Sunday, 8 September 2019

τα σύννεφα δεν ψήθηκαν να μου πουν παραμύθι απόψε

Γράφω και σβήνω και γράφω.
Ποιητικά και όμορφα τα λέω, για να μην τους δώσω και πολλή σημασία.
Να πω πως τα έγραψα για τον "αναγνώστη".
Να περάσει λίγο την ώρα του.
Να ξαποστάσει σε ένα μπλογκ που δομήθηκε από ένα παρεάκι.
Που δεν είναι και τρελό παρεάκι εδώ που τα λέμε.
Αλλά παρόλα αυτά θα συνεχίσω να γράφω.
Ή μάλλον θα ξεκινήσω γιατί πέρασε και καιρός.
Είναι αυτό που σου λέω.
Ότι ξεκινώ με μια ιδέα και συνεχίζω με μια εικόνα και φτάνω να βγάζω μια κραυγή.
Κι αντί να γράφω ουρλιάζω μες στο κεφάλι μου.
Και μιλιά δεν μου βγαίνει.
Και ηλεκτρονικό μελάνι δεν χύνεται.
Κι έχω και μια γραφομηχανή απάνω στο κομοδίνο που δεν την έχω ακόμα ζωντανέψει.
Γιατί δεν έχω ιδέα πώς σκατά μπαίνουν οι μελανοταινίες.
Ξέρει κανείς να με βοηθήσει;
Ξέρει κανείς πώς να χύσω το μελάνι του πάθους ξανά στο μυαλό μου
να μπορώ να γράφω παραδομένη στην αλήθεια
και όχι στην τέχνη;

Είναι αλήθεια πως δεν ήμουν ποτέ της τέχνης.
Δεν ξέρω από χορό, τραγούδι και ζωγραφική.
Δεν το 'χω με τα χρώματα, τα νοήματα και τις ταλαντώσεις του σώματος.
Έχω μόνο δύο όπλα παιδικά: μια φαντασία και μια αλήθεια.
Τα έχω από παιδί, για αυτό σου λέω παιδικά
όχι επειδή είναι ανώριμα κι αγίνωτα.
Μην ξεγελιέσαι πως κάτι παιδικό δεν μπορεί
να είναι και όπλο και ασπίδα και πανοπλία.
Δεν ξέρω από τέχνη, για αυτό και γράφω άγαρμπα αυτά που σκέφτομαι
κι όταν πάω να τα γράψω έντεχνα κι ωραία, δεν είμαι εκεί
είμαι στο διάολο.
Η τέχνη αλλοιώνει ελαφρώς την αλήθεια
και οι ελαφρώς αλλοιωμένες αλήθειες είναι εχθροί με βάρος.

Τέλος πάντων, με άγαρμπο κι όχι παραμυθένιο
τρόπο: τι παίχτηκε με τα σύννεφα.
Τίποτα, εγώ είχα πάει διακοπές μες στους κόσμους που 'χω στο κεφάλι μου
και γύρισα πίσω για να βρω ένα κόσμο αληθινό
που με έκρινε πολύ αυστηρά και με πόνεσε.
Κοίταξα μεταφορικά που λες τα σύννεφα και περίμενα
να μου πουν ένα απ' τα παραμύθια που συνηθίζουν να μου λένε
για να ησυχάζω, γιατί εγώ
γενικά χτίζω εξωτερικά νοήματα σε πράγματα όπως τα σύννεφα
τα δέντρα, οι πέτρες, τα ποτάμια
και τα βάζω να μου μιλούν και να με ησυχάζουν.
Γιατί οι άνθρωποι δεν με ησυχάζουν
και εγώ χρειάζομαι ησυχία για να αντέξω τον εαυτό μου
και τους άλλους και τα σκατά που έχουμε γεννήσει.
Οπότε το αφήνω απάνω τους, στα βουνά και τα σύννεφα.
Η κάθε αλληγορία και μεταφορά που δομώ είναι αντίδοτο
κι έχει περισσότερη επιρροή πάνω μου απ' τις πράξεις των ανθρώπων.
Κι αυτή είναι η κατάρα μου γενικά, καλησπέρα.

Αλλά, μεταφορικά πάντα, τα σύννεφα χθες το απόγευμα μου είπαν να πάω στο διάολο.
Χθες το απόγευμα, όχι απόψε που λέει ο τίτλος-
αυτό το 'βαλα εκεί για την τέχνη.
Ακούγεται καλύτερα.
Μια ελαφρώς αλλοιωμένη αλήθεια, ένας τίτλος
το εισιτήριο για να σε βάλω στο μυαλό μου.
Μισό ψέμα, μισή αλήθεια, ένα ολοκληρωμένο lifestyle.
Σκατά στο lifestyle-δεν ξέρουμε πια
ποιοι είναι δίπλα μας επειδή μάχονται μαζί μας
και ποιοι είναι επειδή ο καπιταλισμός έκανε την αντίδραση στυλ.
Ρε πάτε καλά;

Να πάω στο διάολο λοιπόν, μου είπαν τα σύννεφα.
Άσε τα παραμύθια για μετά, μου είπαν.
Δεν είσαι ξωτικό, μου είπαν, είσαι άνθρωπος.
Και ο κόσμος σου πεθαίνει.
Κι οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν και απουσιάζουν από τη ζωή την ίδια-
ε, ψήσου να μην το κάνεις κι εσύ.

Ναι, έτσι μιλάνε τα σύννεφα στους καιρούς μας.
Κυνικά, σκληρά και χωρίς κάποια αλλοίωση στην αλήθεια.
Χωρίς στυλ.
Άγαρμπα, αδέξια, άμεσα και χωρίς να αφήνουν ανοιχτά παράθυρα
χωρίς να ξέρουν τι θα πει ανασφάλεια.
Μάθαμε κι απ' τα σύννεφα κάτι σήμερα.

Γενικά νόμιζα ότι το 'χα ανάγκη
να μου πουν τα σύννεφα ένα παραμύθι.
Αλλά τελικά ανάγκη μού ήταν να μου πουν τα σύννεφα απλά κάτι.
Και μου είπαν αυτό: πήγαινε στο διαόλο.
Πήγαινε στο διάολο και πάρε τον εχθρό μαζί σου μακριά μας.

