Sunday 14 April 2019

η βασίλισσα του Γαλατσίου

  Οδός Καστελίου, Γαλάτσι. Κουζίνα, βεράντα, ταρατσάκι, γάτες. Γάτες και γλάστρες, οι γάτες ολόχαρες, οι γλάστρες ολόχεστες. Μετά συγχωρήσεως. Σόμπα πετρελαίου. Πάτωμα, μωσαικό. Γάτες με ονόματα ελληνικής σειράς δεκαετίας του '90: Αλέκος, Μπάμπης, Σούλα, Θράσος, τέτοια. Κυρία Ρίτσα. Δίποδη δεσποινίδα, με τα όλα της. Ετών εβδομήντα, πατά σ' αυτά σταθερά, και με τα δύο πόδια. Φανατική καπνίστρια. Τελευταία επίσκεψη στον γιατρό, κάπου το ογδονταεφτά. Κι ούτε καν για δικό της πρόβλημα. Διαμέρισμα, δυάρι. Ποτέ των ποτών για οικογένεια. Τετραγωνικά, εξήντα. Πολυπληθέστερο αντικείμενο στο σπίτι: τασάκι. Η κυρία Ρίτσα έχει ένα τασάκι για οποιαδήποτε γωνία του σπιτιού τύχει να βρεθεί. Στην κουζίνα; Στην κουζίνα. Στο σαλονάκι στην είσοδο; Στο σαλονάκι στην είσοδο. Στη βιβλιοθήκη; Στη βιβλιοθήκη. Δίπλα στην τηλεόραση; Δίπλα στην τηλεόραση. Στη μπανιέρα; Στη μπανιέρα. Η κυρία Ρίτσα, για σύντομο χρονικό διάστημα της ζωής της αλκοολική, αλλά αιωνίως καπνίστρια, δεν φορά ποτέ των ποτών παντόφλες. Ποτέ δεν βρήκε στην ζωή της ένα ζευγάρι που να μην της θυμίζει πως είναι ή θα γίνει γριά, και -κυρίως- ποτέ δεν βρήκε ένα ζευγάρι που να μην κάνει φλαπ φλαπ όσο περπατάς. Δεν το μπορεί η κυρία Ρίτσα αυτό το φλαπ φλαπ. Παναγιά μου, το σκέφτεται και την πιάνουνε ρίγη. Υπήρξε γι' αυτήν παιδικός εφιάλτης, πηγή εφηβικών ξεσπασμάτων, και αιτία χωρισμού από συντρόφους στην ενήλικη και μεσήλικη ζωή της. Γι' αυτό, αν ποτέ βρεθείτε στο σπίτι της κυρίας Ρίτσας, δεν θα την ακούσετε ποτέ να σας διατάζει "μην περπατάς αξυπόλητη" ή κάτι παρεμφερές. Απεναντίας, μπορεί να σας το ζητήσει. 
  Αλέκος, ο γάτος. Ο γάτος ο βασιλικός, ο γάτος των γάτων, ετών δέκα, αγαπημένος της κυρίας Ρίτσας. Ο Αλέκος είναι, σα να λέμε, ο γάτος της. Οι υπόλοιποι Θράσοι, Νάκοι, Μάκηδες, Σούλες, Βενετίες, Βιβές κουλουπού, είναι απλά η παρέα του. Αλέκος, χρώματος λευκού (με την επίρρεια της Αθηναικής βρωμιάς, λαικιστί μπίχλας, χρώματος ελαφρώς γκριζωπού). Πρώην πρηγκιπικός γόης, νυν ξερακιανός γέρος με ενάμισι αυτί. Πρωταγωνιστής σε παραμύθι.
