τρύπησα και το ρούφηξα αφήνοντας άθικτο το τσόφλι-έβαλα το ένα χέρι μου στο κεφάλι μου και έγειρα πάνω σε αυτό, ενώ στο άλλο μου χέρι κρατούσα το σκέτο απείραχτο τσόφλι. Τι σκατά. Δεν υπήρχε καμία διαφορά στην αίσθηση του βάρους.
      Το ψυγείο είχε πλέον αδειάσει και στα ντουλάπια δεν έβρισκα τίποτε άλλο να φάω. Η πείνα είχε αποκτήσει οντολογική υπόσταση, είχε σύσταση, ψυχή, σχεδόν φοβόμουν πως θα αποκτούσε και σώμα και θα ερχόταν να με κατασπαράξει ολόκληρο. Δεν ήξερα τι άλλο να φάω και δεν είχα λεφτά να παραγγείλω. Σκέφτηκα τη μάνα μου, τι καλά να ήταν εδώ τώρα και να την ξυπνούσα να μου λύσει τα προβλήματά μου. Τι καλά! Αλλά η μάνα μου είναι σε άλλη πόλη. Τι τις ήθελα εγώ τις σπουδές; Αφού σπίτι της μάνας μου θα κατέληγα-και πολύ καλά θα έκανα, πού να ψάχνεις τώρα να βρίσκεις σωστή γυναίκα με σωστή αντίληψη της κουζίνας και των απορρυπαντικών. Γιατί να ψάχνεις γυναίκα, ενώ έχεις την μοναδική που σε αισθάνεται και σε αγαπάει ανιδιοτελώς και σε καταλαβαίνει; Και πάντα θα σε συγχωρεί. Και, τέλος πάντων, μπορείς να μπεις σε όσα μουνιά θέλεις, αλλά πάντα θα έχεις βγει από ένα. Και αυτό είναι που μετράει. Και τώρα που το σκέφτομαι μου τη σπάει ο πατέρας μου. Μου τη σπάει που πηδάει τη μάνα μου και τον μισώ γι΄ αυτό. Είμαι καλύτερος από εκείνον, ακόμη κι αν μου πέφτει με γκόμενες σαν τη Φαίη που είναι μουγκές, έχω ψυχή, έχω καρδιά εγώ. Είμαι πολλά παραπάνω.
      Ξάπλωσα στο κρεβάτι εξαντλημένος. Η πείνα οργίαζε ακόμη και είχε πάρει τον ρόλο μιας πολύ διψασμένης Αφέντρας. 
Προσπάθησα να μασήσω το μαξιλάρι μου, όμως τα σαγόνια μου είχαν εξαντληθεί και δεν μπορούσα να τα ελέγξω. Νομίζω μάλιστα πως το κάτω σαγόνι είχε βγει απ' τη θέση του και ήταν δυσλειτουργικό. Όπως η Φαίη, όταν προσπάθησε να ανέβει από πάνω μου στο σεξ. Πώς πηδάς μια γκόμενα αν είναι από πάνω; Παράλληλα, ένιωθα έναν έντονο πόνο στο στομάχι μου, σαν να είμαι σε χειρουργείο και με ανοίγουν με νυστέρι, και μαζί με αυτήν την οξεία αίσθηση, ένιωσα και το κρεβάτι μου να υγραίνεται, ένα πηχτό υγρό αγκάλιαζε την κοιλιά και τη μέση μου. Άναψα το φως και παρατήρησα πως αιμορραγούσα πηχτό μαύρο αίμα. Μου θύμισε τις παντζαροσαλάτες της μάνας μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωθα πως δεν είχα χρόνο να χάσω. Δεν είχα χρόνο να φρικάρω και η αιτία αυτής της κατάστασης ήταν μηδαμινής σημασίας, όσο υπήρχε η Αφέντρα. Έχωσα την παλάμη μου στο αίμα και άρχισα να γλείφω τα δάχτυλά μου, πάνω στα οποία έβρισκα προσκολλημένες και μερικές κλωστές. Μία μανιώδης παρόρμηση με κυρίευσε και ρίχτηκα με τα μούτρα στην κοιλιά και τα μπούτια μου κι έγλειφα το αίμα από τον εαυτό μου. Η Φαίη και καμία άλλη γκόμενα δεν μου έκαναν ποτέ τόσο απολαυστικό στοματικό σεξ.