                                                                                                                                     -veldaerya

Sunday, 30 June 2019

Τα μαγικά σπίτια και οι υφές

Περιμέναμε έναν ολόκληρο χρόνο. Δεν ήξερα ούτε όταν ήμουν μικρή, ούτε κι ακόμα έμαθα τι σημαίνει "ολόκληρος", μα έτσι λέγεται, έναν ολόκληρο χρόνο περιμέναμε. Δηλαδή πέρυσι, πριν ένα έτος - σχεδόν ακριβώς- μας είπαν ότι το καλοκαίρι τελείωσε. Και πως αν μας άρεσε τόσο, θα αξίζει η υπομονή ενός ΟΛΌΚΛΗΡΟΥ χρόνου για να ξαναέρθει. Έτσι κι εμείς περιμέναμε, γιατί θα ήμασταν αχάριστοι και αναίσθητοι άμα λέγαμε πως δεν έχουμε υπομονή. Αναίσθητοι; Ναι, νομίζω πως ούτε αυτή τη λέξη την έμαθα.

Λίγο πριν λοιπόν, φτάσει με όλες τις έννοιες και εντάσεις το καλοκαίρι το φετινό, βρέθηκα σε ένα σπίτι από εκείνα που είναι μαγικά. Έμεινα μια βδομάδα εκεί, γιατί χρειαζόμουν λίγη παραπάνω δροσιά και σκιά, πριν βρεθώ μέσα στους χορούς του Μεγάλου Θέρους, απ'τους οποίους δεν κάνει να ξεφεύγεις για πολύ καιρό συνεχόμενα γιατί χάνεις το ρυθμό και άντε να τον ξαναβρείς μετά. Το σπίτι ήρθε σε 'μένα απρόσμενα μα αβίαστα, όπως κάνουν τα μαγικά σπίτια. Άνοιξα την πόρτα του ενα μεσημέρι και το ξαναένιωσα.

Έχω ξαναμείνει εδώ, μα τότε το φοβόμουν. Όλο(κληρο;) το φοβόμουν, με τις σκιές του και τις σιωπές του, δεν μπορούσα να μην ακούω την ύπαρξή μου, με προστάτευε από τον έξω κόσμο μα εγώ το εκμεταλλευόμουν για να με ξεχάσει ολόκληρος ο Κόσμος και μετά ξεχνούσα κι εγώ εκείνον. Ο χορός είναι δύσκολο πράγμα για τα μουδιασμένα γερο-καβούρια.

Τώρα λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν. Υπάρχει μια μεγάλη παλέτα με χρώματα από όλες τις πιθανότητες κι όλες τις καρδιές στο σαλόνι. Με το που ξυπνάς, διαλέγεις κάποια και πασαλείφεις τα μούτρα και την κοιλιά σου και τα μπούτια σου. Ο καθρέφτης είναι τεράστιος με χρυσό περίβλημα, όπου ξεκουράζονται δαιμόνια εδώ και αιώνες. Το σπίτι τον περισσότερο χρόνο του τον περνάει σε άλλα μέρη, γιατί είναι πολύ ονειροπόλο και αφειρημένο και έχει υποχρεώσεις να τακτοποιήσει πρωτού ο ήλιος δύσει. Έτσι αρκετά απ'τα μεσημέρια αφήνομαι κι εγώ στην αφηρημάδα, δίχως να μπορώ να πιάσω τον χρόνο όποτε θυμάμαι τι έχω να κάνω; ξεγλυστράει σαν νερό ή άμμος ψιλή απ'τις χούφτες μου. Μα, όταν έρθει η ώρα που θα έπρεπε να τα 'χω όλα ολοκληρώσει, ισορροπεί το χρόνο που μου έχει αρπάξει, δίνοντάς μου τη μαγεία της καλοτυχίας. Ω, ναι, όσο μένω σε αυτό το μαγικό σπίτι η τύχη μου χαμογελάει όποτε απελπίζομαι και με ξανατραβάει στους χορούς.

Τα ριζά αυτού του σπιτιού είναι βαθιά, μα πάντα έτοιμα να ξεριζωθούν και να αφεθούν στους ανέμους των κόσμων. Σίγουρα αν ήταν στοιχείο, θα ήταν το αέρινο. Στο χώμα του φυτρώνουν ηλίανθοι, βατομουριές και κισσοί, ελιές και βελανιδιές. Άγρια χόρτα μπόλικα. Το αγαπημένο του είναι το ραδίκι, γιατί η πίκρα του του επιτρέπει να εξισορροπεί τη σκανταλιά του. Λίγο πιο βαθιά είναι η φωλιά μιας αρχαίας πηγής, με νερό δροσερό και χωματένιο. Εκεί πλένω τις πατούσες μου κάθε βράδυ.

Τώρα δα, πίνω καφέ με στημένο λεμόνι και γουργουρίζω με μισή ευχαρίστιση μισή κούραση. Απ'τις μορφές έχω επιλέξει να πάρω εκείνη του διστακτικού ινδιάνου. Ο ήλιος δεν με αγγίζει εδώ μέσα, μα δεν με ξεχνά καθόλου.Το καλοκαίρι ήρθε. Ετοιμάζουμε το θερινό μας δέρμα ενώ μας κατασκευάζουν την επόμενη μορφή μας. Ο χρόνος αλλάζει; από υδάτινος ξεκινά να γίνεται αιθέριος, με κόκκους άμμου.