  Δέσποινα, το φυτό στη γλάστρα. Κατά την κυρία Ρίτσα, το πιο όμορφο. Και το μοναδικό που έχει όνομα. Χρώματος μωβ, αγαπά τον ήλιο, τόσο πολύ που κατά κάποιο τρόπο, τον τρώει. Μόνιμη κάτοικος Γαλατσίου Αττικής. Σχέση με τις γάτες άκρως κακή, καθότι την κατουρούν ασυστόλως. Σχέση με την κυρία Ρίτσα άκρως καλή, καθότι την ποτίζει καθημερινώς και αδιαλείπτως. Σχέση με τις υπόλοιπες γλάστρες περίεργη, καθότι υποσυνείδητα την εχθρεύονται, από φθόνο.
  Αυτοί είναι οι βασικοί φίλοι της κυρίας Ρίτσας. Ο Αλέκος κι οι υπόλοιπες γάτες, η Δέσποινα κι οι υπόλοιπες γλάστρες. Και τα τσιγάρα της. Εγγόνια δεν έχει. Ούτε παιδιά. Έχει όμως μια ανιψιά, την Κατερίνα· κι αυτή η ανιψιά, έχει παιδιά· δύο στον αριθμό, η Μαίρη και ο Γρηγόρης. Είναι ας πούμε, τα δισανίψια της. Πρώτη δημοτικού ο μικρός, τετάρτη δημοτικού η μεγάλη. Η κυρία Ρίτσα τα αγαπάει βαθύτατα, και αυτά ανταποδίδουν. 
Όταν έρχονται για βίζιτα, αρμένικου είδους (να τα προσέχεις θεία τα παιδιά για ένα βράδυ να βγούμε με τον Μάνο, να τα προσέχω Κατερινιώ μου), περνάνε κι οι τρεις υπέροχα. Σάββατο πρωί περπατάνε την λαική της Πασσώβ, και μετά, με τα σπαράγγια, τα σέλινα και τα αβοκάντο υπό μάλης, περπατάνε στο πάρκο δίπλα στη Γκράβα, κάθονται στο παγκάκι τους, φοράνε τα γυαλιά ηλίου τους και γλύφουν από ένα παγωτό ο καθένας. Το μεσημέρι γυρνάνε στο σπίτι και τρώνε το φαγητό της κυρίας Ρίτσας με υπερβάλοντα ζήλο, κι έπειτα βγαίνουν στο ταρατσάκι για να συζητήσουν με τις γάτες και να ποτίσουν τη Δέσποινα και τις φιλενάδες της. Κι ύστερα έρχεται η ώρα για μελέτη, και κάθονται όλοι στο σαλονάκι της Καστελίου, η κυρία Ρίτσα διαβάζει το βιβλίο της, ο μικρός πολεμάει να κάνει σωστά το ζήτα, και η μεγάλη ν' αποφασίσει αν ο Αλέκος ο γάτος είναι ανήσυχος ή ανύσηχος. Θάρθει έτσι η ώρα του ύπνου, και τότε θα μαζευτούν κι οι τρεις τους στο δωματιάκι που έχει ειδικά για τ' ανίψια της η κυρία Ρίτσα· ο μικρός θα ξαπλώσει στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας κι η μεγάλη στο κάτω. Και τότε η θεία Ρίτσα θ' αρχίσει την αφήγηση: 