      Όταν το σώμα μου τελικά καθάρισε από το αίμα, ήμουν ο πιο καθαρός και όμορφος άνθρωπος στον κόσμο. Όλα ήταν τέλεια, εκτός από μία λεπτομέρεια. Με την απομάκρυνση του αίματος, φάνηκε μια αρκετά επιβλητική τρύπα στο δέρμα μου, στο σημείο που βρίσκεται το στομάχι. Την ψηλάφισα με τα χέρια μου και άρχισα να βογκώ από τον πόνο. Το στομάχι μου είχε μια γαμημένη τρύπα. Επειδή είμαι έξυπνος άνθρωπος, σκέφτηκα πως μάλλον γι' αυτό πεινούσα, το φαγητό θα πρέπει να απομακρυνόταν από τον οργανισμό μου μέσω αυτής της τρύπας. Όμως, πουθενά μέσα στο σπίτι δεν βρήκα το αποβαλλόμενο φαγητό. Έχωσα το χέρι μου μέσα στην τρύπα, και ξαφνικά άρχισα να γαργαλιέμαι ολόκληρος. Άρχισα να γελάω πολύ δυνατά και να τρελαίνομαι. Στο στομάχι, υπήρχε ένα γλοιώδες κάπως σφαιροειδές πράγμα και το έπιασα. Μόλις το έκλεισα στις παλάμες μου, ένιωσα ολόκληρο το σώμα, την ψυχή και την συνειδησιακή μου οντότητα να βιώνει μια θερμότητα αγκαλιάς. Σαν να ήμουν μωρό στα χέρια της μάνας μου και εκείνη να με κρατούσε σφιχτά. Τράβηξα την μπάλα προς τα έξω και άρχισα να νιώθω πίεση, σαν κάποια δύναμη να με σπρώχνει, να με μετατοπίζει από το σώμα και την ύπαρξή μου. Δεν ξέρω αν τα εξηγώ καλά.
      Έβγαλα έξω την μπάλα και την περιεργάστηκα, αφού την καθάρισα με το νερό της βρύσης. Η αίσθηση που βίωνα τώρα ήταν κρύο, χειμώνας, σαν να βουτάω στην πιο κρύα πισίνα καταχείμωνο και για λίγα δευτερόλεπτα ένιωθα να μην μπορώ να αναπνεύσω. Έκλεισα τη βρύση και δεν μπορούσα να πιστέψω στα γαμημένα τα μάτια μου. Ήταν ένας εγκέφαλος. Το ορκίζομαι στην μάνα μου αυτό και ε, πρόσεξε, δεν θα ορκιζόμουν ποτέ στη μάνα μου για πλάκα, κατάλαβες; Ήταν ένας γαμημένος εγκέφαλος, και μάλιστα νομίζω πως ήταν ο δικός μου. Το λέω επειδή φαινόταν εξαιρετικός. Αυτό που ήθελα να κάνω μόλις τον αντίκρυσα, ήταν να τον επεξεργαστώ, να τον θαυμάσω, να δω πώς θα τον βάλω πίσω στο κεφάλι μου. Όμως η Αφέντρα δεν με δέχτηκε με αυτήν την διάθεση και άρχισε πάλι να οργιάζει.
      Πήρα μερικές κλωστές από το συρτάρι, το συρτάρι μέσα στο οποίο φυλάσσω τα δόντια της πρώην μου, και άρχισα να ράβω ερασιτεχνικά την τρύπα από το στομάχι μου. Όταν θεώρησα πως είχε κλείσει καλά, έχωσα με έντονη βουλιμική παρόρμηση τον εγκέφαλο στο στόμα μου και τον κατάπια ολόκληρο, κάνοντας τον οισοφάγο μου να πονάει. Ήταν το πιο απολαυστικό γεύμα που έχω φάει ποτέ στη ζωή μου. Βιώνοντας αυτήν την συνειδητοποίηση, άρχισα να θυμώνω. Όχι με την κατάσταση, αλλά με τη μάνα μου. Υπήρχε πράγματι τέτοιο φαΐ και δεν μου το είχε προσφέρει ποτέ; Τι μάνα ήταν αυτή. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάρω το πρώτο αεροπλάνο, να πάω να τη βρω, να την κόψω κομματάκια και να την ταξινομήσω στα γαμημένα τα τάπερ που μου στέλνει κάθε βδομάδα, τάπερ γεμάτα ψευτιά και υποκρισία. Όσο βίωνα αυτήν την φαντασίωση, έπινα τις μπύρες από το ψυγείο και αυνανιζόμουν. Ήπια τόσες μπύρες που με πήρε πολύ απότομα και άγαρμπα ο ύπνος-και ήταν βαθύς και γρήγορος ύπνος! Όσο κοιμήθηκα, είδα όνειρα την Αφέντρα να με πηδάει από πάνω και βίωσα την πιο ηδονική ονείρωξη της ζωής μου. Αλλά το όνειρο αυτό δεν κράτησε πολύ.
      Ξύπνησα μέσα στη νύχτα πεινασμένος. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία και βάδισα ασυνείδητα προς το ψυγείο, όμως μετά συνειδητοποίησα πως είχα φάει αρκετά καλά ελάχιστες ώρες πριν το συμβάν.