Lyra

Sunday, 14 April 2019

η βασίλισσα του Γαλατσίου

  Οδός Καστελίου, Γαλάτσι. Κουζίνα, βεράντα, ταρατσάκι, γάτες. Γάτες και γλάστρες, οι γάτες ολόχαρες, οι γλάστρες ολόχεστες. Μετά συγχωρήσεως. Σόμπα πετρελαίου. Πάτωμα, μωσαικό. Γάτες με ονόματα ελληνικής σειράς δεκαετίας του '90: Αλέκος, Μπάμπης, Σούλα, Θράσος, τέτοια. Κυρία Ρίτσα. Δίποδη δεσποινίδα, με τα όλα της. Ετών εβδομήντα, πατά σ' αυτά σταθερά, και με τα δύο πόδια. Φανατική καπνίστρια. Τελευταία επίσκεψη στον γιατρό, κάπου το ογδονταεφτά. Κι ούτε καν για δικό της πρόβλημα. Διαμέρισμα, δυάρι. Ποτέ των ποτών για οικογένεια. Τετραγωνικά, εξήντα. Πολυπληθέστερο αντικείμενο στο σπίτι: τασάκι. Η κυρία Ρίτσα έχει ένα τασάκι για οποιαδήποτε γωνία του σπιτιού τύχει να βρεθεί. Στην κουζίνα; Στην κουζίνα. Στο σαλονάκι στην είσοδο; Στο σαλονάκι στην είσοδο. Στη βιβλιοθήκη; Στη βιβλιοθήκη. Δίπλα στην τηλεόραση; Δίπλα στην τηλεόραση. Στη μπανιέρα; Στη μπανιέρα. Η κυρία Ρίτσα, για σύντομο χρονικό διάστημα της ζωής της αλκοολική, αλλά αιωνίως καπνίστρια, δεν φορά ποτέ των ποτών παντόφλες. Ποτέ δεν βρήκε στην ζωή της ένα ζευγάρι που να μην της θυμίζει πως είναι ή θα γίνει γριά, και -κυρίως- ποτέ δεν βρήκε ένα ζευγάρι που να μην κάνει φλαπ φλαπ όσο περπατάς. Δεν το μπορεί η κυρία Ρίτσα αυτό το φλαπ φλαπ. Παναγιά μου, το σκέφτεται και την πιάνουνε ρίγη. Υπήρξε γι' αυτήν παιδικός εφιάλτης, πηγή εφηβικών ξεσπασμάτων, και αιτία χωρισμού από συντρόφους στην ενήλικη και μεσήλικη ζωή της. Γι' αυτό, αν ποτέ βρεθείτε στο σπίτι της κυρίας Ρίτσας, δεν θα την ακούσετε ποτέ να σας διατάζει "μην περπατάς αξυπόλητη" ή κάτι παρεμφερές. Απεναντίας, μπορεί να σας το ζητήσει. 
  Αλέκος, ο γάτος. Ο γάτος ο βασιλικός, ο γάτος των γάτων, ετών δέκα, αγαπημένος της κυρίας Ρίτσας. Ο Αλέκος είναι, σα να λέμε, ο γάτος της. Οι υπόλοιποι Θράσοι, Νάκοι, Μάκηδες, Σούλες, Βενετίες, Βιβές κουλουπού, είναι απλά η παρέα του. Αλέκος, χρώματος λευκού (με την επίρρεια της Αθηναικής βρωμιάς, λαικιστί μπίχλας, χρώματος ελαφρώς γκριζωπού). Πρώην πρηγκιπικός γόης, νυν ξερακιανός γέρος με ενάμισι αυτί. Πρωταγωνιστής σε παραμύθι.
  Δέσποινα, το φυτό στη γλάστρα. Κατά την κυρία Ρίτσα, το πιο όμορφο. Και το μοναδικό που έχει όνομα. Χρώματος μωβ, αγαπά τον ήλιο, τόσο πολύ που κατά κάποιο τρόπο, τον τρώει. Μόνιμη κάτοικος Γαλατσίου Αττικής. Σχέση με τις γάτες άκρως κακή, καθότι την κατουρούν ασυστόλως. Σχέση με την κυρία Ρίτσα άκρως καλή, καθότι την ποτίζει καθημερινώς και αδιαλείπτως. Σχέση με τις υπόλοιπες γλάστρες περίεργη, καθότι υποσυνείδητα την εχθρεύονται, από φθόνο.
  Αυτοί είναι οι βασικοί φίλοι της κυρίας Ρίτσας. Ο Αλέκος κι οι υπόλοιπες γάτες, η Δέσποινα κι οι υπόλοιπες γλάστρες. Και τα τσιγάρα της. Εγγόνια δεν έχει. Ούτε παιδιά. Έχει όμως μια ανιψιά, την Κατερίνα· κι αυτή η ανιψιά, έχει παιδιά· δύο στον αριθμό, η Μαίρη και ο Γρηγόρης. Είναι ας πούμε, τα δισανίψια της. Πρώτη δημοτικού ο μικρός, τετάρτη δημοτικού η μεγάλη. Η κυρία Ρίτσα τα αγαπάει βαθύτατα, και αυτά ανταποδίδουν. 
Όταν έρχονται για βίζιτα, αρμένικου είδους (να τα προσέχεις θεία τα παιδιά για ένα βράδυ να βγούμε με τον Μάνο, να τα προσέχω Κατερινιώ μου), περνάνε κι οι τρεις υπέροχα. Σάββατο πρωί περπατάνε την λαική της Πασσώβ, και μετά, με τα σπαράγγια, τα σέλινα και τα αβοκάντο υπό μάλης, περπατάνε στο πάρκο δίπλα στη Γκράβα, κάθονται στο παγκάκι τους, φοράνε τα γυαλιά ηλίου τους και γλύφουν από ένα παγωτό ο καθένας. Το μεσημέρι γυρνάνε στο σπίτι και τρώνε το φαγητό της κυρίας Ρίτσας με υπερβάλοντα ζήλο, κι έπειτα βγαίνουν στο ταρατσάκι για να συζητήσουν με τις γάτες και να ποτίσουν τη Δέσποινα και τις φιλενάδες της. Κι ύστερα έρχεται η ώρα για μελέτη, και κάθονται όλοι στο σαλονάκι της Καστελίου, η κυρία Ρίτσα διαβάζει το βιβλίο της, ο μικρός πολεμάει να κάνει σωστά το ζήτα, και η μεγάλη ν' αποφασίσει αν ο Αλέκος ο γάτος είναι ανήσυχος ή ανύσηχος. Θάρθει έτσι η ώρα του ύπνου, και τότε θα μαζευτούν κι οι τρεις τους στο δωματιάκι που έχει ειδικά για τ' ανίψια της η κυρία Ρίτσα· ο μικρός θα ξαπλώσει στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας κι η μεγάλη στο κάτω. Και τότε η θεία Ρίτσα θ' αρχίσει την αφήγηση: 