 Ήταν, λέει, κάποτε, ένας πλούσιος βασιλιάς. Ήρθε στα σκαλιά της κυρά Ρίτσας και της έταξε τον κόσμο ολόκληρο. Ήθελε να την πάρει, να πάνε στο παλάτι, και να ζήσουνε εκεί σαν ζευγάρι βασιλικό, με τα όλα του. Δεν θέλω 'γω κόσμους, παλάτια και κουραφέξαλα, είπε η κυρία Ρίτσα. Θέλω μόνο να τρώμε μαζί παγωτό φράουλα και να πηγαίνουμε απογευματινές βόλτες στο Γαλάτσι Αττικής. Ο βασιλιάς, επειδή την αγαπούσε πολύ, δέχτηκε· κι αγαπηθήκανε και παντρευτήκανε, και τρώγανε παγωτό φράουλα και πηγαίνανε απογευματινές βόλτες, και ζήσανε βίο αβίοτο (τι πάει να πει αυτό θεία, η ωραία ζωή παιδί μου) για χρόνια. Όμως του βασιλιά όλο και του έλειπε το παλάτι του. Όλο και ήθελε να πάνε σ' ένα σπίτι παλατένιο, ένα παλάτι σπιτίσιο, να έχει εξώστη, κελάρι, κήπο, κηπουρό κι υπηρέτριες, κι όχι σόμπα πετρελαίου και ταράτσα με αδέσποτες γάτες. Ήθελε οι απογευματινές βόλτες στο Γαλάτσι Αττικής να γίνουν βραδινές έξοδοι με άμαξες με πανέμορφα λευκά άλογα, κι η κυρία Ρίτσα να φορά φανταχτερά κοσμήματα που κοστίζουν δυο φορές το διαμερισματάκι της και δαχτυλίδια με πετρώματα που όταν τα δαγκώνεις δεν λυγίζουν. Κι όλο δεν του αρέσανε πια ούτε τα παγωτά ούτε οι βόλτες. Μα η κυρία Ρίτσα επ' ουδενί ν' αφήσει το παλάτι της με τα εικοσιδύο τασάκια για το παλάτι του βασιλιά με τα εικοσιδύο δωμάτια. Κι ούτε εμπιστευόταν τα ερκοντίσιον, ούτε τ' ασανσέρ, κι ούτε τις ηλεκτρικές σκούπες. Ξύπνησε λοιπόν ένα πρωινό κι είπε, κουράστηκα πια με τη γκρίνια του πλούσιου βασιλιά, κουράστηκα και με την κακοβολεψιά του. Κι ίσως στεναχωρήθηκε και μια στάξη. Ανέβηκε λοιπόν στο πατάρι (υπήρχε κι εκεί ένα τασάκι, αν διερωτάσθαι), βρήκε το βιβλίο με τα ξόρκια της προ-προ-προ-προ-γιαγιάς της, κι είπε: άμπρακατάμπρα, έτσι κι έτσι, εντελαμαγκέ· ο βασιλιάς μεταμορφώθηκε ευθύς αμέσως, κι από πριγκιπόπουλο έγινε άσπρος γάτος. Κι από τότε τον φωνάζουνε ο Αλέκος ο γάτος, και κατοικεί σε μια ταράτσα της οδού Καστελίου (και πέριξ), στο Γαλάτσι Αττικής. Και δεν παραπονιέται. Κι έζησον αυτός καλά, κι όσο για μας, τώρα που ακούσαμε την ιστορία, καλά περάσαμε κι εμείς.