~veldaerya
       

Friday, 20 October 2017

απόσπασμα από κάποια καταχώρηση σε φανταστικό ημερολόγιο

 Εκείνο το βράδυ, η Ανατολή χόρεψε· όχι τον ψεύτικο χορό των χλιαρών που σε κάνει να μην σκέφτεσαι· χόρεψε τον παλμό που υπερβαίνει τα χρώματα· το τραγούδι που θύμιζε πως είναι χιλιάδες, χιλιάδες πυγολαμπίδες! Είχε βρει το μάτζικ μπας του δυο χιλιάδες και κάτι. Έτριβε και ξανάτριβε τα μάτια της μπροστά στο απίστευτο. Κι όμως, ήταν εκείνοι, όπως τους είχε άλλωτε ονειρευτεί, κλεισμένη στο δωματιάκι που της αντιστοιχούσε στο σπίτι της οδού Βάρναλη: με τα ψηλά καπέλα και τα ογκώδη, ξενόφερτα μουσικά όργανα. Κι αυτά τα πρόσωπα γύρω λες και πρώτη φορά τα 'βλεπε υπό τέτοιο φως, ξάφνου της δίναν τόση εμπιστοσύνη. Το σώμα λύθηκε. Δεν ήταν θέμα απομνημόνευσης· το σώμα ήξερε πάντα προς τα πού να κάνει το επόμενο βήμα· πού να δώσει περισσότερο βάρος. Για την Ανατολή, χορός ήταν η φυσική προέκταση του να έχει κανείς πόδια. Γέλασε. Τόση ώρα με τα μάτια κλειστά κι όμως είδε τόσες ιστορίες. Η ζωή ήταν ένα ασύμμετρο, αχανές και πανέμορφο γεωμετρικό σχήμα. Τα θυμόταν πια όλα. Τις πληγές στα χέρια, την ζώνη του πατέρα της, το πιάνο. Κι όμως. Καμία θλίψη. Κανένας πόνος. Η Ανατολή χόρευε παρασέρνοντας την θλίψη της ανάμνησης· όλα πλέον ήταν τόσο ασήμαντα σε σχέση με το επόμενο τραγούδι. Το επόμενο βήμα. Ο σχοινοβάτης ξάπλωσε πάνω στην λεπτή γραμμή που ισσοροπούσε και χαμογέλασε ανέμελος. Ζούμε όλοι στριμωγμένοι σ' ένα περβάζι. Μια λάθος κίνηση, μια σπρωξιά και.. 


-ζωή 

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...