 Ήταν, λέει, κάποτε, ένας πλούσιος βασιλιάς. Ήρθε στα σκαλιά της κυρά Ρίτσας και της έταξε τον κόσμο ολόκληρο. Ήθελε να την πάρει, να πάνε στο παλάτι, και να ζήσουνε εκεί σαν ζευγάρι βασιλικό, με τα όλα του. Δεν θέλω 'γω κόσμους, παλάτια και κουραφέξαλα, είπε η κυρία Ρίτσα. Θέλω μόνο να τρώμε μαζί παγωτό φράουλα και να πηγαίνουμε απογευματινές βόλτες στο Γαλάτσι Αττικής. Ο βασιλιάς, επειδή την αγαπούσε πολύ, δέχτηκε· κι αγαπηθήκανε και παντρευτήκανε, και τρώγανε παγωτό φράουλα και πηγαίνανε απογευματινές βόλτες, και ζήσανε βίο αβίοτο (τι πάει να πει αυτό θεία, η ωραία ζωή παιδί μου) για χρόνια. Όμως του βασιλιά όλο και του έλειπε το παλάτι του. Όλο και ήθελε να πάνε σ' ένα σπίτι παλατένιο, ένα παλάτι σπιτίσιο, να έχει εξώστη, κελάρι, κήπο, κηπουρό κι υπηρέτριες, κι όχι σόμπα πετρελαίου και ταράτσα με αδέσποτες γάτες. Ήθελε οι απογευματινές βόλτες στο Γαλάτσι Αττικής να γίνουν βραδινές έξοδοι με άμαξες με πανέμορφα λευκά άλογα, κι η κυρία Ρίτσα να φορά φανταχτερά κοσμήματα που κοστίζουν δυο φορές το διαμερισματάκι της και δαχτυλίδια με πετρώματα που όταν τα δαγκώνεις δεν λυγίζουν. Κι όλο δεν του αρέσανε πια ούτε τα παγωτά ούτε οι βόλτες. Μα η κυρία Ρίτσα επ' ουδενί ν' αφήσει το παλάτι της με τα εικοσιδύο τασάκια για το παλάτι του βασιλιά με τα εικοσιδύο δωμάτια. Κι ούτε εμπιστευόταν τα ερκοντίσιον, ούτε τ' ασανσέρ, κι ούτε τις ηλεκτρικές σκούπες. Ξύπνησε λοιπόν ένα πρωινό κι είπε, κουράστηκα πια με τη γκρίνια του πλούσιου βασιλιά, κουράστηκα και με την κακοβολεψιά του. Κι ίσως στεναχωρήθηκε και μια στάξη. Ανέβηκε λοιπόν στο πατάρι (υπήρχε κι εκεί ένα τασάκι, αν διερωτάσθαι), βρήκε το βιβλίο με τα ξόρκια της προ-προ-προ-προ-γιαγιάς της, κι είπε: άμπρακατάμπρα, έτσι κι έτσι, εντελαμαγκέ· ο βασιλιάς μεταμορφώθηκε ευθύς αμέσως, κι από πριγκιπόπουλο έγινε άσπρος γάτος. Κι από τότε τον φωνάζουνε ο Αλέκος ο γάτος, και κατοικεί σε μια ταράτσα της οδού Καστελίου (και πέριξ), στο Γαλάτσι Αττικής. Και δεν παραπονιέται. Κι έζησον αυτός καλά, κι όσο για μας, τώρα που ακούσαμε την ιστορία, καλά περάσαμε κι εμείς.


  Αυτή την ιστορία λέει η κυρία Ρίτσα στ' ανίψια της, κι αυτά κοιμούνται γλυκά και πριν κοιμηθούνε πίνουνε και το ζεστό τους γάλα. Και βγαίνει ύστερα η κυρία Ρίτσα στο μπαλκόνι κι άναβ' ένα τσιγάρο (γιατί μπροστά στα παιδιά δεν καπνίζει) και χαμογελάει μια δόση αυτάρεσκα με το παραμύθι της. Το χαμόγελο ύστερα πλαταίνει λίγο ακόμη, γιατί η κυρία Ρίτσα θυμάται όλες αυτές τις γλυκές αναμνήσεις απ' όλα όσα της βάλανε στο μυαλό αυτό το παραμύθι. Απ' τη γιαγιά της ως την ίδια ως αυτόν τον παρ' ολίγον γάμο, κι εκείνο το παιδί που· αλλά η κυρία Ρίτσα δεν μιλά γι' αυτά. Μόνο στον εαυτό της καμιά φορά, κι αυτό με μισόλογα. Εξόν άμα της ζητήσουνε τ' ανίψια να τους πεί ένα παραμύθι. 
  Της κυρίας Ρίτσας, αγαπημένη της ώρα είναι ένδεκα το βράδυ. Όχι δέκα γιατί είναι πολύ νωρίς, κι όχι δώδεκα γιατί τώρα που γέρασε στις δώδεκα νυστάζει. Στις ένδεκα λοιπόν βγαίνει στο ταρατσάκι, βρέξει χιονίσει, και κάνει ένα τσιγάρο χωρίς να κάνει άλλο τίποτε. Αυτό είναι για την κυρία Ρίτσα κάτι σαν προσευχή. Είναι η ώρα που λούζεται όλο το βάρος της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα, του έτους, κι όλων των εβδομήντα χρόνων που έχουν παρέλθει. Και μπορεί όσο καπνίζει να την πλησιάσει κάνα γατί- και γιατί όχι ο Αλέκος ο ίδιος- και να βαλθεί να τρίβεται στα πόδια της, όμως η κυρία Ρίτσα τότε δεν αντιδρά, γιατί προσεύχεται κι είναι σ' αυτό πολύ συγκεντρωμένη. Είναι η ώρα που θα της έρθει και θα θυμηθεί ένα σκασμό πράματα απ' την ζωή της. Και θα τα ξαναζήσει με μια δόση γλύκας που μόνο η αίσθηση της ανάμνησης μπορεί να δώσει.
 Ύστερα, αγαπημένη της μέρα, είναι η Τετάρτη, γιατί την περνά ολόκληρη ανυπομονώντας. Κάθε Πέμπτη έχει να πάει στο σπίτι μιας γνωστής της, που μαζεύονται διάφοροι κύριοι και κυρίες και παίζουν κουμ καν, και τις Παρασκευές το βράδυ έρχονται τ' ανίψια της και μένουν ως την Κυριακή το πρωί. Έτσι η κυρία Ρίτσα διανύει όλη την Τετάρτη της σε αδημονία, και αυτό είναι το αγαπημένο της συναίσθημα. Γι' αυτό άλλωστε διατηρεί και την ονείρωξή της: έ
να βράδυ, η κυρία Ρίτσα ονειρεύτηκε πως κέρδισε πολλά λεφτά στο Πρωτοχρονιάτικο λαχείο, και τα ξόδεψε όλα για ν' αγοράσει ένα ημιυπόγειο διαμέρισμα, το οποίο και μετέτρεψε σε χαρτοπαιχτική λέσχη. Φορούσε ένα κατακόκκινο φουλάρι κι ένα μαύρο φόρεμα, κάπνιζε πίπα σαν την Κρουέλα ΝτεΒίλ, και στο πιο απόκρυφο μέρος του ημιυπογείου είχε κρυμμένο ένα περίστροφο, για παν ενδεχόμενο. Έκτοτε, η κυρία Ρίτσα φυλά ένα κομπόδεμα στο πιο ασφαλές μέρος που ξέρει, και διατηρεί μια ενδόμυχη ελπίδα πως το όνειρό της θα πραγματοποιηθεί. Γνωρίζει βέβαια πως κατά πάσα πιθανότητα δεν θα καταφέρει ποτέ να συμπληρώσει το ποσό που χρειάζεται, αυτό όμως ελάχιστα την απασχολεί. Στην πραγματικότητα, αυτό που θέλει δεν είναι η πραγματοποίηση της ονείρωξής της, μα η ονείρωξη αυτή καθ' αυτή· κι έτσι διαβάζει καμιά φορά ενδελεχώς τα ενοικιαστήρια, μετρά το κομπόδεμά της και σεναριογραφεί ασυνείδητα πριν αποκοιμηθεί.
  Η κυρία Ρίτσα δεν βλέπει τηλεόραση. Κι ας έχει, την αγόρασε μόνο για χατίρι στ' ανίψια. Έχει, πάντως, ένα ραδιοφωνάκι. Τις πιο πολλές φορές τ' αφήνει να παίζει κι ούτε που ακούει τι λένε οι φωνές στο ηχείο· παρά μόνον παρακολουθεί τη χροιά τους, τον τρόπο που τονίζουνε τις λέξεις, και κυρίως τις παύσεις τους - οι παύσεις είναι το αγαπημένο της. Αυτοί που λένε "εεεε" αντί να προτιμήσουν μια ωραιότατη, ζουμερή παύση, την εκνευρίζουν. Καμιά φορά τους επιπλήττει ασυναίσθητα κι αλλάζει σταθμό. 