  Αυτή την ιστορία λέει η κυρία Ρίτσα στ' ανίψια της, κι αυτά κοιμούνται γλυκά και πριν κοιμηθούνε πίνουνε και το ζεστό τους γάλα. Και βγαίνει ύστερα η κυρία Ρίτσα στο μπαλκόνι κι άναβ' ένα τσιγάρο (γιατί μπροστά στα παιδιά δεν καπνίζει) και χαμογελάει μια δόση αυτάρεσκα με το παραμύθι της. Το χαμόγελο ύστερα πλαταίνει λίγο ακόμη, γιατί η κυρία Ρίτσα θυμάται όλες αυτές τις γλυκές αναμνήσεις απ' όλα όσα της βάλανε στο μυαλό αυτό το παραμύθι. Απ' τη γιαγιά της ως την ίδια ως αυτόν τον παρ' ολίγον γάμο, κι εκείνο το παιδί που· αλλά η κυρία Ρίτσα δεν μιλά γι' αυτά. Μόνο στον εαυτό της καμιά φορά, κι αυτό με μισόλογα. Εξόν άμα της ζητήσουνε τ' ανίψια να τους πεί ένα παραμύθι. 
  Της κυρίας Ρίτσας, αγαπημένη της ώρα είναι ένδεκα το βράδυ. Όχι δέκα γιατί είναι πολύ νωρίς, κι όχι δώδεκα γιατί τώρα που γέρασε στις δώδεκα νυστάζει. Στις ένδεκα λοιπόν βγαίνει στο ταρατσάκι, βρέξει χιονίσει, και κάνει ένα τσιγάρο χωρίς να κάνει άλλο τίποτε. Αυτό είναι για την κυρία Ρίτσα κάτι σαν προσευχή. Είναι η ώρα που λούζεται όλο το βάρος της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα, του έτους, κι όλων των εβδομήντα χρόνων που έχουν παρέλθει. Και μπορεί όσο καπνίζει να την πλησιάσει κάνα γατί- και γιατί όχι ο Αλέκος ο ίδιος- και να βαλθεί να τρίβεται στα πόδια της, όμως η κυρία Ρίτσα τότε δεν αντιδρά, γιατί προσεύχεται κι είναι σ' αυτό πολύ συγκεντρωμένη. Είναι η ώρα που θα της έρθει και θα θυμηθεί ένα σκασμό πράματα απ' την ζωή της. Και θα τα ξαναζήσει με μια δόση γλύκας που μόνο η αίσθηση της ανάμνησης μπορεί να δώσει.
 Ύστερα, αγαπημένη της μέρα, είναι η Τετάρτη, γιατί την περνά ολόκληρη ανυπομονώντας. Κάθε Πέμπτη έχει να πάει στο σπίτι μιας γνωστής της, που μαζεύονται διάφοροι κύριοι και κυρίες και παίζουν κουμ καν, και τις Παρασκευές το βράδυ έρχονται τ' ανίψια της και μένουν ως την Κυριακή το πρωί. Έτσι η κυρία Ρίτσα διανύει όλη την Τετάρτη της σε αδημονία, και αυτό είναι το αγαπημένο της συναίσθημα. Γι' αυτό άλλωστε διατηρεί και την ονείρωξή της: έ
να βράδυ, η κυρία Ρίτσα ονειρεύτηκε πως κέρδισε πολλά λεφτά στο Πρωτοχρονιάτικο λαχείο, και τα ξόδεψε όλα για ν' αγοράσει ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα, το οποίο και μετέτρεψε σε χαρτοπαιχτική λέσχη. Φορούσε ένα κατακόκκινο φουλάρι κι ένα μαύρο φόρεμα, κάπνιζε πίπα σαν την Κρουέλα ΝτεΒίλ, και στο πιο απόκρυφο μέρος του ημιυπογείου είχε κρυμμένο ένα περίστροφο, για παν ενδεχόμενο. Έκτοτε, η κυρία Ρίτσα φυλά ένα κομπόδεμα στο πιο ασφαλές μέρος που ξέρει, και διατηρεί μια ενδόμυχη ελπίδα πως το όνειρό της θα πραγματοποιηθεί. Γνωρίζει βέβαια πως κατά πάσα πιθανότητα δεν θα καταφέρει ποτέ να συμπληρώσει το ποσό που χρειάζεται, αυτό όμως ελάχιστα την απασχολεί. Στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει δεν είναι η πραγματοποίηση της ονείρωξής της, μα η ονείρωξη αυτή καθ' αυτή· κι έτσι διαβάζει καμιά φορά ενδελεχώς τα ενοικιαστήρια, μετρά το κομπόδεμά της και σεναριογραφεί ασυνείδητα πριν αποκοιμηθεί.
  Η κυρία Ρίτσα δεν βλέπει τηλεόραση. Κι ας έχει, την αγόρασε μόνο για χατίρι στ' ανίψια. Έχει, πάντως, ένα ραδιοφωνάκι. Τις πιο πολλές φορές τ' αφήνει να παίζει κι ούτε που ακούει τι λένε οι φωνές στο ηχείο· παρά μόνον παρακολουθεί τη χροιά τους, τον τρόπο που τονίζουνε τις λέξεις, και κυρίως τις παύσεις τους - οι παύσεις είναι το αγαπημένο της. Αυτοί που λένε "εεεε" αντί να προτιμήσουν μια ωραιότατη, ζουμερή παύση, την εκνευρίζουν. Καμιά φορά τους επιπλήττει ασυναίσθητα κι αλλάζει σταθμό. 