-----------------------------------------------------------------------------------

  Μόλις η πόρτα άνοιξε και πίσω της φάνηκε το συμπαθητικό της σαλονάκι, η κυρία Ρίτσα αναστέναξε μ' ανακούφιση· πέταξε τα κλειδιά στο έπιπλο δίπλα στην πόρτα κι έβγαλε βιαστικά τα παπούτσια της. Έκανε μερικά βήματα πάνω κάτω, αφηρημένη. Ο χρόνος την είχε αφοπλίσει· τον αισθανόταν τώρα σαν ανθρώπινη μορφή, να στέκεται δίπλα στο παράθυρο, με την πλάτη ελαφρά ακουμπισμένη στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα, να την κοιτά όλος επικριτικότητα. Δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει. Αν ήταν πράγματι μουσαφίρης, θα του προσέφερε ένα κουλουράκι κανέλας κι ένα τσιγάρο. Θάθελε πάρα πολύ να προσφέρει στο Χρόνο ένα κουλουράκι κανέλας κι ένα τσιγάρο. Σαν ένδειξη καλών προθέσεων. Όμως εκείνος δεν είχε τέτοιες. Δεν ήθελε να τις συμμεριστεί, όπως εκείνη τόσα χρόνια είχε επιδιώξει. Τον είχε αγκαλιάσει, τον είχε αποδεχθεί σχεδόν με κάποια τρυφερότητα, κι όμως εκείνος παρέμενε στημένος απέναντί της, με το αυστηρό του βλέμμα. Η κυρία Ρίτσα δεν δίστασε να παραδεχτεί πως είχε τρομάξει. Ο Χρόνος της έκανε νόημα να καθίσει, κι εκείνη υπάκουσε, όπως κάποτε υπάκουγε τον πατέρα ή τον δάσκαλο. Ο Χρόνος έβγαλε απ' το σακάκι του ένα γυάλινο βάζο, γεμάτο μεταξένιες κορδέλες. Της είπε ν' ανοίξει τις παλάμες τις διάπλατα, κι εκείνη υπάκουσε ξανά, μαρμαρωμένη. Ο Χρόνος κούνησε τα δάχτυλά του στον αέρα, και το γυάλινο βαζάκι άνοιξε οικειοθελώς μπροστά στα έκπληκτα μάτια της κυρίας Ρίτσας. Οι κορδέλες σάλευαν αυτοβούλως· όρμηξαν έξω απ' το γυάλινο βάζο, αισθανόμενες λες την ελευθερία για πρώτη φορά. Την κυρία Ρίτσα την κατέκλυσε το δέος. Δεν πίστευε στα μάτια της. Αυτές τις κορδέλες τις αναγνώριζε. Τις θεωρούσε χαμένες στο παρελθόν. Ξεχασμένες σε κάποιο συρτάρι κάποιου παλιού σπιτιού, μαζί με τη σκόνη του παλιού καιρού. Τις γνώριζε αυτές τις κορδέλες: κοσμούσαν κάποτε την παιδική της κώμη. Τις αγνές αφέλειες στο μέτωπο. Την αφελή αγνότητα του προσώπου. Η έκπληξη κι η συγκίνισή της δεν άφηναν χώρο ν' αναρωτηθεί πώς ήταν αλήθεια ολ' αυτά, ή πως βρέθηκαν ξανά αυτές οι κορδέλες μπροστά της. Θέλησε ν' ακουμπήσει με τα χέρια της τα χείλη καθώς ένιωθε τα βλέφαρά της να γεμίζουν δάκρια, μα ο χρόνος της υπενθύμισε -με κάποια αγριότητα- πως οι παλάμες έπρεπε να παραμείνουν διάπλατα ανοιχτές. Το σαλονάκι της Καστελίου είχε σκοτεινιάσει απροειδοποίητα, και οι μεταξωτές κορδέλες εξέπεμπαν λες το μοναδικό, πολύχρωμο φως. Η κυρία Ρίτσα καθόταν εκεί, στον σκούρο καφετί καναπέ, κι αυτό το ιδιαίτερο φως χάιδευε το ριτιδιασμένο της πρόσωπο. Ο χρόνος κούνησε τα δάχτυλά του λίγο ακόμη, κι οι κορδέλες, ανταποκρινόμενες στο πρόσταγμά του, συγκεντρώθηκαν πάνω απ' τις παλάμες της κυρίας Ρίτσας. Κι όπως βρισκόντουσαν εκεί στιβαγμένες, άρχισαν να στάζουν μέσα απ' τ' ακροδάχτυλά της, σαν απαλή βροχή, ή σαν άμμος χρυσή, και να χάνονται. 


-----------------------------------------------------------------------------------


  Η κυρία Ρίτσα ξύπνησε γεμάτη άγχος κι ιδρώτα. Πήρε μερικές βαθιές αναπνοές πρωτού καταφέρει να σηκωθεί απ' το κρεβάτι. Το όνειρο την ακολουθούσε σαν ζάλη μετά από ξενύχτι. Προχώρησε πρώτα προς το δωμάτιο των παιδιών. Άνοιξε την πόρτα όσο πιο σιωπηλά μπορούσε, και γλίστρησε μέσα. Τ' ανίψια της κοιμούνταν μ' όση θα μπορούσαν να έχουν αγνότητα. Στάθηκε για λίγο και τα παρατήρησε. Αυτό το δωματιάκι ήλπιζε να 'ναι γι' αυτά μια γλυκιά ανάμνηση που θα κουβαλούν σ' όλη τους την ζωή. Όταν θ' αφηγούνται ιστορίες και θα λένε για το διαμερισματάκι της Καστελίου, τον Αλέκο τον γάτο και τη Δέσποινα τη γλάστρα. Και την θεία τη Ρίτσα, όπου και νά 'ναι. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο δωμάτιο, και με κάποια ευχαρίστηση επιβεβαίωσε πως, γι' αυτό που θα 'θελε να είναι, το δωματιάκι δεν ήταν κι άσχημο. Ίσα ίσα, ίσως να 'ταν ακριβώς αυτό που επιθυμούσε. Με τους μπλε τοίχους και τ' αστεράκια που λαμπυρίζανε στο ταβάνι. Με τη μικρή βιβλιοθήκη και το παράθυρο που έβλεπε κατευθείαν στο ταρατσάκι.
  Βγήκε απ' το δωμάτιο των παιδιών το ίδιο σιωπηλά, και προχώρησε στο ταρατσάκι. Η ώρα ήταν περασμένες δύο. Οι αδέσποτες γάτες της Καστελίου με τα μεταμεσονύκτια ουρλιαχτά τους χάρασσαν το σκοτάδι. Για την κυρία Ρίτσα, αυτό ήταν το γαλήνιο νανούρισμα της τωρινής ζωής της. Το απέλαυσε ευλαβικά. Άναψε το τσιγάρο της και στάθηκε στην άκρη της μικρής βεράντας. Γύρω της παντού μονάχα το νυχτερινό φως της πόλης, κλειστά παραθυρόφυλλα, κι από μακριά ο θόρυβος του κόσμου που παλλόταν. Ήτανε λες και γι' απόψε η κυρία Ρίτσα χρειαζότανε δυο φορές να προσευχηθεί. Δυο φορές να λουστεί τον χρόνο που έρρεε γύρω της. Και τό 'κανε αυτό το δώρο στον εαυτό της. Και ξανάπε τη μια ιστορία μετά την άλλη, κι άφησε να της γλιστρίσουνε γέλια και δάκρια. Κάπου στα πέριξ, ο Αλέκος ο γάτος αλήτευε. Η κυρία Ρίτσα τίναξε τη στάχτη της, κι αυτή χύθηκε γαλήνια στο σκοτάδι του δρόμου· η κυρία Ρίτσα την φαντάστηκε να ταξιδεύει στον χωροχρόνο και να προσγειώνεται σ' όλα αυτά που ήταν, κι ακόμη καλύτερα, σ' όλ' αυτά που θα μπορούσε να είναι. Στην ανάμνηση απ' το σπίτι στο χωριό και σε κάποιο τραπέζι στην υπόγεια χαρτοπαιχτική της λέσχη. Στο γαμήλιο στεφάνι του παρ' ολίγον συζήγου, και στο πάτωμα του νοσοκομείου, όταν κρατούσε στα χέρια της εκείνο το πλάσμα και του έλεγε, αίμα από το αίμα μου, σάρκα από τη σάρκα μου. Στα σκαλοπάτια του σπιτιού της αδερφής της. Στον Απρίλη του ενενηνταένα. Στον ώμο του Χρόνου καθώς στεκόταν γερμένος στον τοίχο στο σαλονάκι της και την κοίταζε αυστηρά. Στο αγαπημένο παιδικό της φορεματάκι. Κι ύστερα, τίναξε τη στάχτη της ξανά, και την είδε αυτή τη φορά να επιπλέει πάνω απ' την τερατώδη Αθήνα· πάνω απ' την βοή της Πατησίων, τις γιγάντιες λεωφόρους, τα στριμωγμένα σώματα στα λεωφορεία. Η κυρία Ρίτσα χαμογέλασε κομμάτι αυτάρεσκα, καθώς η στάχτη της προσγειωνόταν σ' ένα βαγόνι και ταξίδευε υπογείως με μεγάλη ταχύτητα. 


 Θα μπορούσε για πάντα να κέθται στο ταρατσάκι της, παρέα με τη Δέσποινα τη γλάστρα -εκείνη σίγουρα δεν θα πήγαινε πουθενά- και να χαζομερά, με κάποια μικροδόση χιούμορ που ίσως μόνο η ίδια εντοπίζει. 


 Ήταν η βασίλισσα του Γαλατσίου.