-----------------------------------------------------------------------------------

  Μόλις η πόρτα άνοιξε και πίσω της φάνηκε το συμπαθητικό της σαλονάκι, η κυρία Ρίτσα αναστέναξε μ' ανακούφιση· πέταξε τα κλειδιά στο έπιπλο δίπλα στην πόρτα κι έβγαλε βιαστικά τα παπούτσια της. Έκανε μερικά βήματα πάνω κάτω, αφηρημένη. Ο χρόνος την είχε αφοπλίσει· τον αισθανόταν τώρα σαν ανθρώπινη μορφή, να στέκεται δίπλα στο παράθυρο, με την πλάτη ελαφρά ακουμπισμένη στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα, να την κοιτά όλος επικριτικότητα. Δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει. Αν ήταν πράγματι μουσαφίρης, θα του προσέφερε ένα κουλουράκι κανέλας κι ένα τσιγάρο. Θάθελε πάρα πολύ να προσφέρει στο Χρόνο ένα κουλουράκι κανέλας κι ένα τσιγάρο. Σαν ένδειξη καλών προθέσεων. Όμως εκείνος δεν είχε τέτοιες. Δεν ήθελε να τις συμμεριστεί, όπως εκείνη τόσα χρόνια είχε επιδιώξει. Τον είχε αγκαλιάσει, τον είχε αποδεχθεί σχεδόν με κάποια τρυφερότητα, κι όμως εκείνος παρέμενε στημένος απέναντί της, με το αυστηρό του βλέμμα. Η κυρία Ρίτσα δεν δίστασε να παραδεχτεί πως είχε τρομάξει. Ο Χρόνος της έκανε νόημα να καθίσει, κι εκείνη υπάκουσε, όπως κάποτε υπάκουγε τον πατέρα ή τον δάσκαλο. Ο Χρόνος έβγαλε απ' το σακάκι του ένα γυάλινο βάζο, γεμάτο μεταξένιες κορδέλες. Της είπε ν' ανοίξει τις παλάμες τις διάπλατα, κι εκείνη υπάκουσε ξανά, μαρμαρωμένη. Ο Χρόνος κούνησε τα δάχτυλά του στον αέρα, και το γυάλινο βαζάκι άνοιξε οικειοθελώς μπροστά στα έκπληκτα μάτια της κυρίας Ρίτσας. Οι κορδέλες σάλευαν αυτοβούλως· όρμηξαν έξω απ' το γυάλινο βάζο, αισθανόμενες λες την ελευθερία για πρώτη φορά. Την κυρία Ρίτσα την κατέκλυσε το δέος. Δεν πίστευε στα μάτια της. Αυτές τις κορδέλες τις αναγνώριζε. Τις θεωρούσε χαμένες στο παρελθόν. Ξεχασμένες σε κάποιο συρτάρι κάποιου παλιού σπιτιού, μαζί με τη σκόνη του παλιού καιρού. Τις γνώριζε αυτές τις κορδέλες: κοσμούσαν κάποτε την παιδική της κώμη. Τις αγνές αφέλειες στο μέτωπο. Την αφελή αγνότητα του προσώπου. Η έκπληξη κι η συγκίνισή της δεν άφηναν χώρο ν' αναρωτηθεί πώς ήταν αλήθεια ολ' αυτά, ή πως βρέθηκαν ξανά αυτές οι κορδέλες μπροστά της. Θέλησε ν' ακουμπήσει με τα χέρια της τα χείλη καθώς ένιωθε τα βλέφαρά της να γεμίζουν δάκρια, μα ο χρόνος της υπενθύμισε -με κάποια αγριότητα- πως οι παλάμες έπρεπε να παραμείνουν διάπλατα ανοιχτές. Το σαλονάκι της Καστελίου είχε σκοτεινιάσει απροειδοποίητα, και οι μεταξωτές κορδέλες εξέπεμπαν λες το μοναδικό, πολύχρωμο φως. Η κυρία Ρίτσα καθόταν εκεί, στον σκούρο καφετί καναπέ, κι αυτό το ιδιαίτερο φως χάιδευε το ριτιδιασμένο της πρόσωπο. Ο χρόνος κούνησε τα δάχτυλά του λίγο ακόμη, κι οι κορδέλες, ανταποκρινόμενες στο πρόσταγμά του, συγκεντρώθηκαν πάνω απ' τις παλάμες της κυρίας Ρίτσας. Κι όπως βρισκόντουσαν εκεί στιβαγμένες, άρχισαν να στάζουν μέσα απ' τ' ακροδάχτυλά της, σαν απαλή βροχή, ή σαν άμμος χρυσή, και να χάνονται. 


-----------------------------------------------------------------------------------