-ζωή
 

Thursday, 31 January 2019

υγρασία στην ζάχαρη ΙΙ

  _ο φωταγωγός της πολυκατοικίας έχει μια ιστορία για όλους μας. Είναι γι' αυτούς που δοκίμασαν να γαμηθούν στη μπανιέρα χωρίς επιτυχία, για τον Νικόλα από τον τέταρτο που τραγουδάει την Μακεδονία την Ξακουστή με σαρκαστικό ύφος, για την κυρία Δέσποινα που τον απολαμβάνει με σοβαρό ύφος από τον τρίτο, είναι για τους φοιτητές που συγκατοικούν στον πρώτο και ακούνε όλη μέρα ηλεκτρονική μουσική στο ίδιο βόλιουμ, είναι για το σκυλί στο μπαλκόνι στον δεύτερο που κάποια στιγμή κάποιος πρέπει να επέμβει, δεν είναι κατάσταση αυτή, είναι για τις μέρες πριν το δημοψήφισμα που μέσα απ' τον φωταγωγό οι αγχωμένες φωνές των δημοσιογράφων αντηχούσαν απ' όλους τους ορόφους σαν χωροδία, είναι για την διαχειρίστρια και τον δικηγόρο του πέμπτου που μισιούνται βαθιά και καταλάθος συναντήθηκαν στο ασανσέρ και όλοι ακούσαμε τις φωνές τους, είναι για τον Μιχαλάκη που έρχεται και χτυπάει την πόρτα για πλάκα και φεύγει πριν τον προλάβεις, για το γατί που κοιμάται συνεχώς στο πλατύσκαλο και ενοχλεί τον κύριο και την κυρία Τάδε, γιατί έχουν αλλεργία πιστοποιημένη και άσε που θα φέρει και τους φίλους του σε λίγο, και άσε τους φίλους του αλλά οι ψύλλοι, μετά θα θέλουμε απεντόμωση και δεν είναι καιροί αυτοί για έξοδα για ένα κωλόγατο, είναι και για τον γιο τους τον Σπύρο που βγαίνει κάθε βράδυ στα μουλωχτά και το ταίζει, για το σημείωμα στον πίνακα ανακοινώσεων που έλεγε "Κλίνετε την πόρτα" και έλαβε απάντηση "η πόρτα της πόρτας την πόρτα ω πόρτα", για την κυρία Μαρία που πήγε πάλι στο χωριό και γύρισε και μας άφησε ένα σωρό πράματα απ' τον κήπο της, για τον φαρμακοποιό στον πέμπτο που θέλει την ησυχία του παρακαλώ, για τα σώβρακα που έπεσαν από την απλώστρα μας στην αυλή της Ειρήνης στο ισόγειο και πρέπει να πάω να τα πάρω, αλλά την ντρέπομαι λίγο και δεν βρίσκω το θάρρος, και για τη μέρα που αυτοί τελικά καταφέρανε να γαμηθούν στη μπανιέρα και τους άκουσε όλη η πολυκατοικία, αλλά πιο πολύ για την κυρία Δέσποινα, που εκείνο το βράδυ λιβάνισε, να φύγει η αμαρτία. Είναι για τα παιδιά που περνάνε και αφήνουν τα φυλλάδια μες στη βροχή και για τη μέρα που ο κύριος Τάδε βγήκε και τους έβρισε γιατί λέει λερώνουνε τα σκαλοπάτια, άκου τώρα, και βγήκα κι εγώ και του πα να τραβήξει καμιά μαλακία να ησυχάσει επιτέλους και το φχαριστήθηκα, και κέρασα και τα παιδιά από το κέικ σου, και μετά ήρθες και με πείραξες και μου πες πως έφαγα όλο το κέικ και σου 'πα την ιστορία και δεν με πίστευες· είναι για το ξινό ύφος στα σημειώματα που αφήνει η διαχειρίστρια στο ασανσέρ, έπειτα από παράκληση του φαρμακοποιού όλοι οι ένοικοι καλούνται να περπατούν όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα στη σκάλα, οι φοιτηταί στον πρώτο όροφο αν έχουν την καλοσύνη να μειώσουν την ένταση της μουσικής ευχαριστώ. Είναι για την κυρία Σούλα και το φλαπ φλαπ απ' τις παντόφλες της, αυτές τις παντόφλες που δεν έχει βγάλει εδώ και τρία χρόνια σίγουρα, είναι γι' αυτόν τον έφηβο από κάποιο όροφο που καπνίζει στα κρυφά κι εμείς έχουμε καταλάβει ποιος είναι αλλά δεν είμαστε δα και ρουφιάνοι. Είναι για εκείνες τις βδομάδες που η μαμά του Μιχαλάκη αποφάσισε να του κάνει δίαιτα αλλά η κυρία Σούλα στον δεύτερο είχε άλλες βλέψεις, κι έτσι του πάσαρε κρυφά τα πατατάκια και τις σοκολάτες αμυγδάλου, μέχρι που το πήρε πρέφα η μαμά του Μιχαλάκη κι έγινε το σώσε· είναι για το πετρέλαιο που δεν πληρώσαμε ποτέ και γι' αυτό το σπασμένο πλακάκι στην είσοδο που έσπασε όταν το ζευγάρι που κάποτε γαμιόταν στο μπάνιο χώρισε με βάρβαρο τρόπο, και τον κύριο φαρμακοποιό και την κυρία διαχειρίστρια δεν τους ένοιαζε που εκσφενδονίζονταν αντικείμενα κάθε μεγέθους και βάρους, αρκεί να χαμηλώσετε παρακαλώ την ένταση. Αυτή η ιστορία είναι για τη μέρα που πήγα τελικά και ζήτησα τα σώβρακα απ' την Ειρήνη, κι ακούσαμε από πάνω την κυρία Σούλα να βρίζει μπροστά στην τηλεόραση, κι η Ειρήνη μου είπε σ' αυτήν την ζωή είναι να προσέχεις να μην πάθεις Σούλα, κι είναι και για τη μέρα που ήρθανε οι μπάτσοι στο σπίτι του Νικόλα και κανείς δεν ήξερε γιατί, κι ας τον είχε αναλάβει ο δικηγόρος απ' τον πέμπτο δεν μας έλεγε τίποτα, κι η διαχειρίστρια τον έβριζε πάλι κι έλεγε δεν είναι πράγματα αυτά να μπαίνουν τα όργανα στο σπίτι μας και να μην ξέρουμε γιατί. Είναι για τη μέρα που μας άφησε η κυρία Μαρία, κι αυτή τη μέρα την πενθήσαμ' όλοι, πρώτος δεύτερος τρίτος τέταρτος πέμπτος, κι η κυρία Σούλα έβγαλε τις παντόφλες της κι η διαχειρίστρια πρώτη φορά παραδέχτηκε πως στεναχωρήθηκε κάπως για τον Νικόλα, τόσο καλό παιδί, κι ο δικηγόρος έγνεψε καταφατικά και δεν βριστήκανε πρώτη φορά στα χρονικά, κι ο φαρμακοποιός της είπε καμιά φορά κάποιες καταστάσεις αναγκάζουν κάποιους ανθρώπους να κάνουν κάποια πράγματα, κι εμείς γελάσαμε πικρά και μοιραστήκαμε με την Ειρήνη και τον Μιχαλάκη το τελευταίο κομμάτι απ' το τελευταίο γλυκό που μας είχε φέρει η κυρία Μαρία την προηγούμενη βδομάδα, κι ήρθαν ακόμη κι οι φοιτητές απ' τον πρώτο, άυπνοι, και άφησανε λουλούδια, κι η κυρία Δέσποινα με το μαντηλάκι της που σκούπιζε τα μάτια της κάθε της κάθε τόσο, κι ο κύριος κι η κυρία Τάδε που δεν γκρινιάξανε ούτε μια φορά για ολόκληρη τη βδομάδα, κι ο γιός τους ο Σπύρος που μόνο στο πάτωμα κοιτούσε. Μα την επόμενη μέρα κιόλας τα πράγματα ήτανε σχεδόν ίδια, γιατί η ζωή έτσι κάνει, αυτό είπες, όμως δεν ήτανε αλήθεια, γιατί δεν ήταν ακριβώς ίδια, ούτε ο Νικόλας τραγουδούσε πια σαρκαστικά ούτ' η κυρία Μαρία γύρισε ποτέ ξανά απ' το χωριό. Η ιστορία είναι για εκείνη τη βδομάδα που είχανε γάμο στο παραδίπλα σπίτι, μια οικογένεια Αλβανών, και τραγουδούσανε όλοι μέρα πολυφωνικά που μοιάζανε σαν τα ηπειρώτικα τα δικά μας κι εμείς κάτσαμε στο μπαλκόνι κι ακούγαμε και βγήκαν ο κύριος κι η κυρία Τάδε και είπαν θα πάρουμε την αστυνομία έχει πάει δωδεκάμιση η ώρα, και του είπες εσύ άμα πάρεις αυτή η ώρα θα 'ναι κι η τελευταία σου, κι έτσι μπήκαν σπίτι ο κύριος κι η κυρία Τάδε, και βγήκε δυο λεπτά μετά ο Σπύρος και μας ζήτησε συγγνώμη. Είναι για τον πίνακα ανακοινώσεων στην είσοδο, που προς το τέλος κατάφερε ν' αποκτήσει αυτό το χαρτί που έλεγε ΝΕΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ, ένα απαγορεύονται τα φυλλάδια, δύο απαγορεύονται τα κατοικίδια, τρία τα κοινόχρηστα να εξωφλούνται εντός δέκα ημερών, τέσσερα να μας κλάσετε τ' αρχίδια, αλλ' αυτό το τελευταίο ήταν γραμμένο με στυλό στα γρήγορα, και μας έφτιαχνε πάντα το κέφι. Είναι για τον έφηβο που καπνίζει στον φωταγωγό μ' ανοιχτό παράθυρο και κάθε φορά ακούς ποια νέα μουσική ανακάλυψε και την βάζει συνέχεια στο ριπλέι και λίγο τον ζηλεύεις που είναι σ' αυτήν την ηλικία που όλα είναι καινούρια κι όμορφα, και για τον Μιχαλάκη που μας είπε πρόσφατα πως αγαπάει ένα κορίτσι αλλ' αυτή αγαπάει έναν άλλο πιο όμορφο όμως ο Μιχαλάκης δεν θέλει ν' αλλάξει για να της αρέσει, θέλει να της αρέσει όπως είναι. Αυτή η ιστορία είναι για όλους μας, μα δεν θα καταφέρω ποτέ στ' αλήθεια να τη γράψω· κι αυτό γιατί είναι για όλους μας, μα περισσότερο για μένα· για μένα που κάθομαι ξαπλωμένη σ' αυτό το κρεβάτι σ' αυτό το δωμάτιο και σας ακούω να υπάρχετε, κι ούτε σήμερα μπορώ να σηκωθώ