  Η κυρία Ρίτσα ξύπνησε γεμάτη άγχος κι ιδρώτα. Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές πρωτού καταφέρει να σηκωθεί απ' το κρεβάτι. Το όνειρο την ακολουθούσε σαν ζάλη μετά από ξενύχτι. Προχώρησε πρώτα προς το δωμάτιο των παιδιών. Άνοιξε την πόρτα όσο πιο σιωπηλά μπορούσε, και γλίστρησε μέσα. Τ' ανίψια της κοιμούνταν μ' όση θα μπορούσαν να έχουν αγνότητα. Στάθηκε για λίγο και τα παρατήρησε. Αυτό το δωματιάκι ήλπιζε να 'ναι γι' αυτά μια γλυκιά ανάμνηση που θα κουβαλούν σ' όλη τους την ζωή. Όταν θ' αφηγούνται ιστορίες και θα λένε για το διαμερισματάκι της Καστελίου, τον Αλέκο τον γάτο και τη Δέσποινα τη γλάστρα. Και την θεία τη Ρίτσα, όπου και νά 'ναι. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο δωμάτιο, και με κάποια ευχαρίστηση επιβεβαίωσε πως, γι' αυτό που θα 'θελε να είναι, το δωματιάκι δεν ήταν κι άσχημο. Ίσα ίσα, ίσως να 'ταν ακριβώς αυτό που επιθυμούσε. Με τους μπλε τοίχους και τ' αστεράκια που λαμπυρίζανε στο ταβάνι. Με τη μικρή βιβλιοθήκη και το παράθυρο που έβλεπε κατευθείαν στο ταρατσάκι.
  Βγήκε απ' το δωμάτιο των παιδιών το ίδιο σιωπηλά, και προχώρησε στο ταρατσάκι. Η ώρα ήταν περασμένες δύο. Οι αδέσποτες γάτες της Καστελίου με τα μεταμεσονύκτια ουρλιαχτά τους χάρασσαν το σκοτάδι. Για την κυρία Ρίτσα, αυτό ήταν το γαλήνιο νανούρισμα της τωρινής ζωής της. Το απέλαυσε ευλαβικά. Άναψε το τσιγάρο της και στάθηκε στην άκρη της μικρής βεράντας. Γύρω της παντού μονάχα το νυχτερινό φως της πόλης, κλειστά παραθυρόφυλλα, κι από μακριά ο θόρυβος του κόσμου που παλλόταν. Ήτανε λες και γι' απόψε η κυρία Ρίτσα χρειαζότανε δυο φορές να προσευχηθεί. Δυο φορές να λουστεί τον χρόνο που έρρεε γύρω της. Και τό 'κανε αυτό το δώρο στον εαυτό της. Και ξανάπε τη μια ιστορία μετά την άλλη, κι άφησε να της γλιστρίσουνε γέλια και δάκρια. Κάπου στα πέριξ, ο Αλέκος ο γάτος αλήτευε. Η κυρία Ρίτσα τίναξε τη στάχτη της, κι αυτή χύθηκε γαλήνια στο σκοτάδι του δρόμου· η κυρία Ρίτσα την φαντάστηκε να ταξιδεύει στον χωροχρόνο και να προσγειώνεται σ' όλα αυτά που ήταν, κι ακόμη καλύτερα, σ' όλ' αυτά που θα μπορούσε να είναι. Στην ανάμνηση απ' το σπίτι στο χωριό και σε κάποιο τραπέζι στην υπόγεια χαρτοπαιχτική της λέσχη. Στο γαμήλιο στεφάνι του παρ' ολίγον συζήγου, και στο πάτωμα του νοσοκομείου, όταν κρατούσε στα χέρια της εκείνο το πλάσμα και του έλεγε, αίμα από το αίμα μου, σάρκα από τη σάρκα μου. Στα σκαλοπάτια του σπιτιού της αδερφής της. Στον Απρίλη του ενενηνταένα. Στον ώμο του Χρόνου καθώς στεκόταν γερμένος στον τοίχο στο σαλονάκι της και την κοίταζε αυστηρά. Στο αγαπημένο παιδικό της φορεματάκι. Κι ύστερα, τίναξε τη στάχτη της ξανά, και την είδε αυτή τη φορά να επιπλέει πάνω απ' την τερατώδη Αθήνα· πάνω απ' την βοή της Πατησίων, τις γιγάντιες λεωφόρους, τα στριμωγμένα σώματα στα λεωφορεία. Η κυρία Ρίτσα χαμογέλασε κομμάτι αυτάρεσκα, καθώς η στάχτη της προσγειωνόταν σ' ένα βαγόνι και ταξίδευε υπογείως με μεγάλη ταχύτητα. 


 Θα μπορούσε για πάντα να κέθται στο ταρατσάκι της, παρέα με τη Δέσποινα τη γλάστρα -εκείνη σίγουρα δεν θα πήγαινε πουθενά- και να χαζομερά, με κάποια μικροδόση χιούμορ που ίσως μόνο η ίδια εντοπίζει. 


 Ήταν η βασίλισσα του Γαλατσίου.

-ζωή
 

No comments:

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...