(-ζωή)

Saturday, 26 January 2019

Ολοι οι δρομοι καπου θα οδηγουν κι αυτοι

Άνοιξα τα μάτια μου και το φως του φεγγαριού με τύφλωσε; κόντευε πανσέληνος, και ήμουν σε ανοιχτό χωράφι; ούτε ένα δέντρο να μετριάσει την έκπληξή μου. Με είχε πάρει ο ύπνος κατά το σούρουπο, αφού είχα φάει σεβαστή ποσότητα σύκων απ'τη συκιά που με φιλοξένησε στα ριζά της- σε θέση αντιδιαμετρική ή τέλος πάντων όχι κατάλληλη για μετρίαση της τύφλωσης από το σεληνόφως ,για να μην μας πείτε και παπαρολόγους-. Οι συκιές είναι δένδρα μαγικά, ξέρετε. Όταν κοιμάσαι χάμω τους, ταξιδεύεις στα όνειρα σου στα μέρη που έχεις λησμονήσει. Μα εγώ λησμόνησα και τα όνειρα που είχα δει, τόσα σύκα που είχα φάει. Άτιμο πράγμα η γλύκα, δεν ξεχωρίζεις εύκολα μέχρι τι σημείο κάνει καλό και πότε ξεπερνάει τα όρια και σου προσφέρει ανίερες ηδονές. Τέλος πάντων, σιγά το πράγμα, έτσι είναι η ζωή, για να παίζουμε με τα όριά της. Καλά, μόνο που το λέω, γελάω. Η ζωή δεν έχει όρια, η ανθρώπινη ύπαρξη ναι. Τέλος πάντων, σιγά το πράγμα.
Παλιότερα που λέτε θα με τρόμαζε που είχα ξυπνήσει στη μέση ενος ξεροχώραφου στα μισά της νυχτιάς μονάχο μου. Αλλά τώρα τελευταία, σταμάτησαν να με τρομάζουν τέτοια πράγματα, ξέρετε, το χάος του ζειν και τα λοιπα ( και τα κα-τά-λοιπα ). Δεν νομίζω ότι έχει και κάποιο νόημα να το αναλύσω, για 'μένα δηλαδή, δεν έχει. Ή έχει, απλά δεν μπορώ να το κάνω και το ρίχνω στην απουσία νοήματος. Τέλος πάντων, σιγά το πράγμα. Μέχρι πριν λίγο καιρό αρνιόμουν να μπω πάλι σε διαδικασίες να βάλω τάξη και πρόγραμμα στον εαυτό μου γιατί το θεωρώ ανιαρό, βαρετό, μικρόψυχο, μικροαστικό και κυρίως, ψεύτικο. Μα νομίζω μέσα στη χθεσινή ημέρα βρήκα μια βαθύτερη σιγουριά για την αλήθεια, την αλήθεια της ύπαρξής μου και την αλήθεια στη σύνδεση μου με τον κόσμο τον αληθινό ετούτο. Οπότε τώρα που ξυπνάω, δεν έχω πια πρόβλημα να βάλω από τα μέσα τάξη στον εαυτό μου. Όχι σαν κάτι αληθινό, αλλά σαν μια πράξη για να κάνω χώρο, να προσφέρω άνεση και χρόνο σε εμένα, και σιγουριά έτσι; να μπορώ να κοιτάω τον κόσμο και να μην φοβάμαι πράγμα. Γιατί, μεταξύ μας τώρα, σιγά το πράγμα. Σηκώνομαι και ξεκινάω πάλι πάνω στο δρόμο μου. Προς τα πού; Μην ανησυχείτε τώρα γι'αυτό, πάμε και βλέπουμε. Α, κάτσε μονάχα να μαζέψω κανά σύκο για το δρόμο.


Lyra

συγκατάθεση στο περίπου

Σχεδόν. Σχεδόν σπίτι, σχεδόν η πόλη μου, σχεδόν οι φίλοι μου. Οι παρέες, σχετικό, ίσως σχεδόν να μου ταιριάζουν. Είμαι ο εαυτός μου στο περί...